Σε ηλικίες 19, 20, 21 ετών βρέθηκαν τον Ιούλιο του 1974 στη Κύπρο και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τον “Αττίλα”. Με λιγοστά μέσα, απέναντι σε ένα πάνοπλο εχθρό που χάρις στο πραξικόπημα της χούντας σε βάρος του Μακαρίου είχε βρει την αφορμή που ζητούσε, δίχως ουσιαστική στήριξη, έζησαν εφιαλτικές στιγμές που παραμένουν χαραγμένες στο μυαλό και στην καρδιά τους.
Σαράντα έξι χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα ανοίγουμε συζήτηση με Χανιώτες μέλη του Παγκρήτιου Συνδέσμου Πολεμιστών Κύπρου 1974.
Ξεχωριστή η περίπτωση του Γιάννη Νταντινάκη που είχε βρεθεί στον Κύπρο το Πάσχα του 1974 ως λοχίας στην 173 μοίρα αντιαρματικού πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς. Η πυροβολαρχία του ήταν στην περιοχή της Αμμοχώστου με διοικητή τον επίσης Χανιώτη συνταγματάρχη πυροβολικού Μανώλη Χατζηδάκη που σκοτώθηκε στις 22 Ιουλίου από βομβαρδισμό της Τουρκικής αεροπορίας.
«Την παραμονή της εισβολής ο διοικητής μας, ο Μανώλης Χατζηδάκης μας έβγαλε όλους από το στρατόπεδο – βόρεια της Αμμοχώστου – και μας έστειλε στους χώρους επάνδρωσης. Με το που γίνεται η εισβολή, οι Τουρκοκύπριοι της Αμμοχώστου έβαλαν εναντίων μας από πολυκατοικίες, σπίτια, από ορύγματα που είχαν κάνει. Εμάς η αποστολή μας ήταν να εκκαθαρίσουμε τους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Με πρωτοβουλία του Χατζηδάκη και με “πυρ και κίνηση” τρέψαμε σε φυγή τους Τουρκοκύπριους που έφυγαν από τις θέσεις τους στις συνοικίες γύρω από την Αμμόχωστο και οχυρώθηκαν στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου. Εκεί συνεχίσαμε και τους βάλαμε και δύο φορές ζήτησαν παράδοση με λευκές σημαίες προκειμένου να κερδίσουν χρόνο μέχρι να γίνει η πρώτη εκεχειρία» θυμάται ο κ. Νταντινάκης.
Ο παλιός πολεμιστής θυμάται έντονα το περιστατικό χαμού του διοικητή της Μοίρας.
«Ο διοικητής πήγαινε στον χώρο της Β’ Πυροβολαρχίας στο δρόμο προς την Καρπασία. Είδαμε το τούρκικο αεροσκάφος να κάνει βύθιση και να αφήνει τις βόμβες του, που ήταν “ναπάλμ”. Ο διοικητής είχε βάλει το τζιπ του στο υπόγειο μιας οικοδομής όμως η βόμβα έπεσε καταμεσής του σπιτιού και σκότωσε τον ίδιο, ένα ανθυπολοχαγό Κύπριο, τον Ελληνα ανθυπασπιστή και τραυμάτισε τον οδηγό του τζιπ. Απανθρακώθηκαν και τον διοικητή τον αναγνωρίσαμε μόνο από την “πουλάδα” που είχε στη στολή του γιατί είχε υπηρετήσει και στην αεροπορία στρατού. Ήταν ένας άξιος αξιωματικός που όλοι όσοι ήμασταν μαζί του ήμασταν περήφανοι».
«ΜΗ ΦΟΒΟΥ…»
Στο δεύτερο “Αττίλα”, στην δεύτερη επίθεση στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι επιχειρούν να κυκλώσουν την Αμμόχωστο και η Μοίρα οπισθοχωρεί κάτω από δύσκολες συνθήκες. Δεν το κατάφεραν όμως πολλοί στρατιώτες της που αιχμαλωτίσθηκαν από τους Τούρκους και η τύχη τους… αγνοείται.
