Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

47 χρόνια από την τουρκική εισβολή

» Το Κυπριακό ζήτημα και πώς άνοιξε ο δρόμος για την εισβολή…

Σαν σήμερα (Τρίτη), στις 20 Ιούλη του 1974, τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Κύπρο ανοίγοντας μια νέα σελίδα στο δράμα του κυπριακού λαού, με το 38% του νησιού να παραμένει υπό στρατιωτική κατοχή έως τις μέρες μας. Είχε προηγηθεί πραξικόπημα στην Κύπρο για την ανατροπή του Μακαρίου.

Τα γεγονότα του 1974 ήταν ο πιο δραματικός και αιματηρός κρίκος στην αλυσίδα της μόνιμης ιμπεριαλιστικής επιβουλής των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας, του επεκτατισμού της τουρκικής άρχουσας τάξης, καθώς και των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων.
Κανένας από τους υπεύθυνους της τραγωδίας δεν δικάστηκε, ευθύνες δεν αποδόθηκαν ποτέ. Έμεινε να αιωρείται ένα γενικό ανάθεμα στη δικτατορία, στη χούντα του Ιωαννίδη ιδιαίτερα, στους πραξικοπηματίες αξιωματικούς σε Κύπρο και Ελλάδα.
Έκτοτε κατά καιρούς καλλιεργούνται διάφορες προσδοκίες για δίκαιη και βιώσιμη λύση από την κυπριακή και από την ελληνική κυβέρνηση, προσδοκίες που δεν πηγάζουν από πραγματικά στοιχεία.
Η προβαλλόμενη στις μέρες μας βασική θέση για δύο συνιστώντα κράτη κινείται στην κατεύθυνση συνομοσπονδίας, διχοτομικής λύσης…
Για τις αιτίες που οδήγησαν στη κυπριακή τραγωδία, στον αστικό πολιτικό κόσμο επικρατεί γενική σιωπή. Μία σε βάθος εξέταση θα αποδείκνυε ότι ολόκληρη η ιστορία του Κυπριακού ζητήματος εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν είναι τίποτα άλλο από τις επιδιώξεις των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και του ΝΑΤΟ να εντάξουν το νησί στα γενικότερα γεωστρατηγικά τους σχέδια στη Μεσόγειο, στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, σε αυτές τις μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας περιοχές και στους υδρογονάνθρακες. Σ’ αυτήν την υπόθεση ενεργό αρνητικό ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν οι αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας και οι αστικές κυβερνήσεις, είτε κοινοβουλευτικές είτε ανοιχτά δικτατορικές. Αυτές οι επιδιώξεις αφορούν τόσο τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της τουρκικής εισβολής και κατοχής του 38% της Κύπρου όσο και τις πιο πρόσφατες, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Σχέδιο Ανάν, που απέρριψε ο κυπριακός λαός, αλλά και τις συζητήσεις των τελευταίων χρόνων.

