Γράφει η πρεσβυτέρα ΚΛΕΑΝΘΗ ΣΤΥΛ. ΚΑΣΑΠΑΚΗ
Η πόλη απανθρωποποιείται. Ζουν οι άνθρωποι στις πολυκατοικίες. Σε ένα μεγάλο κουτί πολλές οικογένειες μαζί που όσο κι αν συναντιώνται δεν γνωρίζονται και δεν νοιάζεται κανείς για τον άλλον. Το μόνο μέσο επαφής μεταξύ μας παρέμεινε το τηλέφωνο.
Οι παλιές γειτονιές, το ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας πέρασαν στην ιστορία. Τότε οι γυναικαθροίσεις σε κανένα πεζούλι ή σε καμιά ρούγα, ασκούσαν ένα είδος παρατηρητηρίου. Όλα διάφανα. Δεν μπορούσες να παρανομήσεις, αφού η γειτονιά δρούσε αποτρεπτικά και από φόβο. “Το τι θα πει ο κόσμος, άμα σε δει ή το μάθει”. Ήταν ο φόβος που φύλαγε τα “έρμα” και η μεγαλύτερη ποινή του άτυπου ποινικού νόμου ικανή να σε προφυλάξει από κάθε υποψία παρανομίας. Ο καθένας ήξερε καλά ποιος ήταν ο διπλανός του και τι του συνέβαινε (ο Θεός και ο γείτονας δεν λαθεύουν ποτέ). Οι γείτονες ήταν όλοι σαν ένα σφικτό δεμάτι στάχυα. Τότε υπήρχε στις γειτονιές ο άτυπος νόμος της αλληλοβοήθειας. Όταν συνέβαινε σε κάποιον ένα ξεχωριστό γεγονός έτρεχαν όλοι να συμμετάσχουν και να συμπαρασταθούν, σε χαρά ή σε στενοχώρια.
Ο γείτονας φύτευε αμπέλι ή έριχνε ταράτσα ή ό,τι άλλη βαριά δουλειά και αν γινόταν, ο άτυπος νόμος πρόσταζε να πάνε να τον βοηθήσουν.
Στη γειτονιά οι γυναίκες όλες μαζί ξετέλευαν την προίκα της νύφης. Όλες μαζί να βοηθήσουν στις προετοιμασίες του γάμου, της βάπτισης και γενικά σε όλα τα μεγάλα γεγονότα χαράς και λύπης. Όλες μαζί να φθιάξουν τις χυλοπίτες τους, τα λαμπροκούλουρά τους, τα κεράσματα, για τα πανηγύρια τους και σε πολλά άλλα. Στις συναναστροφές τους οι άνθρωποι τότε έκαναν πλάκες, διάφορες ατάκες και φάσεις, ανέκδοτα, σκαμπρόζικες ιστορίες με γέλια τρανταχτά να δίδουν και να παίρνουν. Οι καρδιές ανοιχτές όπως και τα πορτοπαράθυρα κατά τον καλοκαιρινό ύπνο.
Οι ταράτσες στις πόλεις αλλά και στα χωριά σήμερα είναι νεκρές ζώνες και θεωρούνται εχθρικό έδαφος, όπου δρουν οι νυχτερινοί σαλταδώροι.
Τα γεροντάκια στις πόλεις μας, που δεν διαθέτουν κλιματισμό καταφεύγουν στις κλιματιζόμενες στέγες φιλίας, ΚΑΠΗ. Μοναχικές φιγούρες ανθρώπων περιφέρονται ως ναυάγια εκτιθέμενα στη μοναξιά. Ενώ στην παλαιότερη γειτονιά το καλοκαίρι θα εδροσίζετο κάτω από κανένα δέντρο με τους συγχωριανούς του. Να ήταν κι αυτοί ένα κομμάτι του δρόμου, αντί να βλέπουν ξένους δρόμους και ξένους ανθρώπους στην τηλεόραση.
Η παλιά γειτονιά ιδίως στις πόλεις είναι είδος εξαφανισμένο ή είδος υπό προστασία, όπως η χελώνα καρέτα ? καρέτα.
Ευτυχώς, σε μικρές κοινωνίες, που ακόμη δεν έχουν εισχωρήσει καλά, τα ξενόφερτα έθιμα, ζουν ακόμα οι παλιές καλές γειτονιές.
Σ? αυτήν την περίπτωση κατά την άποψή μου υπάγεται και η κωμόπολή μας το Καστέλλι Κισάμου. Οι κάτοικοι του Καστελλιού σε κάθε ξεχωριστό γεγονός γίνονται μια γροθιά και με πολλή ευαισθησία τρέχουν να προσφέρουν, τρέχουν να βοηθήσουν σε ό,τι χρήζει, σε ευχάριστα και σε δυσάρεστα.
Οι Καστελλιανοί φαίνεται ότι κρατούν τα παλιά καλά έθιμα έως σήμερα και διατηρούν την εκτίμηση και τον σεβασμό του ανθρώπου.
Αναρωτιόμαστε: Πόσο μπορεί κανείς να προσαρμοστεί στη σημερινή πραγματικότητα, όταν έχει ζήσει στο παρελθόν του την κοινωνία της γειτονιάς; Και ποιο είναι άραγε σήμερα το αντάλλαγμα της χαμένης παλιάς γειτονιάς;