«Τι να πούμε ότι κάποιοι δικοί μας ζήτησαν καταφύγιο στην Αγγλική βάση της Δεκέλειας και οι Αγγλοι δεν τους δέχθηκαν και τους συνέλαβαν οι Τούρκοι; Ή ότι καταρρίφθηκε τουρκικό αεροπλάνο και όπως μάθαμε ο πιλότος ήταν Αγγλος; » αναφέρει ο κ. Νταντινάκης που συνομίλησε με την οικογένεια 50 ημέρες μετά την εισβολή! «Οι δικοί μου είχαν κάνει και το μνημόσυνο μου. Οι συχωρεμένοι γονείς μου είχαν πάει να δουν έναν Αγιορείτη μοναχό που είχε έλθει στα μέρη μας και τους είπε “παιδίον εις Κύπρον έχετε, μη φοβού ο θεός το έχει καλά”. Πέρασαν πενήντα ημέρες για να καταφέρω να τους τηλεφωνήσω και να τους πω ότι είμαι ζωντανός»!
Η ΣΕΙΡΑ 107
Μια μέρα πριν την εισβολή φτάνει στην Κύπρο η 107 σειρά της ΕΛΔΥΚ προκειμένου να αντικαταστήσει την 103 σειρά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αλέκος Μιχαηλίδης. «Έφυγα από ένα τάγμα στη Δράμα και τη μέρα που αναχωρούσαμε ο διοικητής μας χαιρέτησε έναν-έναν και έκλαιγε. Τότε δεν είχα καταλάβει το γιατί, μετά μπήκα σε σκέψεις. Φτάσαμε στην Κύπρο 19 Ιουλίου το πρωί με το αρματαγωγό “Λέσβος”. Ενώ έπρεπε από την Ελλάδα να φτάσουμε σε 3 μέρες, φτάσαμε σε 6 γιατί μας καθυστέρησαν λόγω του πραξικοπήματος που είχε γίνει σε βάρος του Μακαρίου. Ταλαιπωρημένοι φτάνουμε στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στη Λευκωσία. Οι περισσότεροι λόχοι είχαν βγει στη διασπορά, εκτός στρατοπέδου γιατί κάτι περίμεναν ότι θα γίνει. Ξημερώνοντας η μέρα της εισβολής, ενώ είχαμε πάει να πάρουμε το πρωινό ρόφημα ακούμε τον ήχο του αεροπλάνου και το “μπαμ” της βόμβας. Παγώσαμε, νιώσαμε ταραχή για λίγο γιατί μετά δεν… καταλαβαίναμε τίποτα. Ταχθήκαμε σε ένα σημείο με ευκαλύπτους και με πολυβόλα ρίχναμε προς τα αεροπλάνα. Το βράδυ πήγαμε στη “Σχολή Γρηγορίου” στο κολλέγιο όπως το λέμαγε όπου φτιάξαμε οχυρωματικά έργα. Τη επόμενη ημέρα πήγαμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας όπου σκάψαμε χαρακώματα επίσης. Προσωπικά δεν μπορώ να ξεχάσω τη βόμβα “ναπάλμ” που είχε πέσει κοντά στις θέσεις μας από κάποιο τούρκικο αεροπλάνο και είδα τους συμπολεμιστές μας να καίγονται…» θυμάται ο Α. Μιχαηλίδης.
ΟΙ ΟΛΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΔΥΚ
Ολμιστής η ειδικότητα του Σήφη Καπασάκη. Θυμάται πως βρέθηκε στην Κύπρο. «Ήμουν στα Θερμά Σερρών στο 563 Τάγμα και έρχεται ένας ταγματάρχης, ξεχωρίζει κάποιους από εμάς και μας ρωτάει: «Θέλει κανείς να μην πάει Κύπρο;». Τι να πούμε και εμείς, μπορούσες να πεις όχι μέσα στη χούντα; Θα έφευγες για το πειθαρχείο. Από την άλλη όσοι πήγαιναν στην Κύπρο έπαιρναν 24 λίρες, περίπου 1800 δρχ. ένα μηνιάτικο πολύ καλό για την εποχή εκείνη» μας λέει.
