Κανείς δεν μπορεί τεκμηριωμένα να ισχυριστεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν αλάνθαστοι ή παντογνώστες. Είχαν κι αυτοί, όπως όλοι μας, τα ελαττώματά τους και τα προτερήματα, τα οποία εμφάνιζαν ή απέκρυπταν στις διαπροσωπικές και στις δημόσιες σχέσεις τους.
Οι αρχαίες πηγές μιλούν για δικομανείς, φιλοχρήματους, αρχομανείς, κλέφτες, αγύρτες και φθονερούς, που λειτουργούν ως παραδείγματα στις κατοπινές τους γενιές προς αποφυγή. Συνάμα, όμως, γίνεται λόγος και για δίκαιους, καλοκάγαθους, ειρηνόφιλους και τίμιους, οι οποίοι είναι, αναμφίβολα, διαχρονικά πρότυπα για μίμηση.
Δεν είναι λίγες, στις ημέρες μας, νομίζω, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι φορές, όπου οι άνθρωποι, νομοθετώντας εκ των υστέρων, προσπαθούν να αποτρέψουν μελλοντική επανάληψη μιας καταδικαστέας τώρα συμπεριφοράς. Στην προσπάθειά τους αυτή, λοιπόν, θεσπίζουν νόμους, πολλούς και διάφορους, μα, αντί να «γραπώσουν» έτσι τους παραβάτες, και λαϊκή δυσφορία και σύγχυση συχνά προξενούν με την ασάφειά τους και, ταυτόχρονα, θαρρώ, η πολυνομία δημιουργεί άφθονα «παραθυράκια» διαφυγής και «διευκόλυνσης» τρόπον τινά της παρανομίας. Δεν είναι λίγοι όσοι θα πουν ότι οι νόμοι των ανθρώπινων κοινωνιών είναι, πάντοτε, επηρεασμένοι από την ταξική προέλευση και την οικονομική και πολιτική δύναμη των νομοθετών και τα συμφέροντά τους. Έχει, όμως, επικρατήσει η συνήθεια να λέμε ότι οι νόμοι σε ένα κοινωνικό σύνολο καλούνται να ρυθμίσουν τις σχέσεις των πολιτών, τιμωρώντας τα αντικοινωνικά μειονεκτήματά τους και επιβραβεύοντας τα κοινωφελή προτερήματά τους ή/και ενισχύοντας το δημιουργικό τους «τάλαντο». Και για να το πετύχουν αυτό, δεν χρειάζεται να είναι «φλύαροι» ή αυστηροί, αλλά λιτοί και να εφαρμόζονται, αυθόρμητα και όχι από το φόβο της τιμωρίας, απαρέγκλιτα απ? όλους ανεξαιρέτως.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με την πολυνομία συχνά κατασταλτικού χαρακτήρα και τη σύγχυση που προξενεί στις σύγχρονές μας κοινωνίες, οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν, όπως βλέπουμε στις αρχαίες πηγές, νομοθετώντας προληπτικά, να προστατεύουν και τους πολίτες και τους θεσμούς της πολιτείας και να παρέχουν στους ανθρώπους όλα τα αγαθά εκείνα που τους βοηθούν να προκόψουν. Δηλαδή δεν επιδίωκαν, ψηφίζοντας εκ των υστέρων ένα νόμο, να τιμωρήσουν κάποιον ή να καταστείλουν ένα αντικοινωνικό έγκλημα, αλλά με λακωνικό τρόπο και απ? όλους κατανοητό θεσμοθετούσαν προληπτικά με πρόθεση ν? αποτρέψουν εμφάνιση κάποιας παρανομίας στο μέλλον και να στρέψουν τους πολίτες να ακολουθούν πρόθυμα τους νόμους, γιατί, κατ? αυτόν τον τρόπο, θα έφταναν στην υλική πρόοδο και στην πνευματική ευημερία.