Ορισμένα ιστορικά δεδομένα

Το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε αντάλλαγμα για τη βρετανική υποστήριξη στον πόλεμο κατά της Ρωσίας, παραχώρησε έναντι ενοικίου την Κύπρο στη Μ. Βρετανία.
Το 1914 η Βρετανία εκμεταλλεύτηκε την είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και προσάρτησε την Κύπρο, ακυρώνοντας τη Συνθήκη του 1878.
Το 1915 η Μ. Βρετανία πρότεινε την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την είσοδό της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Το 1920, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Τουρκία, ως μία από τις ηττημένες χώρες του πολέμου, παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα και όλους τους τίτλους κυριότητας στην Κύπρο, γεγονός που επικυρώθηκε και από τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923). Η Κύπρος υπαγόταν πλέον στην κατοχή και διοίκηση της Μ. Βρετανίας.
Στις 21 Οκτώβρη 1931 έγιναν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Ηγετική δύναμη της εξέγερσης, με φορέα την Εθναρχία, ήταν η κυπριακή αστική τάξη, που ταυτόχρονα επιδιδόταν σε έναν αχαλίνωτο αντικομμουνισμό και σε ανηλεείς διώξεις των αγωνιζόμενων εργατών, που διεκδικούσαν αύξηση του μεροκάματου, οκτάωρο, καλύτερες συνθήκες δουλειάς κ.λπ. Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε ιδρυθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (1926), που πρωτοστατούσε σ’ αυτήν την εργατική και λαϊκή πάλη.
Η εξέγερση κατεστάλη βίαια. Εκατοντάδες άτομα φυλακίστηκαν, το ΚΚ Κύπρου κηρύχθηκε παράνομο, η ηγεσία του εξορίστηκε, απαγορεύτηκε η διδασκαλία της ελληνικής Ιστορίας κ.λπ. Ο τότε πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος έσπευσε να καταδικάσει τη λαϊκή εξέγερση («Έθνος», 23/10/1931).
Την αναζωπύρωση του Κυπριακού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η ελληνική αστική τάξη και τα κόμματά της την έβλεπαν αρνητικά και ως επικίνδυνη για τις συμμαχίες της. Η στρατηγική της στηριζόταν στη συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, που άλλωστε τη βοήθησαν να διατηρήσει την εξουσία της το Δεκέμβρη του 1944 και στη διάρκεια του ένοπλου ταξικού αγώνα 1946 – 1949.
Στις 15 Γενάρη 1950 έγινε δημοψήφισμα στην Κύπρο, με συντριπτικό αποτέλεσμα (95%) υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Στο δημοψήφισμα πήρε μέρος μόνο ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός, ενώ ψήφισαν και ελάχιστοι Τουρκοκύπριοι. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας αντιμετώπισε την εξέλιξη με χαρακτηριστικές για τη σχέση της με τον ξένο παράγοντα τοποθετήσεις:
— «Η Ελλάς σήμερον αναπνέει με δύο πνεύμονας, του μεν αγγλικού, του δε αμερικανικού, και δι’ αυτό δεν μπορεί λόγω του Κυπριακού να πάθη ασφυξίαν» (δήλωση Γ. Παπανδρέου – Γ. Κατσούλης, «Ιστορία του ΚΚΕ, τόμ. Ζ 1950-1968», σελ. 154, εκδ. «Α. Λιβάνης και Σία», Αθήνα, 1978).
— «Η κυβέρνησις εκφράζει την ελπίδα της ικανοποιήσεως του πανελληνίου πόθου εντός των πλαισίων της αγγλοελληνικής φιλίας, την οποία επιθυμεί αδιατάρακτον» (δήλωση Ν. Πλαστήρα – Γ. Ζωίδης/Τ. Αδάμος, «Η πάλη της Κύπρου για τη λευτεριά», σελ. 110- 111, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1960).
Τον Οκτώβρη του 1950 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος, που εξελίχθηκε σε ηγέτη και εθνάρχη των Ελληνοκυπρίων και σημάδεψε την Ιστορία της Κύπρου κατά τρόπο καθοριστικό για τα επόμενα 30 χρόνια.
Στις 25 Απρίλη 1952, με πρωτοβουλία του πραγματοποιήθηκε η Α’ Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση, η οποία ενέκρινε ψήφισμα που ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα. Ομως ο Μακάριος απέκλεισε από τη συνέλευση τόσο το ΑΚΕΛ όσο και τις μαζικές οργανώσεις που επηρέαζε.
«Η στάση του ήταν ταξικά συνεπής και βεβαίως χαρακτηριζόταν από αντιφάσεις παρόμοιες με αυτές που εμφανίζονταν σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα οποία ηγέτης ήταν η αστική τάξη» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β, 1949-1968, σελ. 307, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011).
Το 1954, με τη σύμφωνη γνώμη και τις πιέσεις του αρχιεπισκόπου Μακάριου, η ελληνική κυβέρνηση του Α. Παπάγου κατέθεσε την πρώτη προσφυγή για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Στα τέλη του 1954 οργανώθηκε από τον στρατηγό Γρίβα, με τη σύμφωνη γνώμη και του Μακάριου, η μυστική – ένοπλη Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), με έντονο αντικομμουνιστικό και εθνικιστικό χαρακτήρα.
Η «πρωτοβουλία» της ένοπλης δράσης ενάντια στη βρετανική κατοχή πέρασε σε αστικά, εθνικιστικά και αντικομμουνιστικά χέρια και αξιοποιήθηκε στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Στην ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ αντέδρασε αρχικά το ΚΚΕ, χαρακτηρίζοντάς την τυχοδιωκτική. Την ΕΟΚΑ κατήγγειλε και το ΑΚΕΛ, με αποτέλεσμα η ηγεσία της να επινοήσει την προβοκατόρικη κατηγορία της «προδοσίας» και της συνεργασίας του ΑΚΕΛ με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Το καλοκαίρι του 1955 εμφανίστηκε μια εθνικιστική τρομοκρατική τουρκοκυπριακή οργάνωση με το όνομα ΒΟΛΚΑΝ, που καλούσε σε αγώνα κατά των Ελληνοκυπρίων. Το αποτέλεσμα ήταν, αντί για ενότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατική αρχή, να έχουμε διάσπαση, με αιματηρά μάλιστα αποτελέσματα σε βάρος των πιο προοδευτικών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και ιδιαίτερα σε βάρος των κομμουνιστών και από τις δύο κοινότητες.
Στο τέλος του 1955 το ΑΚΕΛ τέθηκε από τις κατοχικές αρχές εκτός νόμου, έκλεισε η εφημερίδα του, δεκάδες στελέχη του συνελήφθησαν, απαγορεύτηκε η δράση μαζικών οργανώσεων που επηρέαζε. Το Μάρτη του 1956 ο Μακάριος συνελήφθη και στάλθηκε εξορία στις Σεϋχέλλες. Την ίδια περίοδο η Βρετανία ασκούσε μεγάλη τρομοκρατία, καταδίκασε και εκτέλεσε με απαγχονισμό Κύπριους αγωνιστές.

