Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Οι καλοί μας φίλοι

Περάσανε χρόνια. Θυμάσαι αυτά τα δυο τεράστια καστανά μάτια μια φούχτα συναιστήματα γιομισμένα; Αγωνία, λύπη προσμονή φόβος πόνος και λαχτάρα!
Και το καρτερικό του ύφος;
Σφιχτοδεμένο κουβάρι καμωμένος, ανάσαινε γλήγορα, κι έπιανε μια σπιθαμούλα γης όλο κι όλο. Όξω· στο προαύλιο. Δίπλα στην είσοδο, κοντά στα λιγοστά δέντρα και το χορτάρι. Πεταγόταν άξαφνα ορθός, στύλωνε ορθάνοιχτα τα κουρασμένα του μάτια στη τζαμόπορτα σαν άκουγε με τεντωμένα αυτιά πατημασιές ανθρώπου, και σωριαζόταν πάλι χάμω. Δεν ήτανε· ούτε αυτός!
Κι απάντεχε.
Ως τις ξανάκουγε, φτυστά ίδιες με τη στάμπα τους στον εγκέφαλό του, πάλι σαΐτα γινότανε. Ξανά, και ξανά. Μα άδικα. Έκανε, ζωντανός οργανισμός βλέπεις, μια μικρή βόλτα, και πάλι η στάση η καρτερικιά και η ματιά του η θλιμμένη στη μεγάλη τζαμόπορτα. Αυτήν που, τον είδε, την άνοιξε και μπήκε μέσα πριν από πέντε μήνες. Έπρεπε, λέει, να εγχειριστεί. Η μοίρα τόθελε, να μην ξαναβγεί από την ίδια πόρτα. Μα ο σκύλος του ο πιστός δεν είδε ποτέ τις φρίκης αυτές σκηνές, κι απάντεχε.
Μήνες πολλούς· και χρόνους. Εκεί. Να περιμένει· με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς να τον ταΐζουνε.
Όσοι κι αν τον πήρανε με αγάπη και στοργή σπίτι τους για καλλίτερη ζωή, μαρτυρήσανε. Σε πρώτη ευκαιρία, τους έφευγε, και, στο νοσοκομείο. Αντικριστά τη μεγάλη τζαμόπορτα. Να περιμένει τον αφέντη του.
Εκεί του κάνανε το καινούργιο του σπιτάκι.
Εκεί πέθανε κι αυτός.

Το άλλο; Μη μου πεις, δεν τόδες;
Ολόκληρη επιχείρηση στήσανε! Ελικόπτερα, ανιχνευτές, αλπινιστές και ναυαγοσώστες επιστρατεύτηκαν. Εκεί, στη Καλιφόρνια, που με τις πλημμύρες, πρόσφατα, ένα σκυλάκι παρασύρθηκε το καημένο, κι έμεινε αβοήθητο στα επικίνδυνα νερά.
Κρεμαστήκανε οι κομάντος με σκοινιά, το σώσανε· μπράβο τους.
Στερνό αφήκα τον Άργο τον περήφανο και πιστό σκύλο του Οδυσσέα, που σαν έφυγε ο αφέντης του στη Τροία, απόμεινε σε ξένα χέρια, καταφρονεμένος, να κοιμάται στη κοπριά απάνω και να προσμένει μοναχά το γυρισμό του, και, όταν γύρισε, τον αναγνώρισε και πέθανε ήρεμος.
«?σκυλί που κοίτουνταν, τ? αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ? είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ? άλλους καιρούς οι νέοι
τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π? αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε, ?
?
όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.

Και θαμάζουμε τούτο το ψυχικό αγκάλιασμα ανθρώπου και ζώου!
Του καλού ανθρώπου και του καλού ζώου το δεσμό.
Είναι να μη ζηλεύεις!
Γιατί όχι και στους ανθρώπους; Ρωτάνε.
Κι απορείς. Είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, να σκοτώνουν ο εις τον άλλον; Προ πάντων τον αθώο; Και τα παιδιά;
Αποκλείεται.
Τώρα αν ο ένας βγάζει τα μάτια του αλλουνού, αν κερατώνονται και μαχαιρώνονται αδέρφια, κι αν πέφτει καμιά βομβούλα, ή πάει στρατός αρματωμένος στο πουθενά όπως οι φάμπρικες του θανάτου το προστάζουν, γνοιάζονται, λέει, για το καλό μας.
Του, ποιου συνανθρώπου μας άραγες το καλό;
Δεν έχει ομορφιές άλλες η ζωή; Μηδέ αξίες, εκτός τα πλούτη; Ρωτάνε οι άλλοι.
Άργος, ο πιστός σκύλος του Οδυσσέα (Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα