Του Παναγιώτη Κωστάκη
Παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2010 έφυγε ένας αληθινά “δυνατός” συμπατριώτης μας ο μητροπολίτης Νεκτάριος Χατζημιχάλης. Σήμερα με την ευκαιρία του μνημοσύνου του γράφω αυτές τις γραμμές για τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο και πολυαγαπημένο μου φίλο.
“Δυνατοί” άνθρωποι είναι για μένα όσοι με φυσικά χαρίσματα ή/και μεγάλη θέληση και κάματο αποφασίζουν να σημαδέψουν τη ζωή τους με έργα που ξεπερνούν το στενό ατομικό συμφέρον, που ξεχωρίζουν από τους «πονηρούς» αλλά και τους «απλούς – ήσυχους» ανθρώπους. Είναι όσοι δεν περπατούν μόνο σε στρωμένους δρόμους αλλά τραβούν μπροστά στο χιονισμένο τοπίο ή στην έρημο αφήνοντας πίσω τους ένα ίχνος που θα ακολουθήσουμε εμείς οι άλλοι. Ένας τέτοιος δυνατός άνθρωπος ήταν ο μητροπολίτης Νεκτάριος. Στις γραμμές αυτές δεν θέλω να αναπτύξω το βιογραφικό του ούτε να αποτιμήσω το έργο του. Θα μιλήσω μόνο για λίγα αξιοσημείωτα περιστατικά που εγώ βίωσα μαζί του στα εξήντα χρόνια της φιλίας μας.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ημασταν μια ομάδα 10 – 15 παιδιών στα πρώτα γυμνασιακά μας χρόνια στα Χανιά του ?50. Ήταν ο ομαδάρχης μας στη χριστανική ομάδα, μαζευόμασταν σαν κλωσόπουλα γύρω του και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας κ. Γαλίτης θυμάται ακόμη και σήμερα πόσο μας επηρέαζε και μας παρότρυνε για δράση αυτό το φτωχόπαιδο από τον Συνοικισμό που ετοιμαζόταν να γίνει θεολόγος από θέληση και κλήση και όχι από σκοπιμότητα. Σχεδόν όλη εκείνη η ομάδα μετά από πανεπιστημιακές σπουδές είχε μια αξιόλογη επιστημονική, κοινωνική και επαγγελματική διαδρομή.
Ξανασυναντηθήκαμε με τον Νεκτάριο -ήταν ακόμη λαϊκός- εκείνος τελειόφοιτος της Θεολογικής Σχολής, εγώ υποψήφιος για την Ανωτάτη Εμπορική το καλοκαίρι του ?55. Μέναμε σ? ένα υπόγειο οικοτροφείο στην Πλάκα. Είναι αξέχαστα τα διαβάσματά μας κάθε απόγευμα στην Αρχαία Αγορά, δίπλα μας. Είχε καθαρό αέρα και ησυχία μια που τα συνεργεία που αναστήλωναν την Στοά του Αττάλου δεν δούλευαν απόγευμα. Είμαστε τυχεροί μου έλεγε. Ο Σωκράτης και ο Παύλος περπάτησαν εδώ πριν από μας.
Για κάποια χρόνια οι συναντήσεις μας ήταν αραιές. Ήταν η βιοπάλη, οι διαφορετικοί δρόμοι. Εκείνος για σπουδές στη Γαλλία και τη Γερμανία, κληρικός στη Μακεδονία, Ιεραπόστολος στο Ζαΐρ, εγώ στα επαγγελματικά, την Αμερική, τη Μέση Ανατολή. Τον ξαναβρίσκω σχολάρχη στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης για ένα περίπατο με φίλους στον Άγιο Χριστόφορο, στο Ακρωτήρι, καταφύγιο και καμάρι του. Την Κρήτη μας έλεγε δεν τη συγκρίνεις με τίποτε. Γύρισα τόσο κόσμο μα εδώ η γη μυρίζει θυμάρι και οι άνθρωποι λεβεντιά. Κι όμως η Κρήτη τον πόνεσε.