Η εμπλοκή των ΗΠΑ

Από το Μάρτη του 1957 επισημοποιείται και η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Σε αμερικανοβρετανικές συνομιλίες συμφωνήθηκε το Κυπριακό να αντιμετωπίζεται στο εξής στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επιδίωκαν να υπάρξει απευθείας συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, να πάψει δηλαδή το Κυπριακό να είναι διεθνές ζήτημα.
Το 1958 το ΝΑΤΟ συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί το βρετανικό Σχέδιο Μακμίλαν (Βρετανός πρωθυπουργός), το οποίο ουσιαστικά προωθούσε τη διχοτόμηση της Κύπρου αναγνωρίζοντας την Τουρκία ως ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις 5 Φλεβάρη 1959 άρχισαν στη Ζυρίχη συνομιλίες ανάμεσα στους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές. Στις 11 Φλεβάρη ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας για την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν στο Λονδίνο και μετά από τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Κατοχυρώθηκε στη Βρετανία το απεριόριστο δικαίωμα να διατηρεί πολεμικά αεροπλάνα που θα μπορούσαν να πετούν στον εναέριο χώρο της Κύπρου, καθώς και το δικαίωμα να θέτει τις βάσεις της στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Προέβλεπαν ως εγγυήτριες δυνάμεις τις Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, που θα είχαν στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Παραχωρούνταν δύο μεγάλες περιοχές της Κύπρου στη Μ. Βρετανία για τη μόνιμη εγκατάσταση βρετανικών – δηλαδή ΝΑΤΟικών – βάσεων. Καραμανλής και Μεντερές υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο συμφωνούσαν να υποστηρίξουν την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την εγκατάσταση σ’ αυτήν ΝΑΤΟικών βάσεων.
Συμφώνησαν ακόμα να πιέσουν τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Κύπρου να παραμείνει εκτός νόμου το ΑΚΕΛ. Το πρωτόκολλο αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 1979 – 1980.
Το ΚΚΕ, με ανακοίνωση της ΚΕ, κατάγγειλε τις συμφωνίες. Η πλειοψηφία της Εξεταστικής Επιτροπής για το Κυπριακό, που συγκροτήθηκε το 1986, τοποθετήθηκε με θετικό τρόπο γι’ αυτές.
Ο Μακάριος, αν και είχε υπογράψει τις συμφωνίες, στη συνέχεια κινήθηκε στη γραμμή της ανεξαρτησίας. Το Νοέμβρη του 1963 υπέβαλε στους Τουρκοκύπριους πρόταση για αλλαγή 13 άρθρων του Συντάγματος. Τις προτάσσεις απέρριψαν η Τουρκία και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων υπουργών από την κυβέρνηση.
Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του νησιού μετακινήθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπου σχηματίστηκαν αμιγείς θύλακες στους οποίους δεν επιτρέπονταν η είσοδος Ελληνοκυπρίων και η άσκηση ελέγχου από την κυπριακή κυβέρνηση. Η Μ. Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη και αξιοποιώντας τα παραπάνω γεγονότα, χάραξε στη Λευκωσία την «πράσινη γραμμή» που διαχώριζε τις δύο κοινότητες.

