Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΑΤΑΤΟΣ
Η κοινή γεωργική πολιτική απορροφά ακόμη ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το παρελθόν η απορρόφηση αυτή είχε φτάσει το 50% σχεδόν του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Βέβαια, ήταν η εποχή των παχιών αγελάδων, αλλά η ουσία της πολιτικής αυτής είχε προκύψει από την αδήριτη ανάγκη να αντιστραφούν οι όροι της ελλειμματικής αγοράς αγροτικών προϊόντων. Και αυτό επιτεύχθηκε μεν, αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα ισοζύγιο προσφοράς και κατανάλωσης αγροτικών προϊόντων. Έτσι αντιστράφηκαν πλέον οι ελλειμματικές αγορές και έγιναν πλεονασματικές. Η διαδικασία αυτή δημιούργησε υπερβολικές δαπάνες και κυρίως απογοήτευσε το μέσο Ευρωπαίο καταναλωτή και φορολογούμενο. Έτσι, και με τη μαζική είσοδο στην ΕΕ της τελευταίας 7ετίας, ο προγραμματισμός και οι τάσεις έχουν πλήρως διαφοροποιηθεί. Οι χώρες που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι ολοένα και πιο αρνητικές για τις αγροτικές δαπάνες και ο προβληματισμός για το τι θα γίνει μετά το 2012 δίνει και παίρνει.
Αυτή ακριβώς η εξέλιξη είναι που επιβάλει το σημερινό μου σημείωμα. Αν οι σημερινοί ευρωπαίοι ηγέτες παρουσιάζουν «έλλειμμα αρχών», δεδομένης της οικονομικής κρίσης, αυτό δε σημαίνει ότι η μείωση των γεωργικών δαπανών θα οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση αυτήν. Αντίθετα μάλιστα, είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώσει τα φαινόμενα και την έξοδο από την οικονομική δυσπραγία για έναν απλούστατο λόγο με δυο συνιστώσες:
Η πρώτη συνιστώσα είναι ότι τα κεφάλαια που κατευθύνονται στη γεωργία δεν πάνε στις τσέπες ολίγων που τα αποθησαυρίζουν, αλλά πάνε στις τσέπες εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών, που τα επανεπενδύουν αναγκαστικά, άρα πέφτουν μέσα στην οικονομία και τη θερμαίνουν σε περίοδο έντονης έλλειψης τραπεζικής ρευστότητας παντού.
Η δεύτερη συνιστώσα είναι ότι ο τομέας αυτός εξασφαλίζει και για τους πλούσιους και για τους φτωχούς τα απαραίτητα για να εξακολουθήσουν να ζουν και να παράγουν, άρα για να έχουμε κάποια περιθώρια να βγούμε από την κρίση.
Έτσι, με λύπη μου διαπιστώνω ότι είναι σχεδόν απούσα η ΚΑΠ τον τελευταίο καιρό, από τις δηλώσεις, τις βλέψεις και τους προγραμματισμούς των ευρωπαίων ηγετών. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Jose Manuel Barroso, σε καμία στιγμή, δεν επικαλέστηκε μπροστά στο ευρωκοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια της ανανέωσης της αποστολής του, την ΚΑΠ. Την ξέχασε; Ή ήταν πολιτική επιλογή του προέδρου αυτού; Αντίθετα, η ανεργία, η ελληνική κρίση, ο οικονομικός κανονισμός, η κλιματολογική αλλαγή είναι πιο σημαντικά για τον ευρωπαίο αξιωματούχο απ ότι ο γεωργικός τομέας για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τα σημεία που αποδέχονται και νομιμοποιούν οι πολίτες της Ένωσης;
Βέβαια, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που συγκεντρώθηκαν γύρω από το νέο Πρόεδρο του Συμβουλίου κ. Herman Van Rompuy ανεπίσημα, στις 11 Φεβρουαρίου, μάλλον τοποθετούν το θέμα στη μέσα μεριά του ευρωπαϊκού προγράμματος των επόμενων ετών. Δίχως άλλο η γεωργία εμφανίζεται εφεξής ως ένα «κεκτημένο» που υπερασπίζουν όλοι, αλλά κανείς πλέον δε μιλά. Η παγκόσμια τροφική κατάσταση φαντάζει ακόμη πιο μακρινή . Η ποιότητα των τροφίμων είναι μια σημαντική έγνοια, αλλά έχει πάρει την εγγύηση κατά ένα μεγάλο μέρος από την αύξηση του επιπέδου ζωής. Δεν είναι ο πρόσφατος απολογισμός της δημόσιας υγείας ενοχλητικός για τους ίδιους υπουργούς, που είχε αποδώσει μια ισχυρή ευθύνη στην ευρωπαϊκή γεωργία και τη συνακόλουθη εφαρμογή της πολιτικής της.
Έτσι απομένει ο νέος επίτροπος για τη γεωργία, Ρουμάνος κ. Dacian Ciolos ο οποίος πρέπει να ξαναβρεί τον πολιτικό λόγο για τη γεωργία και να τον επιβάλει στους ευρωπαίους ως έννοια και ως διαδικασία. Αν δεν το κάνει ούτε αυτός, τότε το θέμα παραμένει σοβαρό και θα περάσει πλέον στα χέρια της λεγόμενης κοινωνικής αγροτικής αναταραχής.
Δεν είναι τυχαία όσα επισυμβαίνουν στην Ελλάδα με τα μπλόκα. Σήμερα το πρόβλημα τείνει να αντιμετωπιστεί με ειρηνικό τρόπο στην Ελλάδα, εξαιτίας του ότι οι αγρότες συναισθάνονται τις ευθύνες τους σε περίοδο έντονου προβληματισμού για το μέλλον της χώρας, έστω και αν δεν φταίνε εκείνοι.
Η ευθύνη των πολιτικών ηγετών πρέπει να εκφραστεί με τη στάση τους έναντι του αγροτικού προβλήματος. Περιττό να τονίσουμε ότι οι υπουργοί γεωργίας των χωρών του νότου είναι εξορισμού υπέρ της συνέχισης και της ενδυνάμωσης της ΚΑΠ, κάτω και από τις νέες διαγραφόμενες συνθήκες. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να εκφραστούν και υπέρ της μη επανεθνικοποίησης της ΚΑΠ, διότι οι προϋπολογισμοί των χωρών του νότου της ΕΕ, αλλά και πολλών άλλων χωρών δεν αντέχουν να αντιμετωπίσουν σωστά το θέμα. Και βέβαια, ισχυρότερα κράτη θα χορηγούν περισσότερα στους δικούς τους αγρότες, αλλά μια τέτοια θέση στρεβλώνει πλήρως το κοινοτικό κεκτημένο. Δεν θα αργήσουμε να επανέλθουμε.