Φτάνοντας στην Κύπρο στις 19 Ιουλίου θυμάται την αποβίβαση στην Αμμόχωστο και τη μεταφορά προς το στρατόπεδο της ΕΛΚΥΚ. «Είχαν βγει στους δρόμους οι “Γριβικοί” της ΕΟΚΑ Β΄ και μας έκαναν το σήμα της νίκης. Εμείς ξέραμε ότι είχε γίνει πραξικόπημα αλλά ήμασταν σαν χαμένοι. Φτάνουμε στο στρατόπεδο μάς μοιράζουν σε λόχους, εμένα με έβαλαν στο Λόχο Βαρέων Οπλων (ΛΒΟ). Γύρω στις 5 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου μας μαζεύει ο λοχαγός μας καλή του ώρα -Δημήτρης Κυρίτσης- ένας άνδρας που δεν φοβήθηκε ποτέ του όπως και ο διμοιρίτης μας ο Στέφανος Πίος. Μας λένε λοιπόν “μάγκες κατά 70% περιμένουμε επίθεση το πρωί”. Εμείς “Παγώσαμε”! Ημασταν λίγες ώρες στο νησί, δεν ξέραμε τη μορφολογία της περιοχής, δεν ξέραμε καν το στρατόπεδο και βρεθήκαμε να βγάζουμε κιβώτια με πυρομαχικά όλη τη νύχτα και να περιμένουμε επίθεση! Δεν κοιμηθήκαμε ούτε 2 ώρες, όταν ένας συντοπίτης μας ο Γιάννης Καντανολέων μας ενημερώνει ότι οι Τούρκοι βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο. Δεν προλαβαίνει να το πει και τα τουρκικά αεροπλάνα αρχίσουν να βομβαρδίζουν το στρατόπεδό μας. Πέφτουν βόμβες στο κτήριο του διοικητηρίου και το κτήριο του ΛΒΟ! Πνιγήκαμε στον καπνό, στη σκόνη, στα τούβλα και στις πέτρες. Ξεκινήσαμε να ρίχνουμε με τους όλμους και εμείς αρχικά στο στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ που ήταν δίπλα μας και έπειτα προς το χωριό Κιόνελι όπου υπήρχε θύλακας των Τούρκων. Εκεί την επομένη πραγματοποιήθηκε η μεγάλη επίθεση της ΕΛΔΥΚ την οποία υποστηρίξαμε εμείς με τους όλμους. Ο σχεδιασμός ήταν η ΕΛΔΥΚ να επιτεθεί κατά μέτωπο και ανατολικά και δυτικά δύο τάγματα της εθνικής φρουράς. Η εθνική φρουρά δεν επιτέθηκε ποτέ, η δική μας επίθεση μας έφτασε κοντά στα σπίτια του Κιόνελι. Πριν ξημερώσει υποχωρήσαμε γιατί αν μέναμε στον κάμπο του Κιόνελι η αεροπορία δεν θα άφηνε κανένα μας ζωντανό…». Ο κ. Καπασάκης θυμάται και την ημέρα που μαζί με τον υπόλοιπο Λόχο Βαρέων Οπλων της ΕΛΔΥΚ κλήθηκε να κινηθεί προς Λάπηθο ή Καραβά, τα σημεία αποβίβαση των Τούρκων προκειμένου να βάλει εναντίων τους. «Η διαταγή να κατευθυνθούμε προς τα εκεί ακυρώθηκε. Ακόμα και τώρα πιστεύω ότι αν πηγαίναμε εκεί με τους όλμους, τα αντιαρματικά, τα πολυβόλα μας θα κάναμε μεγάλη ζημιά στους Τούρκους, δεν θα περνούσαν καλά…» λέει.
Λίγες ημέρες μετά ακολουθεί η δεύτερη επίθεση των Τούρκων. «Κάποια στιγμή ρίχναμε ακατάπαυστα για πάνω από μια ώρα, είχαμε καλούς παρατηρητές που μας έδιναν άριστες πληροφορίες για τις θέσεις των Τούρκων και εκείνη την ημέρα του λιανίσαμε. Την εποχή εκείνη η ΕΛΔΥΚ ήταν ίσως η καλύτερα εκπαιδευμένη μονάδα της Ελλάδας και στην ΕΛΔΥΚ» καταλήγει ο κ. Καπασάκης.