Η ΝΑΤΟποίηση του Κυπριακού

Οι επεμβάσεις των ΗΠΑ με τα δύο Σχέδια Ατσεσον προέβλεπαν την ένωση με την Ελλάδα, διατήρηση των βρετανικών βάσεων και δημιουργία τουρκικών. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν υποστήριξε την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Ο Γ. Παπανδρέου σε μνημόνιο προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, στις 15 Ιούνη 1964, σημείωνε: «Το δίλημμα είναι ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα; ΝΑΤΟποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της ένωσης με την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της ένωσης,
ολόκληρο το νησί, όντας τμήμα της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι ΝΑΤΟική βάση όπως η Κρήτη. Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά, όπως και στην Ελλάδα, που ελαττώθηκε στο 12%. Έτσι, η ασφάλεια της Τουρκίας και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής θα περιφρουρηθεί πλήρως…».
Η ΝΑΤΟποίηση του Κυπριακού είχε ήδη μπει στις ράγες. Στην Κύπρο εστάλη μια ενισχυμένη ελληνική μεραρχία για την αντιμετώπιση του κινδύνου επέμβασης της Τουρκίας, αλλά και την αποτροπή της λεγόμενης «κουβανοποίησης» της Κύπρου.
Οι κυριότερες δυνάμεις της μεραρχίας συγκεντρώθηκαν στη Λευκωσία, χωρίς ικανοποιητική διασπορά. Έτσι, μετά από χρόνια, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Κύπρου Γλαύκος Κληρίδης σημείωσε: «Όση λύπη πήρε ο Μακάριος όταν ήρθε η “Μεραρχία”, άλλη τόση χαρά πήρε όταν έφυγε» (εφημερίδα «Μάχη», 24/11/2013).
Στο σχετικό πόρισμα της κυπριακής Βουλής διατυπώνονται μια σειρά υπόνοιες για το σκοπό της αποστολής της μεραρχίας, με αναφορά στο «απόρρητο τηλεγράφημα (477)» το οποίο απέστειλε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Μπολ στις 22 Αυγούστου 1964 στον Ντιν Ατσεσον…
«Το αρχηγείο της CAS μάς ενημέρωσε ότι ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί η εντολή…» (πόρισμα της κυπριακής Βουλής – «Βουλή των Ελλήνων, Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσματα, τόμ. Α», σελ. 281, Αθήνα – Λευκωσία, 2018).
Αποκαλυπτική για την ίδια περίοδο είναι η έκθεση του Ι. Τσουδερού, βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, που ουσιαστικά το 1964 πρότεινε την ανατροπή του Μακάριου, μετά από ανάλυση που έκανε για την κατάσταση που επικρατεί στο νησί. Έγραφε: «…Για να επιβάλει η Ελλάς τη λύση με τουρκική βάση, οιασδήποτε μορφής, πρέπει να ανατρέψει προηγουμένως το σημερινό καθεστώς» («Βουλή των Ελλήνων, Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσματα, τόμ. Β», σελ. 342 – 350, Αθήνα – Λευκωσία, 2018).
Η τοποθέτηση αυτή υποδήλωνε σε ποιο σημείο όξυνσης είχαν φτάσει οι σχέσεις της αστικής τάξης της Ελλάδας και της κυπριακής αστικής τάξης.
Στις 9 και 10 Σεπτέμβρη 1967 πραγματοποιήθηκε στον Εβρο (Κεσάνη – Αλεξανδρούπολη) συνάντηση της ελληνικής χουντικής κυβέρνησης (Κόλλιας, Σπαντιδάκης, Παπαδόπουλος, Οικονόμου – Γκούρας) με την αντίστοιχη της Τουρκίας (Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, Ι. Τσαγλαγιαγκίλ κ.λπ.), με αντικείμενο το Κυπριακό. Ο Παπαδόπουλος έχει πει ότι υπήρχε προετοιμασία από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Ανέφερε συνάντηση Τούμπα – Τσαγλαγιαγκίλ το Δεκέμβρη του 1966, όπου «… η Τουρκία εφέρετο αποδεχόμενη την Ενωση με αντιπαροχή τη βάση της Δεκέλειας που θα παραχωρούσαν οι Αγγλοι». Ανέφερε ακόμα ότι το Συμβούλιο του Στέμματος στις 6 Φλεβάρη 1967 αποφάσισε να συνεχιστεί ο διάλογος και ότι στην Κεσάνη η Τουρκία υπαναχώρησε.
Ο Τσαγλαγιαγκίλ αποκάλυψε ότι ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Τούμπας είχε αναφέρει πως η Ελλάδα είχε τη δύναμη να επιβληθεί του Μακάριου σε περίπτωση άρνησής του. Στην Κεσάνη οι Τούρκοι αντιπρότειναν διχοτόμηση ή καντόνια και η συνάντηση απέτυχε. Όλα τα χρόνια πριν και μετά από την 21η Απρίλη 1967 – με κάποιες αυξομειώσεις – υπήρχε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου με σχέδια πραξικοπηματικής ανατροπής και απόπειρες κατά της ζωής του Μακάριου από τη χούντα.