Ένα από τα σπουδαιότερα, αναμφίβολα, νομοθετήματα των αρχαίων ήταν το ψήφισμα του Δημόφαντου, που, μετά την κατάλυση ενός βραχύβιου ολιγαρχικού πραξικοπήματος και την επαναφορά της (έστω και χωλής, όπως αποδείχτηκε) δημοκρατίας στην Αθήνα, το 410 π.Χ., όριζε την τιμωρία όποιου θα επιχειρήσει μελλοντικά να ανατρέψει εκ νέου το πατροπαράδοτο δημοκρατικό πολίτευμα. Το κείμενο του ψηφίσματος, που έχει φτάσει σε μας χάρη στον Αθηναίο πολιτικό και ρήτορα του 5ου και 4ου αι. π.Χ., Ανδοκίδη (βλ. λόγο «Περί των Μυστηρίων», § 96 ? 97), δέσμευε ηθικά και νομικά τους πολίτες και έχει ως εξής: «Εάν κάποιος καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία, ή αναλάβει κάποιο αξίωμα, ενώ είναι καταργημένη η δημοκρατία, να είναι εχθρός των Αθηναίων και να θανατώνεται χωρίς να τιμωρείται ο φονιάς του η περιουσία του να δημεύεται και το ένα δέκατο να προσφέρεται στη θεά Αθηνά. Να ορκιστούν όλοι οι Αθηναίοι ότι θα σκοτώσουν αυτόν που θα κάνει μια τέτοια πράξη. Ο όρκος να είναι ο εξής: θα εξοντώσω και με έργα και με λόγια και με την ψήφο μου και με το δικό μου χέρι, αν μπορώ, όποιον καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία».
Κατόπιν τούτων, λοιπόν, θα ήθελα να επισημάνω ξανά πως έχουν μεγάλη σημασία για μιαν κοινωνία η προληπτική θέσπιση νόμων και η απαρέγκλιτη τήρησή τους απ? όλους εφόσον έτσι εξασφαλίζεται η ισονομία και η ευνομία εν αντιθέσει με κάποιους βαρείς κατασταλτικούς νόμους που «γεννούν» και την αναρχία και την αίσθηση ότι το κράτος δεν παραστέκεται και δεν νουθετεί, αλλά? εκδικείται τους πολίτες. Αλλά σε επίρρωση όσων εγράφησαν μέχρι τώρα, κρίνεται σκόπιμο να «φιλοξενήσω» και ένα απόσπασμα από τους «Νόμους» του Πλάτωνος που εστιάζει το ενδιαφέρον μας στη σημασία των νόμων στην καθημερινή ανθρώπινη ζωή, τη δημόσια και την ιδιωτική.
«[?] Οι νόμοι των Κρητικών δεν θεωρούνται χωρίς λόγο οι πιο υπέροχοι και πιο επιτυχημένοι απ’ όλους τους Έλληνες. Είναι σωστοί γιατί κάμνουν ευτυχισμένους εκείνους που τους χρησιμοποιούν, τους παρέχουν δηλαδή όλα τα αγαθά. Και είναι τα αγαθά δυο ειδών: άλλα ανθρώπινα, άλλα θεϊκά και από τα θεϊκά εξαρτώνται τα άλλα. Αν κάποια πόλη παραδέχεται τα μεγαλύτερα, αποχτά και τα κατώτερα, αν όχι, στερείται και τα δυο. Και είναι μικρότερης αξίας τα αγαθά στα οποία πρώτο έρχεται η υγεία, δεύτερο το κάλλος, τρίτο η δύναμη στο τρέξιμο και σε όλες τις άλλες σωματικές ασκήσεις, τέταρτο ο πλούτος, όχι ο τυφλός αλλά εκείνος που έχει οξύτατη όραση που βεβαίως συνοδεύεται από τη φρόνηση.
Από τα θεϊκά αγαθά, αγαπητέ μου, ηγεμονεύει τρόπον τινά και έρχεται πρώτο η φρόνηση, δεύτερο η μετριοπαθής διάθεση της ψυχής συνοδευόμενη από ευφυΐα, από αυτά δε, αφού αναμιχθούν με την ανδρεία, παράγεται σαν τρίτο αγαθό η δικαιοσύνη, και τέταρτο η ανδρεία. Όλα αυτά έχουν τοποθετηθεί εκ φύσεως πριν από τα υλικά αγαθά και ο νομοθέτης πρέπει να τα παρατάξει μ? αυτή τη σειρά. Έπειτα από αυτό, πρέπει να μάθουν οι πολίτες ότι οι άλλες διατάξεις που τους αφορούν εξαρτώνται από αυτά τα δυο είδη, και αν και τα ανθρώπινα εξαρτώνται από τα θεϊκά, όλα τα θεϊκά ανεξαιρέτως έχουν για ηγεμόνα τους τον νουν [?] » ( βλ. Πλάτωνος «Νόμοι», § 631b ? d, μετάφραση: Β. Μοσκόβης).