ΚΙΣΑΜΟΣ
Καλοκαίρι του 1980. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης τον εκλέγει μητροπολίτη Κισάμου. Ο γέροντας Ειρηναίος διαμηνύει από τη Γερμανία ότι θέλει να επιστρέψει στην παλιά του μητρόπολη. Ο κόσμος ξεσηκώνεται. Ο Νεκτάριος, χωρίς τη θέλησή του, βρίσκεται απέναντι στον αγαπημένο του γέροντα και δάσκαλο όλων μας. «Παναγιώτη, θα παραιτηθώ. Δεν το αντέχω». «Όχι» του λέγαμε εμείς. «Να μιλήσουμε πρώτα». Όλες οι συζητήσεις γινόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, στην Αθήνα, στου Ζωγράφου. Ο Δημήτρης Κακαβελάκης μιλούσε για τον Ειρηναίο, εγώ για τον Νεκτάριο. Και βέβαια η κυβέρνηση (υπουργός Εξωτερικών ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης), το Πατριαρχείο, οι εφημερίδες, ο κόσμος. Το Φανάρι, με την εμπειρία αιώνων, έδωσε τη λύση: Μετάθεση στα Δωδεκάνησα. Η μητέρα του, τα αδέλφια του, η γυναίκα μου και εγώ πήγαμε μαζί του στην Πόλη για τη χειροτονία στη Χάλκη.
ΤΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ
Το σκηνικό άλλαξε με την ενθρόνισή του στην Κάρπαθο. Ο δεσπότης ήρθε με αντιτορπιλικό. Ο ενθουσιασμός του κόσμου ήταν ασύληπτος. Καμπάνες, χαλιά, μυρτιές και χαμόγελα ελπίδας γιατί είχαν μάθει πως ερχόταν ένας δεσπότης από την Κρήτη, ένας ηγέτης. «Νεκτάριον, τον από Κισάμου, παμψηφεί εξελέξαμεν μητροπολίτην Καρπάθου και Κάσου…..», ηχεί ακόμη στ? αυτιά μου το μεγάλο μήνυμα. Έμεινε στην Κάρπαθο τρία χρόνια. Τον επισκέφτηκα μερικές φορές. Σε μια επίσκεψη με πήγε στο Μεσοχώρι. «Έλα», μου λέει, «να δεις το μοναδικό ελαιοτριβείο του νησιού». Ανήκε στην Παναγία τη Βρυσιανή και κατασκευάστηκε τον καιρό των Ιταλών. «Γιατί δεν γίνεται ένα καινούργιο» είπα εγώ με αφέλεια. «Μα πώς, με ποιο τρόπο, ποια γνώση, ποια χρήματα» ρωτά με πόνο ο παπα-Γιάννης, ένας άγιος λεβίτης. «Γι? αυτό είμαστε εδώ», απαντά ο δεσπότης, κοιτάζοντάς με στα μάτια. Η αλήθεια ήταν ότι κουραστήκαμε γιατί δεν ήταν εύκολο να εντάξεις μια ενορία στον αναπτυξιακό νόμο το 1981 και να πάρεις δάνειο από μιά τράπεζα χωρίς εγγυήσεις. Και όμως έγινε και με τη βοήθεια της Παναγίας τα μηχανήματα δεν έπεσαν στον γκρεμό κατά τη μεταφορά. Όταν όμως ήλθε ο υπουργός να το εγκαινιάσει τον βάλαμε να περάσει πεζός εκείνο το σημείο του γκρεμού γιατί δεν ξέραμε τις αμαρτίες του.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ
Το 1983 ο Νεκτάριος μετατίθεται στη μητρόπολη Καλύμνου – Λέρου και Αστυπαλαίας. Στο μεσοδιάστημα είχε αρνηθεί μετάθεσή του στο Βέλγιο γιατί είχε έργο να κάνει στην Κάρπαθο. Τα καινούργια νησιά έγιναν ο σκοπός της ζωής του. Ξέρω το έργο ποιμαντικό, κοινωνικό, εθνικό, την έκταση, το βάθος και τη σημασία του. Εδώ όμως θέλω να μιλήσω μόνο για προσωπικές εμπειρίες. Και θα αποφύγω να μιλήσω για τα έργα φιλανθρωπίας σε πρόσωπα και χειμαζόμενες κοινωνικές ομάδες που γνωρίζω, γιατί έχω αναλάβει δέσμευση σιωπής απέναντί του. Τρεις μήνες μετά την ενθρόνιση ήλθε στα γραφεία μας. Συνήθως του δίναμε γραμματειακή υποστήριξη για να διεκπεραιώσει τα άπειρα χαρτάκια με τα θέματα των νησιών, εκκλησιαστικά, τοπικά, διοικητικά, προσωπικά. Όταν τέλειωσε ήλθε στο γραφείο μου. «Διάβασε», μου λέει βάζοντας μπροστά μου τη φωτοτυπία ενός τετραδιόφυλλου: Έκθεση Στ? Δημοτικού: «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις». Απάντηση της μικρής μαθήτριας: «Αν είμαι τυχερή θα γίνω υπάλληλος στο Ψυχιατρείο…». Μας πήραν και τους δυο τα κλάματα. «Παναγιώτη, τι θα κάνω μ? αυτό τον λαό;» Μαζευτήκαμε όλοι οι συνεργάτες της Εταιρείας Συμβούλων. Ο μητροπολίτης μιλούσε τώρα ως αρχηγός που έχει τον πόνο και την ευθύνη. Από εκείνη την κουβέντα διαπιστώθηκε η ανάγκη να δοθεί ξανά η περηφάνια στον λαό της Λέρου με πρώτο έργο την αναστήλωση και ανάδειξη της Παναγίας του Κάστρου. Παράλληλα θα ξεκινούσε η εκπόνηση μιας μελέτης ανάπτυξης της Λέρου με στόχο να σταματήσει ο χαρακτηρισμός του νησιού ως τόπου εξορίας πολιτικών αντιπάλων και ψυχοπαθών.
