Το έχεις νοιώσει αλήθεια καμιά φορά να ξυπνήσεις από βαθύ ύπνο στη βρεμένη άμμο, να σε τυφλώνουν οι λιαχτίδες οι νιόβγαλτες κι ένα μικρό αλαζονικό θαλασσοπούλι να τσιμπολογά τη μπουκιά που αφήκες αποβραδίς και να σε περγελά;
Οι σταγόνες τότεσου της αχνισμένης θάλασσας γίνονται μαργαριτάρια δυσεύρετα, από τα βάθη του ωκεανού τραβηγμένα. Και σε πλουμίζουν!
Κι αφήνεσαι, μηδαμινός, στον ανελέητο βομβαρδισμό της ανυπαρξίας σου.
Να μαζώνεις ευτυχία.
Περιδιαβαίνεις στερνά κατσικοδρόμια, ασπαλάθους, βράχια και φαράγγια, μπαίνεις στην ισιάδα, χώνεσαι στο βουερό καφενέ, σπίρτο και σκορδίλα ανάερα να σε πνίγει, κι ο απλός ξωμάχος, ο ψαράς, για, ο τσοπάνος, κουρασμένος μα γελαστός στρίβει το κεφάλι, «κέρασε τον» φωνάζει στο κάπελα, και σταματά το τάβλι, μπορεί και τη πρέφα, να σε καλωσορίσει.
Βγαίνεις στη μικρή πολιτεία, κι ο πολυάσχολος τρεχάτος αστός με ένα βιβλίο παραμάσχαλα σταματά άξαφνα, σε χαιρετά μ? ένα πλατύ χαμόγελο, και φεύγει. Να αποφύγει τον γραβατωμένο με τη δερμάτινη τσάντα στο χέρι, που δεν σε βλέπει τάχατες γιατί δεν έχουν υπογραφή τα ρούχα που φοράς, ή τα παπούτσια.
Όλα τούτα στα παραδρόμια της ζωής σου λαχαίνουν, μα πρέπει να μπορείς, να θέλεις, τις αξίες τις σκόρπιες που σε κεντρίζουν να τις ξεχωρίζεις, να τις αγκαλιάζεις και να τις βάνεις αψηλά, σηματοδότη στο διάβα σου.
Στο διάβα μας πάνω στη γης. Παρακαταθήκη στους απογόνους μας.
Βρέθηκα που λέτε κι η αφεντιά μου σε τούτο τον τόπο, γεύτηκα με ούλες τις αιστήσεις αρώματα ομορφάδα και φουρτούνες, αγάπες μίση κι αντρειοσύνη, σφουγγάρι διψασμένο γίνηκα, τα ρούφηξα. Και λιθαράκια γρανιτένια, σπάταλα σκορπισμένα ολούθε, καλοδουλεμένα στης αρμύρας το λιοπύρι μάζωξα και φχαριστήθηκα? λυτρώθηκα? τα ?μπηξα στο γυμνωμένο μου κορμί, μπολιάστηκα, γίνηκα ένα με τη γης, τον αγέρα, τα κρουσταλλένια νερά της αμέρωτης γειτονιάς σας, που αντέχει στις λαβωματιές των αθρώπων.
Και να! Καινούργιο σφιχταγκάλιασμα άνοιξε ορίζοντες μυαλούς κι οράματα πέρα από της άτολμης μικροψυχίας τα σύνορα.
Μια αγκαλιά αθρώποι, πρωτομάστορες κι αρχόντοι της καρδιάς ούλοι, από τ? ανθόνερο του Καστελιού, εσμίξανε άξαφνα τα χνώτα τους με τα δικά μου κι ένοιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, να κατασταλάζει στ? ακροκύτταρα, και ένα όμορφο φορτίο στους ώμους να με κυρτώνει.
Πώς γίνεται μαθές, εμέ τον άσημο, όλοι ετούτοι να τιμήσουν; Τι έκαμα ο καημένος εξόν από μια θέληση για δουλειά και μια πίστη πως οι αθρώποι, ούλοι, την ίδια έχουν αξία;
Στο νου μου καταστάλαξε, και το φωνάζω, πως η τιμή, αντάμα την αγάπη, πανάκριβα αγαθά, Θεά Ηχώ γίνονται και γυρίζουν προς τα πίσω. Ξανά, και ξανά. Πληθιαίνουν, γιγαντώνονται, κι αγκαλιάζουν ούλους, για να καταλήξουν στο μεγαλείο που αντίκρισα στους πρόσφατους, όπως θέλω να τους νοιώθω, καλούς μου φίλους.
Κι έχει ο βομβαρδισμός ετούτος με ονόματα σα της Καίτης του Θανάση της Φωτεινής της Ελένης του Γιάννη της Αμαλίας και τόσων άλλων, πιότερη αξία απ? ούλα τα παραγεμισμένα πορτοφόλια!
Δεν αντέχω στον καταιγισμό τόσων φωτοπυρών! Έλεος!
Φχαριστώ σας από καρδιάς? και κάμω μιαν ευκή.
Θε μου, δώσε μου μπόρεση, μη σας απαγοητέψω.
* Giorgiok1936@yahoo.gr