Από τον Όμηρο ως τον Δάντη και από τον Τσέχωφ και τον Παπαδιαμάντη ως τον Χατζή, τον Κοτζιά και τον Βαλτινό, η λογοτεχνία καταγράφει τη δική της πνευματική ιστορία στην οποία αναβαπτίζονται και τα αξιόλογα σημερινά έργα. Χωρίς δογματισμούς και προκαταλήψεις αλλά με βάση τη λογοτεχνική και φιλοσοφική τους αξία, η στήλη φιλοδοξεί να φιλοξενήσει κείμενα που θα σχολιάζουν έργα του «κανόνα» της ελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Μιχάλης Πάγκαλος
Το πάσχον κέντρο
(Σκέψεις πάνω στα Collectanea του Ζήσιμου Λορεντζάτου)
Γράφει ο ο Γιαννης Θωμαδακης
«Όταν η λογική ονειρεύεται γεννάει τέρατα». Τη φράση αυτήν είχε γράψει ο Goya κάτω από τον τίτλο των Sue?os του πριν δεκαετείες. Σήμερα πια, τα τέρατα περιπλανώνται πάνω στα ερείπια του Μαρξισμού, του Μάη, του ροκ και της ερευνητικής μέθης, ένα πλήθος στείροι Φουκουγιάμες που κηρύττουν το τέλος των πάντων και υποδαυλίζουν την παθητικότητα.
Η συντριπική πλειοψηφία των ρεύματων που γύρεψε να «αλλάξει» τον κόσμο κατά τον 20ο αιώνα, αργά ή γρήγορα, μεταπήδησε στη θεωρία, η πράξη έγινε συζήτηση περί της μεθόδου και η ανιδιοτέλεια τράπηκε σε ολοκληρωτισμό. Οι απολογητές των διαδοχικών αυτών αποτυχιών που καταγράφηκαν τον προηγούμενο αιώνα τις αποδίδουν συνήθως στην στειρότητα των κοινωνιών να γονιμοποιήσουν τον σπόρο του μετασχηματισμού. Άλλοι πάλι, στο ότι η κοινή κατανόηση και αλληλεγγύη της κάθε συλλογικότητας είναι εύθραυστη να γίνει βορά στη θηριωδία, την αρπακτική διάθεση και τα ταπεινά ένστικτα του πολιτικού κυνισμού, με αποτέλεσμα ακόμα και τα ευγενέστερα μαζικά κινήματα να βλέπουν, αργά ή γρήγορα, στη θέση των αρχικών οραματιστών παθιαμένους και αδίστακτους αριβίστες.
Μια λιγότερο απλοϊκή ερμηνεία, ωστόσο, είναι οτι για να αλλάξει ο κόσμος (ή η κοινωνία των ανθρώπων) χρειάζεται πρωτύτερα να αλλάξει ο άνθρωπος. «Όσο ο άνθρωπος δεν αλλάζει από μέσα του ?έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82) ? άλλο τόσο και ο κόσμος δεν θα αλλάξει, ας πάει να αλλάξουν όλα τα συστήματα συθέμελα» (C. 419). Χρειάζεται μάλιστα να αλλάξει βαθειά και ριζικά μέσα στην φύση του. Δουλειά δύσκολη δίχως άλλο, που απαιτεί να σταματήσει να κοιτάζει μονίμως έξω και να κοιτάξει μέσα του. Εκεί είναι το αληθινό πεδίο δράσης, εκεί δοκιμάζονται και δίνουν εξετάσεις όλα τα συστήματα. Και προϋπόθεση της δουλειάς αυτής είναι αν όχι η μοναξιά, τουλάχιστον αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν μια στάση από-στασης (une attitude distante).
Την ιχνογράφηση μιας τέτοιας προσπάθειας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στα Collectanea του Ζήσιμου Λορεντζάτου που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Δόμος. Πρόκειται για το πολιτικό, λογοτεχνικό, φιλοσοφικό αλλά και θεολογικό ημερολόγιο που ο δοκιμιογράφος κρατούσε από την επαύριο του θανάτου του πατέρα του το 1941 έως τον δικό του θάνατο το 2004.
Άνθρωπος «που ποτέ δεν ανακατεύτηκε σε καμία αλλά μήτε και πίστεψε σε καμία πολιτική κίνηση (C. 175), αρκέσθηκε να ζεί αποτραβηγμένος σε πέντε ή δέκα γνωστούς και [να] εργάζεται έτσι χρόνια, ξέροντας πόσο δύσκολο είναι, ανάμεσα στους γραμματιζόμενους (…) να βρείς ένα δυο από κείνους που διστάζουν τόν λίθον βαλείν» (C. 5).
O Λορεντζάτος δεν φτάνει σε σημείο να υπερασπιστεί την μοναξιά. Γνωρίζει πως «Eπικοινωνία ή διασταύρωση σημαίνει άνθηση. Απομόνωση σημαίνει στασιμότητα» (C. 125), οτι από την πολλή συνέπεια τσακίζει το κορμί και οτι αν τη μια φορά γίνεται από επιλογή, το πιο συχνό είναι πως γίνεται από ανάγκη. Αλλά σίγουρα την προτιμά από τους λαλίστατους δημαγωγούς της “συμμετοχής στα κοινά”: «Τίποτα. Φανατισμός και μισαλλοδοξία. Μονότονη μαχητική επιμονή, μέσα σε μια απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα για την «μέθοδο» αυτήν ή την άλλη (…)» (C. 360).
Κι όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την μοναξιά του ανθρώπου που δεν ανήκει πουθενά, που δεν έχει «κόμμα», αρχηγό και συντρόφους, συνεπώς στηρίζεται στο πανταχόθεν αμφισβητούμενο πρόσωπό του. Τότε ο άνθρωπος της καλής πίστης και θέλησης δοκιμάζει κάμποσες πίκρες. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από την βία που δέχεται εκείνος που με την μοναξιά του αμφισβητεί έμπρακτα τέτοιες ομάδες διακρίνοντας πίσω από την αφοσίωση στην γενιά τον φατριασμό, πίσω από «αυτό που ο κόσμος ονομάζει επιτυχία, τον εφήμερο σαματά και την κλάψα μιας σαθρής ηθικής της επιτυχίας (success morality)» (C. 236).
Κι όμως ο Λορεντζάτος δεν κομματιάζεται, δεν συνθλίβεται όπως θα περίμενε κανείς. Γιατί, «Μπορεί φαινομενικά να μοιάζει πως κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια. Πραγματικά δεν κάθομαι. Και τα χέρια μου τα χρησιμοποιώ για να αλλάξω από μέσα μου, εμένα τον άνθρωπο» (C. 360). Και γιατί στήριγμά του έχει μια βαθιά πίστη: συνδέει τον εαυτό του με κάτι ανώτερο ή ιερό, τον Θεό, ώστε να μην αυτοκαταλύεται στο κενό. Μέσα από την σύνδεση αυτή ο ίδιος ζωοδοτείται, λαμβάνει νόημα και το νόημα αυτό μεταβιβάζεται σε όλες του τις λειτουργίες ? μια εφαρμοσμένη ή έμπρακτη μεταφυσική όπως ο ίδιος την ονομάζει (“Γράμματα Σεφέρη ? Λορεντζάτου”, Απρίλιος 1956). Η ίδια η μελέτη της τέχνης, στην οποία καθ΄όλην την διάρκεια της ζωής του επιδόθηκε, δεν αποσκοπεί στην αισθητική απόλαυση με τα κριτήρια γούστου, αλλά είναι μελέτη μίμησης των υπερβατικών προτύπων – ως εν ουρανώ και επί της γής.
Εδώ ακριβώς ελλοχεύει και ο κίνδυνος του θεωρητικού ιεροφάντη που παρατηρεί στον Λορεντζάτο και ο Σεφέρης, κινδυνος με τον οποίο φλερτάρει αρκετά σε μεγάλο αριθμό καταγραφών μέσα στα Collectanea. Μικρό το κακό – αποδεκτό και, βεβαίως, υπερασπίσιμο απέναντι στην επικυρίαρχη φτήνια των ημερών που έχει γεμίσει τον ορίζοντα με σωσίες του κενού, ανθρώπους δίχως γεύση που πάνω τους θριαμβεύει η πτωχαλαζονεία και βρίσκει σκήνωμα η μετριότητα.