Η Παναγία του Κάστρου είναι κτισμένη σε ένα καλοδιατηρημένο κάστρο τον 9ο αιώνα. Η εικόνα της Παναγίας ήλθε από τότε στη Λέρο λένε οι πηγές και τη σεβάστηκαν ρωμιοί και τούρκοι για τα θαύματά της. Ο ναός είχε υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς των γερμανικών αεροπλάνων και το τέμπλο με τις θαυμάσιες εικόνες της κρητικής σχολής ήταν στα πρόθυρα ολικής καταστροφής. Το έργο αναστήλωσης, ανάδειξης και συντήρησης των κειμηλίων δεν μπορούσε να υλοποιηθεί με τις δυνατότητες του νησιού και της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Ο δεσπότης όμως δεν σταμάτησε. Επιστράτευσε όχι μόνο τους Λεριούς όπου γης, αλλά και όλες -πολλές είναι η αλήθεια- τις γνωριμίες του για το έργο. Μέχρι συντηρητές έφερε από τη Βοστώνη για τη συντήρηση των εικόνων. Δεν σταματούσε μπροστά σε κανένα εμπόδιο. Ήταν απαιτητικός και επίμων. Πέρα από το διοικητικό και το οικονομικό μέρος που κάλυπτε, ήταν και το καλλιτεχνικό του δαιμόνιο που τον κατάτρεχε. Κάθε πέτρα έπρεπε να βρει τη θέση της, κάθε βράχος έπρεπε να δείξει την αξία του, κάθε ίχνος χρώματος στον τοίχο ή στο ξύλο έπρεπε να μιλήσει, κάθε θάμνος έπρεπε να συμπληρώσει και να αρωματίσει τον χώρο. «Το τελευταίο κύμα στην ακρογιαλιά της ιστορίας θα είναι η ομορφιά. Μετά το ωραίο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ο Θεός, το απολύτως Ωραίον», έχει γράψει. Όλα γίνονταν με καθημερινή παρακολούθηση και επιμονή στην υλοποίηση. Θυμούμαι ακόμη τις φωνές του δεσπότη όταν οι συνεργάτες μου, που είχαν επιστρατευθεί, αργούσαν να εκτελωνίσουν τα χρώματα και τα υλικά των αμερικανών συντηρητών. Σε τρία χρόνια το έργο τέλειωσε με αποτέλεσμα έναν θαυμάσιο ναό, εικόνες αιώνων που ξαναντάνεψαν, μια βιβλιοθήκη -και με τα δικά του βιβλία- διαμορφωμένη σε ένα πλήρες σπουδαστήριο, οι σπηλιές του κάστρου μεταμορφωμένες σε πρωτοχριστανικά παρεκκλήσια και όλα αυτά αποτυπωμένα και σε ένα δίγλωσσο πολυτελή επιστημονικό και καλλιτεχνικό τόμο, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών. «Το νησί των ζωντανών νεκρών, όπως έλεγαν πολλοί, απεστηγματίσθη, με την πρωτοβουλία της εκκλησίας, απέκτησε την πολιτιστική του ταυτότητα και μια νέα διάσταση στο πέρασμα του χρόνου. Τούτο δεν θα συμβάλλει μόνο στην τουριστική και οικονομική πρόοδο αλλά και σε μια σωστή πολιτιστική ανάπτυξη». Είναι τα λόγια του μητροπολίτη Νεκτάριου στον πρόλογο του τόμου.
