Γράφει η Ελευθερία Μπαντουράκη – Μπολέτη
Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την φιλοξενία που κάνει η εφημερίδα “Χ.Ν.” στα άρθρα μας για την Μικρασιατική καταστροφή, που με τόση κατανόηση και απλόχερα δημοσιεύετε. Η προσφορά σας είναι μεγάλη στο κοινό που τα διαβάζει και που με τηλεφωνήματά του ζητά να μάθει λεπτομέρειες αλλά και στην πατρίδα που με το αίμα των παιδιών της πότισε την μαρτυρική γη της Μικράς Ασίας μας… και πάλι σας ευχαριστώ…
Κύριε Μαχαιρίδη, διαβάζω το άρθρο σας με πολλή συγκίνηση. Βλέπω πως έχετε αντιρρήσεις σε ορισμένες απόψεις μου για τα γεγονότα και τους υπεύθυνους της εποχής εκείνης. Φυσικό είναι. Αλλιώς βλέπουμε και κρίνουμε εμείς τα παιδιά της πρώτης γενιάς που γεννηθήκαμε εκεί και νοιώσαμε την παγερή λεπίδα του βάρβαρου Τσέτη να πλησιάζει τον λαιμό μας και αλλιώς εσείς τα παιδιά της τρίτης γενιάς. Εμείς είμαστε οι θεματοφύλακες της εποχής εκείνης και σεις οι συνεχιστές. Ο καθ’ ένας από μας τα γεγονότα της εποχής εκείνης τα βλέπει από την δική του οπτική γωνία όπως τα βλέπει. Δικαίωμά του. Λεπτομέρεια ασήμαντη αυτή. Εκείνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι να μην ξεχαστεί το κομμάτι αυτό της Ιστορίας μας και να μην το θυμόμαστε μόνο στην τραγική του επέτειο αλλά κάθε χρόνο κάθε μήνα κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
Μόνο έτσι δε θα ξεχαστεί η πατρίδα…
Και τώρα βλέπω αγαπητέ Χρήστο Μαχαιρίδη, με έκπληξη πως επιμένετε ν’ ασχολείσθε με το ρόλο που έπαιξε ο Ελ. Βενιζέλος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της. Τις απόψεις μου τις ξέρετε. Ο Βενιζέλος, ήταν Εθνάρχης, έτσι, έχει αναγνωριστεί και δικαίως. Ήταν Μέγας και έτσι έπρεπε να ονομαστεί μοναδικός και ανεπανάληπτος. Έκανε όμως λάθη τόσο μεγάλα όσο και το ανάστημά του. Το αναγνώρισε. Υπάρχουν όμως λάθη που δεν ξεχνιούνται και δεν αμνηστεύονται. Είναι απορίας άξιον πως ο σπάνιος αυτός άνθρωπος παρασύρθηκε από τον πρωθυπουργό της πονηρής Αγγλίας σε μια εκστρατεία χωρίς να σκεφτεί πως οι μεγάλοι ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα όπως απεδείχθη εκ των υστέρων. Δεν υπολόγισε τον διχασμό του λαού και την κούραση του στρατού, που πολεμούσε 10 ολόκληρα χρόνια. Το μεγάλο λάθος, οι εκλογές του 1920. Εκλογές δεν γίνονται εν καιρώ πολέμου και δεν μπορούσε κανείς να του τις επιβάλει.
Η φυγή του στο εξωτερικό μετά την αποτυχία του στις εκλογές. Σαν να έλεγε “έκανα ό,τι έκανα τώρα βγάλτε μόνοι σας το φίδι από την τρύπα.”
Όταν άρχισε η υποχώρηση του στρατού μας δεν έπρεπε να επιστρέψει και να έλθει σ’ επικοινωνία με τους συμάχους; Έπραξε όμως σαν να μην είχε καμιά ευθύνη. Εκ του μακρόθεν παρακολούθησε τα τεκταινόμενα, εν Μ. Ασία. Γιατί; Αυτό το γιατί με σκοτώνει και με κάνει περισσότερο να πιστεύω πως οι εκλογές του 1920 ήταν σκόπιμες.