«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ…»
Απλός τυφεκιοφόρος και ο Περβολιανός Γιάννης Κοντουδάκης έφτασε και αυτός στην Κύπρο στις 19 Ιουλίου. «Ημασταν ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι γιατί πλησιάζοντας την Κύπρο ακούγεται από τα μεγάφωνα ότι επιστρέφουμε στην Ελλάδα λόγω μηχανικής βλάβης. Πλησιάζοντας στη συνέχεια στη Ρόδο και ενώ βλέπαμε τα φώτα της, ακούγεται πάλι ανακοίνωση από τα μεγάφωνα “επιστρέφουμε προς Κύπρο”. Μόλις φτάσαμε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ είχαμε μείνει άφωνοι με την κινητοποίηση που υπήρχε. Εμένα με βάζουν σε ένα λόχο που θα πήγαινε στη Σαλαμίνα κοντά στην Αμμόχωστο για θερινή διαβίωση. Νωρίς το πρωί ακούμε φωνές “σηκωθείτε πάνω όλοι”, “δεχόμαστε επίθεση”. Εγώ δεν το πήρα σοβαρά, θεώρησα ότι πρόκειται για τα συνηθισμένα καψόνια που γίνονταν τότε, μέχρι που άκουσα τις πρώτες ριπές από τα αεροπλάνα! Τρέξαμε στην παραλία όπου ανοίξαμε ορύγματα στην άμμο. Μείναμε σε αυτή τη θέση μέχρις ότου απομακρυνθούν από ένα ξενοδοχείο της περιοχής οι γυναίκες και τα παιδιά των αξιωματικών. Γίνεται η κατάπαυση πυρός και επιστρέψαμε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και εκεί μείναμε μέχρι τις 10-11 Αυγούστου όταν και πήραμε διαταγή να πάμε στο αεροδρόμιο εκεί μείναμε ως το δεύτερο “Αττίλα”. Ημασταν σε ένα λόφο, από τη μεριά της Μακεδονίτισσας. Σε κάποια στιγμή δύο τζιπ του ΟΗΕ έρχονται από τη μεριά των Τούρκων περνάνε από μπροστά μας -μας είδαν- γύρισαν προς τους Τούρκους και μετά από 10 λεπτά δεχθήκαμε 6-7 όλμους! Σίγουρα τους είχαν ενημερώσει για τις θέσεις, ήταν πολύ βρώμικος ο ρόλος των ΟΗΕδων. Την επόμενη πάμε στο χωριό Μάμμαρι φορτωμένοι με πυρομαχικά ανοίγουμε χαρακώματα και περιμέναμε την επίθεση που καθυστερούσε. Ξαφνικά βλέπουμε αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τον Πενταδάκτυλο προς της μεριά ενός χωριού της Σκυλούρας. Πετάγεται ένας επιλοχίας δικός μας και λέει “παιδιά είναι δικά μας τα αεροπλάνα ρίχνουν στους Τούρκους”, σηκωθήκαμε και εμείς και αρχίσαμε να πανηγυρίζουμε. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως δεν ήταν δικά μας γιατί επιτίθενται στη συνέχεια στις θέσεις μας με ριπές πολυβόλων και “ναπάλμ”» διηγείται ο κ. Κοντουδάκης.
Μια αίσθηση πίκρας…
Για τους περισσότερους παλαιούς πολεμιστές έχει μείνει μια ισχυρή αίσθηση πίκρας από την εποχή εκείνη. «Θα μπορούσαμε να κάναμε κάτι καλύτερο; Πιστεύω ναι αλλά προσωπικά αισθάνομαι προδομένος» λέει ο Σήφης Καπασάκης και συνεχίζει: «Η ΕΛΔΥΚ είχε 47 νεκρούς και 58 αγνοούμενους. Από τους τελευταίους δεν πιστεύω ότι έζησε κανείς. Τους εκτέλεσαν οι Τούρκοι, τι έκανε για αυτό ο ΟΗΕ; Στην οπισθοχώρηση πήγαμε προς το στρατόπεδο του ΟΗΕ και οι Καναδοί δεν μας άφησαν να μπούμε. Τον ΟΗΕ τον διοικεί η γνωστή ισχυρή δύναμη και ό,τι θέλει κάνει αυτή». Τον ρωτάμε για τις συνθήκες των μαχών. «Κούραση δεν υπάρχει, λες πρέπει να κρατήσω! Σε θερμοκρασίες 40 βαθμούς με τους Τούρκους να έχουν άρματα, αεροπορία πλήρη υπεροχή και εμείς με τα λιανοτούφεκα και κάτι παλιά αντιαρματικά».
«Προσωπικά πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορούσε να κάνει περισσότερα. Ο Καραμανλής είχε πει ότι πέφτει μακριά η Κύπρος. Χωρίς αεροπορία, τεθωρακισμένα ο αγώνας μας ήταν άνισος και ήταν προδομένος. Οι Τούρκοι στον πρώτο “Αττίλα” είχαν καταλάβει ένα ελάχιστο ποσοστό και στην εκεχειρία καταλάμβαναν συνέχεια θέσεις, προχωρούσαν συνεχώς και οι διαταγές σε εμάς ήταν μην ρίχνετε, μην ρίχνετε…» είναι τα λόγια του κ. Νταντινάκη.«ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΑ ΚΑΙ ΕΧΑΣΑ»
«Από την εποχή εκείνη κρατάω στις μνήμες του φίλους που έχασα, που σκοτώθηκαν στη μάχη αλλά και αυτούς που κέρδισα. Ζήσαμε απίστευτα έντονες στιγμές που μας σημάδεψαν και πολλοί αντιμετώπισαν και ακόμα αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα. Μας έχει μείνει μια πίκρα γιατί εμείς δεν είχαμε καμία βοήθεια και οι Τούρκοι είχαν τα πάντα. Και τι να πούμε για τις μεγάλες δυνάμεις και τον ρόλο τους» τονίζει ο Αλέκος Μιχαηλίδης. Από τη μεριά του ο Γιάννης Κοντουδάκης πιστεύει πως «αν δεν υπήρχαν ΟΗΕ, Αμερικάνοι, Αγγλοι και ήμασταν μόνοι τους Τούρκους θα την κερδίζαμε την μάχη. Δεν επιτρέπεται 20 ημέρες μετά τον πρώτο “Αττίλα” να κατεβάζουν αυτοί συνέχεια στρατό, άρματα και πυροβολα και εμείς τίποτα! Ένα Τούρκος που ήλθε για δύο χρονιές στα μέρη μας και ο πατέρας του ήταν λοχαγός στο Κιόνελι στην επίθεση που έκανε τότε η ΕΛΚΥΚ μου έλεγε ότι ο πατέρας του και οι άλλοι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν αν συνέχιζε και άλλο η επίθεση της ΕΛΔΥΚ».
Οι παλαιοί πολεμιστές με τους οποίους συνομιλήσαμε έμειναν μέχρι και το Πάσχα του 1975 την Κύπρο σε κατάσταση πλήρους επιφυλακής. Πέρα από το ότι μπορούν να πηγαίνουν στα στρατιωτικά νοσοκομεία για υπηρεσίες υγείας δεν είχαν κανένα προσωπικό όφελος, ενώ μόλις προ 15ετίας αναγνωρίσθηκε η παρουσία τους στην Κύπρο. Οι ίδιοι δηλώνουν υπερήφανοι για τον αγώνα, την προσπάθεια και τους συναδέλφους τους που χάθηκαν στο πεδίο της μάχης.
Το 6ο Δ.Σ. Χανίων
Τις διηγήσεις των παλαιών πολεμιστών κατέγραψαν και οι μαθητές της Ε’ τάξης του 6ου Δ.Σ. Χανίων στη Ν. Χώρα με την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού και σκηνοθέτη Κ. Νταντινάκη. Τα παιδιά ετοιμάζουν ένα μικρό ντοκιμαντέρ στα πλαίσια διαγωνισμού. Μια αξιέπαινη πρωτοβουλία που συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.