Η ΓΕΦΥΡΑ
Η μελέτη ανάπτυξης της Λέρου που εκπονήθηκε και με την οικονομική στήριξη της ΕΤΒΑ κατέληξε σε πολλές εναλλακτικές λύσεις για το νησί αλλά εδώ θέλω να σημειώσω την πρόταση που έγινε όνειρο του Νεκτάριου. Η Λέρος στο νότιο μέρος της πλησιάζει την Κάλυμνο σε απόσταση 200 περίπου μέτρων. Η πρόταση ήταν να κτισθεί μια γέφυρα, συνδετήρια των δύο νησιών, που δεν θα εμπόδιζε την ναυσιπλοΐα και ένας δρόμος έξι περίπου χιλιομέτρων που θα ένωνε τη γέφυρα με το οδικό δίκτυο της Καλύμνου. Τα οικονομικά οφέλη από ένα τέτοιο έργο είναι προφανή αφού θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός οικιστικού – οικονομικού συμπλέγματος 27.000 κατοίκων με συμπληρωματική οικονομία. Μόνο από τις δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες (αποφυγή διπλών νοσοκομείων, σχολείων, αεροδρομίων,διοικητικών υπηρεσιών κ.λπ.) θα είχαμε γρήγορη απόσβεση του έργου. Ο Νεκτάριος, ως κοινωνιολόγος, είδε και μια άλλη διάσταση. Ο λαός της Καλύμνου είναι ζωντανός, θαλασσινός, προοδευτικός αλλά δεν έχει χώρο ανάπτυξης, ενώ η Λέρος είναι ένα πεδινό νησί, πλατανόφυλλο στο Αιγαίο, με πληθυσμό γεωργικό, ήσυχο, που επιτηδεύεται στα επαγγέλματα και στα γράμματα. Η σύζευξη των δύο κοινωνικών ομάδων θα φέρει πρόοδο σε όλους, έλεγε. Ποτέ δεν έβγαλε το έργο από το μυαλό του. Αν με άφηναν, μου είπε τελευταία, θα κινούσα γή και ουρανό για να γίνει το έργο. Αν κάποτε οι πολιτικοί μας αποφασίσουν την κατασκευή του θα πρέπει να το ονομάσουν «Γέφυρα μητροπολίτη Νεκταρίου».
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ
Οι Καλύμνιοι είναι θρησκευόμενοι. Φαίνεται από τα μοναστήρια και τα προσκυνήματά τους. Σε μια από τις πρώτες επισκέψεις μου στην Κάλυμνο με ανέβασε σε ένα μοναστήρι στο βουνό πάνω από το λιμάνι της Καλύμνου. Η ηγουμένη μας πρόσφερε τσάι από δεντρολίβανο. «Αυτό έπινε ο ΄Αγιος» είπε. Μιλούσε για έναν μοναχό, τον Σάββα που κατάγονταν από την επαρχία Γάνου και Χώρας της Ανατολικής Θράκης, μόνασε στην Κάλυμνο και εκοιμήθη το 1960. Οι Καλύμνιοι τον έλεγαν Άγιο. Ο Νεκτάριος εντυπωσιασμένος από τη λατρεία του κόσμου και τις διηγήσεις για τα θαύματα του μοναχού, μετά την απαιτούμενη κατά την εκκλησιαστική τάξη έρευνα, πρότεινε την αγιοποίησή του. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη Συνοδική Πράξη της 7/2/1992 κατέταξε τον Όσιο Σάββα, τον νέο εκ Καλύμνου στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Με αυξημένο τώρα κύρος τόσο στις κρατικές υπηρεσίες όσο και στον επιχειρηματικό κόσμο λόγω του έργου του στα νησιά. Ο Νεκτάριος δεν δυσκολεύτηκε να συγκεντρώσει όλα τα χρήματα για να κτίσει, να αγιογραφήσει και να ολοκληρώσει έναν περίλαμπρο ναό του Αγίου Σάββα στο Μοναστήρι του, τον οποίο εγκαινίασε ο ίδιος ο Πατριάρχης. «Τώρα οι Καλύμνιοι έχουν τον Άγιο τους και υπερηφανεύονται γιαυτόν. Πολλές φορές όμως αισθάνομαι ότι είναι δίπλα μου και μου μιλά. Όχι στον ύπνο μου μα όταν περπατώ μοναχός μου». Με αυτά του τα λόγια με έκανε να πιστέψω πώς εκτός των Καλυμνίων ήταν και δικός του άγιος. Την τελευταία φορά που τον είδα, την ημέρα της γιορτής του στο Ακρωτήρι, τον μάλωσα γιατί είχε πια χειμωνιάσει και κείνος έμενε μόνος και δεν ανέβαινε στην Αθήνα. Θα ανέβω, μου είπε, στις 18 του Δεκέμβρη αφού θεμελιώσω την εκκλησία του Αγίου Σάββα στο Γουβερνέτο. Το είπε και το έκανε. Ναι, ήταν ο ΄Άγιός του. Δεν ξέρω αν σκόπιμα η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον έκανε το 2008 μητροπολίτη Γάνου και Χώρας (τόπο καταγωγής του Αγίου Σάββα).
Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Πετροβολούν τα δέντρα που κάνουν καρπό, λέμε στην Κρήτη. Αν έχεις έργο εθνικής εμβέλειας και αν έχεις αναγνώριση σε όλες τις ηπείρους για την προσφορά σου στο γένος των ρωμιών και την ορθοδοξία είναι λογικό να προκαλείς τον φθόνο εκείνων των κληρικών και λαϊκών στον δρόμο των οποίων θα βρεθείς. Ο Νεκτάριος, μεταξύ των άλλων, είχε προσωπική φιλία τόσο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη όσο και με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Οι μεσολαβητές δεν έχουν πάντα καλή τύχη. Ο Νεκτάριος είχε και την ατυχία να σχετίζεται ο ανιψιός του με τον περιβόητο Βαβύλη. Στο μέσο λοιπόν της κρίσης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, των σκανδάλων για το παραδικαστικό κύκλωμα με Γιοσάκη κ.λπ., ο Νεκτάριος, με την παρότρυνση τοπικών κύκλων και τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, φορτώθηκε με μια σειρά κατηγορίες. Το Φανάρι, για να δείξει ότι είναι αυστηρό και ότι σε αντίθεση με την Αθήνα, δεν ανέχεται τίποτε, έστειλε μια Επιτροπή στην Κάλυμνο και μετά κάλεσε τον Νεκτάριο στη Σύνοδο και τον ανάγκασε να παραιτηθεί.
Η φιλία μου με τον αείμνηστο μητροπολίτη Νεκτάριο δεν με καθιστά αξιόπιστο, ανεξάρτητο μάρτυρα και γιαυτό δεν θέλω να δώσω βάρος στη γνώμη μου για το ανυπόστατο όσων εκ των κατηγοριών έχω προσωπική αντίληψη. Εξ άλλου το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με μια κίνηση δικαιοσύνης, τον τοποθέτησε το 2008 σε μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου. Θα ήθελα όμως να παρακαλέσω δημόσια τον νυν Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ειρηναίο, πρόεδρο της Επιτροπής που πήγε στην Κάλυμνο, την εντιμότητα του οποίου ουδείς αμφισβητεί, να συμβάλλει με μια ενέργειά του στην αξιοπιστία της ιστορικής μνήμης της εκκλησίας. Τον παρακαλώ λοιπόν να γράψει ένα ιδιόχειρο σημείωμα για την πραγματική εικόνα που σχημάτισε για όσα κατηγορήθηκε ο μητροπολίτης Νεκτάριος Χατζημιχάλης. Σε ένα τέτοιο σημείωμα που θα υπερβαίνει «…τας δοθείσας εντολάς και οδηγίας και όσα ήκουσε, καλά και άσχημα», θα μπορεί να αποτυπωθεί η κρίση ενός έντιμου αρχιερέως με σκοπό να πληροφορηθεί ο ιστορικός του μέλλοντος για τη βασιμότητα ποιων κατηγοριών και για το αν υπήρχαν κατηγορίες τις οποίες το Φανάρι δεν εγνώριζε όταν συνέχαιρε και ανεδείκνυε τον Νεκτάριο και όταν του ανέθετε κρίσιμες για την εκκλησία αποστολές. Και επειδή η εκκλησιαστική τάξη δεν πρέπει να διαταραχθεί ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί να σφραγίσει το σημείωμα αυτό με την εντολή να ανοιχτεί μετά από είκοσι -τριάντα χρόνια.
Φίλε Νεκτάριε,
όταν έκτιζες τον Αγιο Χριστόφορο στο Ακρωτήρι έλεγες πως ήθελες να σε θάψουν εδώ. Είχα τότε την εντύπωση πως δεν το πίστευες. Η αγάπη σου όμως για την Κρήτη νίκησε. Κι έτσι θα μπορώ κι εγώ πιο εύκολα να μαζεύω κάπου – κάπου λίγα άγρια μανουσάκια, που τόσο σου άρεσαν, να σου τα φέρνω.