Aπ’ τα Χανιά ξεκίνησα, μαζί με τον Ηλία,
το τρύγημα και πάτημα είχαμ’ απασχολία.
Τ’ άλλ’ αδερφού Γεράσιμου το σερνικό κοπέλι,
βοήθεια περίμενε από νωρίς στ’ αμπέλι.
Παρασκευή απόγεμα και το πρωί Σαββάτο,
τρυγοπατούσ’ η φαμελιά εις το χωριό το Βλάτο.
Τ’ αμπέλι ετρυγήσαμε στην κάτω Ξερολίμνη,
από του ξάδερφου τα ζα ό,τι ’χε απομείνει.
Τέσσερις οι τρυγήτριες και τρεις οι τρυγητάδες,
ο τρίτος του κουβαλητή ασκούσε τσοι μπελάδες.
Και δυο βλαστάρι’ ανάμεσα σκαρνεύονται στ’ αμπέλια,
εγγόνια του Γεράσιμου, Δημήτρη τα κοπέλια.
Κι άλλη παρέα έφθασε για τρύγημα Σαββάτο
και φεύγοντας νταμώσαμε ξάδερφο ντελικάτο.
Για Ντεγιανάκη σας μιλώ, Μιχάλη την παρέα,
που τρυγοπάτουναν κι αυτοί και πέρασαν ωραία.
Ύστερα εις τη γειτονιά που λένε Κουτσουνάρα,
την τελετή συνέχισε Μαλαξιανών η φάρα.
Με μηχανάκι έγινε κι όχι στο πατητήρι,
το στύψιμο των σταφυλιών γι’ εξέλιξης χατίρι.
Τώρα το ποδοπάτημα είναι ξεπερασμένο,
μα ’γω παραδοσιακός πάντα θα παραμένω.
Το βράδυ το γλεντήσαμε με μάσες και με κράσο,
όσ’ είχαμε συμμετοχή κανείς δεν πήγε πάσο.
Μια μαντινάδα που ’χα πει παλιά στον Κακατσάκη
και γράφτηκε στα “πεταχτά” θυμήθηκα βραδάκι.
Άμα θα ’ρθει η ώρα ντου το καφαλτί στ’ αμπέλι
και γέρος να ’ν’ ο τρυγητής γίνεται σκιάς κοπέλι.
Μακάρι’ υγεία να ’χουμε πολλά ακόμη χρόνια
και να τρυγούμ’ όλοι μαζί, μα να ’ρχονται κι εγγόνια.
Από μικρά να μάθουνε πώς βγαίνει το κρασάκι,
που είναι απαραίτητο σε κρητικού κονάκι.