Δεν έδωσε σημασία ούτε απάντηση στην επιστολή που του έστειλε ο μεγαλομάρτυρας μητροπολίτης μας Χρυσόστομος Άγιος της Σμύρνης.
Παρ’ όλα αυτά τα λάθη του, έχουν γράψει πολλοί χωρίς να υπολογίζουν τις αντιδράσεις αυτών που τον λάτρεψαν σαν Θεό. Δεν κατάλαβα όμως ποτέ γιατί οι αντιδράσεις. Είναι δυνατόν η Ιστορία να μην γράψει το μερίδιο της ευθύνης που αναλογεί στον κάθε ένα από αυτούς που με τον ένα ή άλλο τρόπο δημιούργησαν αυτήν την καταστροφή που όμοιά της δεν έχει γνωρίσει ο κόσμος ολόκληρος;
Τι να πούμε για την συνθήκη της Λωζάνης που ερήμην πάλι του λαού μας, υπεγράφη η ανταλαγή των πληθυσμών. Γιατί μας στέρησαν αυτήν την ελπίδα της επιστροφής στην δική μας πατρίδα;
Τα λάθη είναι ανθρώπινα τα συγχωρούμε, και τα ξεχνούμε. Τώρα ας κοιτάξουμε μπροστά. Οι καιροί είναι πάλι χαλεποί. Χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει. Η λύκαινα της Ανατολής ακονίζει πάλι τα δόντια της και διεκδικεί. Στώμεν καλώς στώμεν μετά φόβου. Τα ίδια λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν. Ας καταλάβουμε πως οι καλοί μας σύμμαχοι μας χρησιμοποιούν πάντα για τα δικά τους συμφέροντα. Πρώτη και καλύτερη η Αγγλία, αυτή η πονηρή αλεπού που το 1940 μετά το τέλος του πολέμου μας δημιούργησε εμφύλιο. Δικό της έργο αυτό. Φταίμε και μεις που με τη διχόνια (ελληνικό προνόμιο αυτό) ό,τι κερδίζουμε στον πόλεμο το χάνουμε στην ειρήνη. Να αναφερθώ στο Κυπριακό; Δεν είναι της ώρας. Τα φυλακισμένα μνήματα της Κύπρου μας θα μας μιλούν πάντα για την “καλή” μας σύμμαχο.
Πολλές φορές σε στιγμές υπερέντασης που τα νεύρα είναι τεντωμένα αισθάνομαι την ανάγκη να φωνάξω έτσι για να αποφορτιστώ. Ταλαίπωρη Ελλάδα, πατρίδα μου γέννησες γίγαντες του πνεύματος που τους θαύμασε όλος ο κόσμος· δικά σου παιδιά είναι ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ιπποκράτης, ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Μέγας Αλέξανδρος και τόσοι άλλοι. Γέννησες όμως και νάνους που για να γίνουν γίγαντες πάτησαν σε ψεύτικα πόδια για να μεγαλώσουν, να ψηλώσουν γιατί ήταν μικροί και ασήμαντοι, να πω τα ονόματα; Αρχίζω από αυτούς που κυβερνούσαν την χώρα τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, αυτοί μ’ ενδιαφέρουν που μ’ έκαναν και πόνεσα και έκλαψα πολύ. Πρωτοπαπαδάκης, Γούναρης, Χατζηανέστης και οι άλλοι. Παπαδόπουλος, Πατακός, Ιωαννίδης. Δεν μπορώ να τους αναφέρω όλους είναι αμέτρητοι. Πολλά τα μεγάλα ονόματα πρωθυπουργοί, υπουργοί εξωτερικών, αρχιστράτηγοι, ανώτεροι αξιωματικοί, μεγάλοι τίτλοι σε ασήμαντους ανθρώπους και μικρόψυχους.
Μου έκανε εντύπωση όταν κάποια μέρα είδα στην τηλεόραση τον εγγονό του Πρωτοπαπαδάκη να μιλά για αναθεώρηση της δίκης του παππού του.