Η ανατροπή του Μακάριου και η εισβολή

Η απόφαση για την ανατροπή του Μακάριου πάρθηκε ύστερα από μια σειρά συζητήσεις τον Απρίλη του 1974, σε σύσκεψη όπου συμμετείχαν οι Ιωαννίδης, Ανδρουτσόπουλος, Γκιζίκης, Μπονάνος (αρχηγός ΕΔ). Οι όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν κάμφθηκαν από τις διαβεβαιώσεις του Ιωαννίδη ότι έχει την έγκριση της CIA και ότι η Τουρκία δεν θα επέμβει.
Από πολλές μαρτυρίες στη σχετική Εξεταστική της ελληνικής Βουλής προκύπτει ότι ο Ιωαννίδης είχε τακτική επαφή με τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα. Τις διαβεβαιώσεις του Ιωαννίδη επιβεβαιώνει και ο Γκιζίκης, αλλά και αρκετοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Ευ. Αβέρωφ σε έκθεση προς τον Κ. Καραμανλή.
Ο ίδιος ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια, Χ. Τάσκα, στην κατάθεσή του στη Γερουσία αναφέρει ότι τα μέλη του σταθμού της CIA είχαν προσβάσεις προς τον Ιωαννίδη.
Είναι φανερό ότι η χούντα θεωρούσε τον Μακάριο επικίνδυνο και εθνικά απαράδεκτο, γιατί δεν έπαιρνε μέτρα κατά των κομμουνιστών, προμηθευόταν όπλα από σοσιαλιστικές χώρες (Τσεχοσλοβακία), διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση. Παρόμοιες βέβαια απόψεις είχαν και οι προδικτατορικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ήθελαν την Κύπρο ΝΑΤΟικό προγεφύρωμα σε βάρος των λαών της περιοχής.
Τους μήνες πριν από το πραξικόπημα υπήρξε όξυνση της κρίσης ανάμεσα στη Λευκωσία και την Αθήνα.
Στις 2 Ιούλη ο Μακάριος έστειλε επιστολή στον Γκιζίκη στην οποία κατήγγειλε την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και ανακοίνωσε μέτρα για τη μείωση της Εθνικής Φρουράς.
Την απόφαση για το πραξικόπημα εκτός από την ηγεσία της χούντας την ήξερε και ο Αβέρωφ, τον οποίο είχε ενημερώσει ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τάσκα (του έδειξε μάλιστα το τηλεγράφημα του Κίσινγκερ). Ο Αβέρωφ δεν ενημέρωσε τον Μακάριο γι’ αυτό το τηλεγράφημα, γιατί, όπως κατέθεσε στην Εξεταστική, αυτό ήταν απόρρητο έγγραφο των ΗΠΑ.
Το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιούλη 1974, με καταστροφικές συνέπειες για την Κύπρο.
Η μαχητικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της Κύπρου εκμηδενίστηκε, ενώ πολλοί αξιωματικοί αφοπλίστηκαν γιατί θεωρούνταν μακαριακοί.
Για την επιτυχία του πραξικοπήματος χρησιμοποιήθηκαν και μετακινήθηκαν σημαντικές δυνάμεις από κρίσιμα για την άμυνα του νησιού σημεία (Πενταδάκτυλος, Κυρήνεια κ.λπ.).
Σημαντικές δυνάμεις διατέθηκαν για να κυνηγήσουν τον Μακάριο, που είχε διαφύγει στην Πάφο.
Οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, κυρίως στην Κυρήνεια και στην Αμμόχωστο, που ήταν οι πιθανοί χώροι για αποβατική ενέργεια, ήταν ουσιαστικά διαλυμένες από το πραξικόπημα.
Ενώ, από την άλλη, έρχονταν σοβαρές και αξιόπιστες πληροφορίες για προετοιμασία των Τούρκων και επικείμενη εισβολή, ο Ιωαννίδης και γενικότερα η ηγεσία της χούντας φαίνεται ότι υποτιμούσαν όλες αυτές τις πληροφορίες και καθησύχαζαν όσους ανησυχούσαν.
Ακόμη και όταν τη νύχτα 19ης προς 20ή Ιούλη ο τουρκικός στόλος πλησίαζε στις ακτές της Κυρήνειας, το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων συνιστούσε στην Εθνική Φρουρά
