Γράφει ο Γ. Ουντράκης
Eκραξε μια δεκοχτούρα· μέρα – μεσημέρι ήτονε, στον φούρνο του ήλιου και γύρισα τα μάτια μου στον ουρανό. Πουλί πετάμενο, δεν φαινόταν πουθενά. “Στο βουνό, να πας! (μου ζητούσε ο «κύρης» μου) να βλαστήσει το πνεύμα το ατίθασο”.
Και άκουσα την πατρική συμβουλή και πήγα στη ρίζα της ζωής, να γιατρευτώ από τον φθόνο, την πολύπλοκο νόσο. Και μίλησα στην πέτρα· και αναπαμό δεν είχε η ψυχή μου.
Και διάβηκα μονοπάτι δολερό και ήπια νερό κάτω από τη φτερούγα του ήλιου.
Και ανέβαινα και τελειωμό δεν είχε το μονοπάτι της σοφίας και έδινα Δελφικό χρησμό για τον φθόνο, τον παράλυτο και πάλι αναπαμό δεν έβρισκα.
Εκρυβόμουνα πίσω από την αμφισημία των λέξεων. Και ματώσανε τα πόδια μου στη γύμνια του εδάφους και έγινε σκούρο – καφέ, το μάτι της ψυχής μου.
Μα πάλι αναπαμό δεν βρήκα!
“Δρόμο ασκητικό διάλεξες και ξεμακραίνεις του κόσμου τούτου”?
Και ένοιωσα την άγρια περιστέρα να σπαρταρά στο μυαλό μου και έγινε ο ήλιος δροσερό νερό και η ψυχή μου κλάμα του βουνού.
Και θέριεψε το δέντρο, το βουνό και το τρεχούμενο νερό μέσα μου και έκατσα εκεί στην ησυχία της κορφής και σκέφτηκα το έκτρωμα της πόλης.
Και έβγαλα το πουκάμισό μου και το άφησα να το φάνε τα όρνεα και τα έντομα και φώναξα “Αλληλούια” και τιμώρησα τον χάρο.
Και έγινα μυρουδιά της γης ακτίνα του ήλιου, ανήμερο θεριό της σιωπής. Και έπλυνα τα πόδια της αφεντιάς μου από “εγωισμό αρχιμανδρίτη” και χάθηκα στον ιδρώτα του χτύπου της καρδιάς μου.
Και αφού έγινα χώμα, έφυγα και γύρισα στην πόλη.