Ήθελα να τον ρωτήσω αν του είπε κάποιος πως ο παπούς του ήταν αθώος. Αν ναι, τον ξεγέλασαν. Δεν συμφωνώ με την βιαστική εκτέλεσή τους ούτε με καμία εκτέλεση. Δεν συμφωνώ όμως και με την αναθεώρηση της δίκης. Σας παρακαλώ κύριε Πρωτοπαπαδάκη, μην ξύνετε τις επουλωμένες πληγές μας. Ίσως ήταν καλύτερο αυτό που έγινε γιατί αν ζούσαν θα τους βασάνιζαν οι τύψεις και η περιφρόνηση του λαού.
Αγαπητέ Χρήστο Μαχαιρίδη, μου άρεσε πολύ η αναφορά που κάνεις στα λόγια του Λουκιανού του Σαμωσατέα “Τοιούτος ουν μοι ο συγγραφεύς έστω άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος παρρησίας και αληθείας φίλος” πολύ μου αρέσουν αυτές οι αλήθειες. Μόνο αυτή η θέση θα μπορούσε να φωτίσει τα σκοτεινά πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας.
Εκείνο που κάνουμε τώρα εμείς τα παιδιά της πρώτης γεννιάς είναι ένας τιτάνιος αγώνας για να μη σβήσουν οι μνήμες και να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα και την σιγουριά πως οι πατρίδες δεν χάνονται ούτε πεθαίνουν είναι πάντα ζωντανές και μας περιμένουν.
Εύχομαι να έλθει μια μέρα που οι λαοί της γης θ’ αναγνωρίσουν τα λάθη τους θα δουν πως οι πολέμοι και οι αιματοχυσίες δεν οδηγούν πουθενά, να συμφιλιωθούν, να δώσουν τα χέρια και οι άνθρωποι να μπορούν να ζουν στον τόπο που γεννήθηκαν και να πεθαίνουν.
Αυτό θ’ αργήσει να γίνει δεν είναι εύκολο, όπως δεν ήταν εύκολο να γίνει και η ενωμένη Ευρώπη.
Εγινε όμως. Είθε να μην αργήσει η μέρα αυτή που οι λαοί του κόσμου θα ζουν όμορφα και ειρηνικά. Μέχρι όμως να γίνουν όλα αυτά, εμείς οι Ελληνες της Μ. Ασίας θα δίνουμε καθημερινά την μάχη με κάθε τρόπο, με τον λόγο μας με την γραφίδα μας με τις επισκέψεις μας και με τις αφηγήσεις μας στις νέες γενιές για να μην ξεχαστούν αυτές οι πατρίδες, όπως δεν ξεχάστηκε η Κωνσταντινούπολη που έχουν περάσει 556 χρόνια από την άλωσή της και όμως στις καρδιές μας μένει άσβεστη η ελπίδα.
Τα 87 χρόνια είναι λίγα για να ξεχάσουμε. Εμείς, τα παιδιά της πρώτης γενιάς κάθε βράδυ μόλις νυχτώσει σηκώνουμε την άγκυρα του πλοίου, που λέγεται μνήμη και σαλπάρουμε πάντα για την δική μας πατρίδα την γη της Ιωνίας μας.
Μένουμε όλη την νύχτα εκεί γινόμαστε πάλι παιδιά, παίζουμε κυνηγητό στα καταπράσινα δάση της, κυλιόμαστε στα πλούσια λιβάδια της, κολυμπούμε στις μαγεμένες ακρογιαλιές της, αναπνέουμε το άρωμα των λουλουδιών της, χαϊδεύομε και φιλούμε τα οστά των άταφων νεκρών της που 87 χρόνια τώρα περιμένουν δικαίωση για να αναπαυτούν οι ψυχές τους.
Το πρωί βρισκόμαστε στο κρεβάτι μας, το μαξιλάρι μας, είναι μούσκεμα όχι από τον ιδρώτα αλλά από τα δάκρυα. Ισως τα δάκρυα αυτά να είναι μνημόσυνο γι’ αυτούς που έφυγαν με την ελπίδα της επιστροφής στις αλησμόνητες πατρίδες.
Αλλά και ποιoς μας λέει πως τώρα δεν είναι εκεί;