«αυτοσυγκράτηση», λέγοντας ότι οι Τούρκοι εκτελούν ναυτική άσκηση κατόπιν άδειας του ΝΑΤΟ, ότι οι Τούρκοι «μπλοφάρουν».
Ενώ υπήρχαν σχέδια από παλιότερα για στρατιωτική βοήθεια στην Κύπρο σε περίπτωση εισβολής, με αεροπλάνα, πολεμικά πλοία, υποβρύχια κ.λπ., η βοήθεια που εστάλη ήταν ασήμαντη.
Μάλιστα, η χούντα υιοθέτησε τις πληροφορίες που διοχέτευαν η CIA και οι μυστικές υπηρεσίες της Μ. Βρετανίας, ότι δήθεν δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας συγκεντρώνονται στη Βουλγαρία και ετοιμάζονται για επίθεση εναντίον της Ελλάδας.
Φυσικά επρόκειτο για χαλκευμένες πληροφορίες, που αποτέλεσαν το πρόσχημα για την ηγεσία της χούντας να μη στείλει βοήθεια στην Κύπρο τις κρίσιμες πρώτες μέρες της εισβολής.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής ο απεσταλμένος του Κίσινγκερ υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σίσκο, έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να μη βοηθήσουν την άμυνα της Κύπρου. Τους ενδιέφερε να μην ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κάτι που θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Φαίνεται όμως ότι οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία διευκόλυναν και με πιο πρακτικούς τρόπους την Τουρκία κατά την απόβαση και κατάληψη του 38% της Κύπρου.
Είναι αποκαλυπτική η έκθεση του στρατηγού Σιαπκαρά («Βουλή των Ελλήνων, Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσματα, τόμ. Β», σελ. 368 – 371, Αθήνα – Λευκωσία, 2018), που έχει ήδη δημοσιευτεί στον δεύτερο τόμο του Φακέλου.
Σήμερα το Κυπριακό πρόβλημα, που διαχρονικά ήταν αναπόσπαστα δεμένο με τους σφοδρούς ανταγωνισμούς για τον έλεγχο της κρίσιμης γεωστρατηγικής θέσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, εισέρχεται σε μια πολύ κρίσιμη και επικίνδυνη φάση.
Η όξυνση της τουρκικής προκλητικότητας στην κυπριακή ΑΟΖ, οι αντιθέσεις για τον έλεγχο του ορυκτού πλούτου και των ενεργειακών δρόμων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ, που επιδιώκουν να επιβάλουν διχοτομικά σχέδια στην Κύπρο και να την προσδέσουν στο ΝΑΤΟικό άρμα.
Η Ιστορία όμως ούτε παραγράφεται ούτε παραχαράσσεται. Αυτοί που ευθύνονται για την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή δεν μπορούν να αποτελούν παράγοντες ασφάλειας και σταθερότητας. Όπως επίσης η καπιταλιστική εκμετάλλευση και οι ανταγωνισμοί για τον φυσικό πλούτο της Κύπρου δεν αποτελούν παράγοντες επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, αλλά περαιτέρω εμπλοκής του.
Στις παρούσες συνθήκες πρέπει να αντιστασσόμεθα σε “λύσεις” – ανοιχτής ή συγκαλυμμένης – διχοτόμησης, σταθερά αλληλέγγυοι στον αγώνα του κυπριακού λαού, ενάντια στην κατοχή και προβάλλει το δίκαιο αίτημα για μια Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, ένα και όχι δύο κράτη, με μία και μόνη κυριαρχία, μία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, ελεύθερη από ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες, με τον κυπριακό λαό πραγματικά κυρίαρχο στον τόπο του. Αυτός είναι ο δρόμος που απαντά στα σημερινά επείγοντα προβλήματα και δίνει προοπτική στην πάλη του κυπριακού λαού, όλων των λαών της περιοχής.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα