Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Γράφει ο δρ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ

Πριν πέσουν οι αλεξιπτωτιστές προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός του λιμανιού της Σούδας, όπου βρίσκονταν αρκετά, συμμαχικά, εμπορικά και πολεμικά πλοία. Ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές των Γερμανών πιλότων, που έρριψαν τις βόμβες τους. Ο Gerd Stamp γράφει «25 Απριλίου 1941. Οι εκρήξεις των τηλεβόλων μάς είχαν περιζώσει. Βρισκόμουνα κοντά στο σημείο καταδύσεως. Βούτηξα πάνω από ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο. Καθώς βουτούσα, είδα ένα άλλο αεροπλάνο να βουτάει αμέσως προς τα δεξιά μου και να πολυβολεί έναν στόχο που δεν έβλεπα. Εγώ βουτούσα πολύ ταχύτερα. Αφού άδειασα τις βόμβες μου, γύρισα γρήγορα προς την έξοδο του όρμου προσπαθώντας να ξεφύγω. Με χτυπούσαν από παντού και ένιωσα ανακούφιση όταν βγήκα από την ακτίνα βολής». Η λέξη «βουτούσα» που χρησιμοποιεί δείχνει τον τρόπο της επίθεσης. Τα αεροπλάνα, που χρησιμοποιήθηκαν για τους βομβαρδισμούς ήταν «καθέτου εφορμήσεως», δηλαδή από το μεγάλο ύψος που πετούσαν κατέβαιναν ακριβώς κάθετα και έριχναν τις βόμβες του πάνω στον στόχο. Ηταν τα λεγόμενα αεροπλάνα «στούκας». Η λέξη αυτή ήταν κοινή για την εποχή εκείνη μεταξύ των Κρητικών, για να δείχνει τόσο το απότομο «βούτηγμα», για κάθε περίπτωση, όσο και την τρομακτική αποτελεσματικότητα του βομβαρδισμού. Πραγματικά το λιμάνι της Σούδας ήταν για πολύ καιρό πνιγμένο στους καπνούς των πλοίων που καίγονταν. Από τα μισοκαμένα εμπορικά παίρναμε για πολύ καιρό, μετά την κατάληψη, το «βρωμόρυζο», μισοκαμένο δηλαδή ρύζι, που μοιραζόταν με δελτίο.
Τον βομβαρδισμό του λιμανιού της Σούδας ακολούθησαν τις επόμενες μέρες του Απριλίου σφοδροί βομβαρδισμοί των στρατιωτικών στόχων και κυρίως των περιοχών, στις οποίες επρόκειτο να γίνει ρίψη των αλεξιπτωτιστών αλλά και της πόλης των Χανίων. Τα Χανιά βομβαρδιζόταν επί δέκα μέρες συνεχώς, σ? όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο πληθυσμός κατέφυγε στα καταφύγια. Ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν οι γέφυρες, όπου υπήρχαν, τα ενετικά τείχη, τα λίγα πρόχειρα καταφύγια που είχαν γίνει στα υπόγεια των μεγάλων κτηρίων και λίγα πραγματικά καταφύγια, που είχαν ανεγερθεί με την έναρξη του πολέμου του 1940. Στα ενετικά τείχη ανοίχτηκαν στοές (αλεπότρυπες) με είσοδο και έξοδο σε αρκετά μέρη των τειχών της ανατολικής τάφρου. Κλείσθηκαν πριν λίγα χρόνια, αλλά ακόμα φαίνονται οι θέσεις όπου βρίσκονταν. Αλεπότρυπες, επίσης, ανοίχτηκαν και στα μαλακά πετρώματα της Αγίας Κυριακής στη Χαλέπα. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν οι τρύπες αυτές, που φιλοξένησαν τους κατοίκους της ανατολικής Χαλέπας. Η γέφυρα των Φακωθιανών, που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Βενιζέλου, με μήκος περίπου εκατό μέτρων, είχε διαμορφωθεί από ενωρίς για να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο. Είχαν δημιουργηθεί ξύλινο πάτωμα, και καθίσματα κατά μήκος και από τις δυο πλευρές. Ετσι ήταν δυνατό να φιλοξενηθούν εκατό και περισσότερα άτομα. Η άλλη γέφυρα του ρέματος του Αγίου Παντελεήμονα, που εκβάλλει στα Μπάνια, χρησιμοποιήθηκε, επίσης ως καταφύγιο. Με τις εγκαταστάσεις αυτές των τριών σημείων όλοι οι κάτοικοι της Χαλέπας, βρήκαμε καταφύγιο. Οι βομβαρδισμοί άρχισαν από τις 14 Μαΐου. Ενας Γερμανός Στρατηγός ο B. Ramcke γράφει: «Στις 14 Μαΐου το βαρύ μας πυροβολικό άρχισε να βομβαρδίζει την Κρήτη με τα αεραγήματά του. Βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως, καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά, της Αεροπορίας της ομάδας Pιχτόφεν μετέφεραν το θανατηφόρο φορτίο τους ακατάπαυστα πάνω από τη γαλάζια θάλασσα, θέσεις αντιαεροπορικών πυροβόλων, κανονιοστοιχίες υπεράσπισης ακτών, αποθήκες πυρομαχικών και πετρελαίου, εγκαταστάσεις παντός είδους γίνονται κομμάτια, μαζί με τους άνδρες τους». Ο Γερμανός ντρέπεται να ομολογήσει ότι μαζί με τους στρατιωτικούς στόχους βομβαρδιζόταν και ο άμαχος πληθυσμός, της ανοχύρωτης πόλης των Χανίων.
Κλεισμένοι όλη την ημέρα από στις 14 του Μάη συνεχώς. Ζούσαμε ώρες μαρτυρίου, με τις βόμβες να πέφτουν τριγύρω μας, τα αέρια και οι σκόνες να καλύπτουν τα πάντα και οι κρότοι των βομβών να μας προξενούν το πιο δυσάρεστο φοβερό συναίσθημα, αφού περιμέναμε κάθε στιγμή ότι μια βόμβα ήταν δυνατό να πέσει πάνω στο καταφύγιο – δε γνωρίζαμε πόσο θα άντεχε, ή μπροστά στην είσοδο, οπότε θα μας έπνιγαν τα αέρια. Ο πολυήμερος αυτό εγκλεισμός μας στον στενό χώρο του καταφυγίου ήταν φυσικό να μας δημιουργήσει προβλήματα, ιδίως φαγητού και τουαλέτας. Ευτυχώς, μόλις έπιανε το σκοτάδι σταματούσαν οι συχνοί βομβαρδισμοί και δειλά – δειλά οι πιο τολμηροί έβγαιναν έξω, για να προμηθευθούν νερό και τρόφιμα από τα σπίτια τους, γιατί τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Την ημέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών ήλθε ο αστυνομικός σταθμάρχης της Χαλέπας και μας πληροφόρησε για το γεγονός και μας είπε ότι γρήγορα θα εξολοθρευθούν οι εισβολείς. Την ίδια στιγμή ζητήθηκαν όπλα για την ενίσχυση των υπερασπιστών του νησιού, αλλά ο αστυνομικός σταθμάρχης είπε ότι δεν υπάρχουν όπλα για διανομή. Οι φήμες εξακολουθούσαν και οι πληροφορίες που έρχονταν ήταν ενθαρρυντικές, που απείχαν όμως πολύ από την πραγματικότητα. Το ραδιόφωνο του Λονδίνου μετέδιδε όλες τις μέρες πληροφορίες για τη μάχη και αυτές έδιναν την πραγματικότητα. Μέχρι την ημέρα της εισόδου των Γερμανών στα Χανιά, -οι βομβαρδισμοί της πόλης ήταν συνεχείς. Είχε ήδη συμπληρωθεί το δεκαήμερο της φρίκης και του φόβου. Είναι αδύνατο να περιγραφεί με σαφήνεια η κόλαση στην οποία είχε μεταβληθεί η πόλη μας. Κανείς δεν μπορεί να εκθέσει τις τραγικές στιγμές που ζήσαμε τότε. Τα σφυρίγματα των σειρήνων που έφεραν τα αεροπλάνα Οι εκκωφαντικοί βόμβοι των αεροπλάνων, που έρχονταν σε αλλεπάλληλα κύματα και μας βομβάρδιζαν, χαμηλά που πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Οι συνεχείς πολυβολισμοί, οι βομβαρδισμοί και το γκρέμισμα των σπιτιών. Οι γογγυσμοί των κτυπημένων και οι αλλόφρονες κραυγές των μανάδων, των παιδιών και των ηλικιωμένων, ανήμπορων να τρέχουν στα καταφύγια, οι φωνές εκείνων που ζητούσαν να μάθουν νέα για τους δικούς τους, τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους. Η συνεχής υπερένταση και η επί σειρά ημερών διαβίωση στο καταγώγιο – καταφύγιο, η αγρυπνία, η έλλειψη νερού και τροφίμων, η δυσοσμία των πτωμάτων, ο φόβος για την επόμενη στιγμή, όλα αυτά οδηγούσαν σε κρίσεις αλλοφροσύνης. Είναι δύσκολο να ξεχαστούν αυτά από όσους τα έζησαν και αδύνατο να γίνουν πιστευτά, στο μέγεθός τους, απ? όσους δεν τα έζησαν.
Όταν πια οι Γερμανοί, μετά τη μάχη του Γαλατά, προχωρούσαν προς την πόλη, πολλοί, επωφελούμενοι, του σκότους εγκαταλείψαμε τα καταφύγια και την πόλη και προχωρήσαμε δυτικά προς τον Αποκόρωνα, όπου δεν είχαν φτάσει ακόμα οι Γερμανοί. Σε όλη τη διάρκεια της επόμενης μέρας, αντιμετωπίζαμε τους πολυβολισμούς των γερμανικών αεροπλάνων και ζητούσαμε καταφύγιο στα γεφυράκια του δρόμου ή στα κοντινά χωράφια, κάτω από τα δένδρα. Συναντήσαμε μερικά φυλάκια Συμμάχων, που ετοίμαζαν τις θέσεις άμυνας της οπισθοφυλακής των στρατευμάτων, που θα υποχωρούσαν προς την παραλία των Σφακίων. Στην περιοχή των Αγίων Πάντων έγινε η τελευταία συμπλοκή με αρκετά θύματα και από τις δυο πλευρές. Στις 29 του Μάη βλέπαμε τους Συμμάχους να υποχωρούν, με τα όπλα τους, συνταγμένοι ή κατά μόνας προς τα σφακιανά βουνά, για να φθάσουν στην παραλία και να βρούν τα πλοία της σωτηρίας. Η τραγωδία συνεχίσθηκε για τους συμμάχους που δεν πρόφτασαν να φύγουν. Μετά δυο μέρες βλέπαμε την ατέλειωτη σειρά των αόπλων αξιωματικών και στρατιωτών, που τραβούσαν προς τα στρατόπεδα των αιχμαλώτων. Το θέαμα της ουράς αυτής, που κρατούσε ολόκληρα χιλιόμετρα, και η φρίκη των δέκα ημερών του καταφυγίου, είναι δυο γεγονότα που κυριαρχούν στη σκέψη μου μέχρι και σήμερα, αν και έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε.

Σημείωση: Τα αποσπάσματα αναμνήσεων των Γερμανών που ανέφερα τα πήρα από το βιβλίο «Μαρτυρίες, Μνήμες», των Κ. Χατζηπατέρα ? Μ. Φαφαλιού.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα