Η απελπιΣΙα του ΤολστΟΪ για την “ακαταμΑχητη δΥναμη” του θανΑτου ως ολοκληρωτικοΥ εκμηδενισμοΥ του ατΟμου
Του Μιχ. Κ. ΜακρAκη*
Στο τελευταίο μας άρθρο για τον Τολστόι (5 Μαΐου), τελειώσαμε με τον ενταφιασμό του στο δάσος του Ζακάζ. Εκεί όπου, ανάμεσα στις φιλύρες, είχε θάψει ο μεγαλύτερός του αδελφός, ο Νικολάι, «το πράσινο ραβδί» με το μυστικό της ευτυχίας. Ο πιο αγαπημένος του αυτός αδελφός που, όταν πέθανε, ένιωσε ο Τολστόι τον ίδιο τον εαυτό του ν΄ αποκόπτεται από τη ζωή, γράφοντας στο φίλο του ποιητή Φετ ότι είδε «τη μετάβασή του στο μηδέν». Σ΄ αυτό «το μηδέν που είναι ? κατά τον αείμνηστο καθηγητή Νικ. Νησιώτη ? η τραγικότερη εμφάνιση του θανάτου».
1. Η συνειδητοποίηση του Τολστόι
για το θάνατο ως απόλυτο «μηδέν»,
ως πλήρη εκμηδένιση του ατόμου
Η έννοια του «μηδενός», όπως και η έννοια του «παραλόγου», αναφέρονται στο «μη ον» του θανάτου, στην εκμηδένιση δηλαδή του ατόμου από οντολογική άποψη (αν?υπαρξία), όσο και στο «παράλογο» της ζωής από γνωσιολογική άποψη (α?νοησία) εξαιτίας της απειλής του μηδενός που αφαιρεί κάθε νόημα από τη ζωή. Μια τέτοια αντίθεση χαρακτηρίζει και το λεγόμενο «μηδενιστικό υπαρξισμό» που, παρά την έμφασή του στην ανθρώπινη ύπαρξη ως ιδιαίτερη αξία, δίνει ωστόσο ανάλογη έμφαση και στο θάνατο σε σχέση με τον άνθρωπο ως πεπερασμένο ον, καθορισμένο με την τελευταία του στιγμή που είναι αυτός ο θάνατος, το μηδέν.
Στην πραγματικότητα, είναι αυτό το μηδέν που κάνει τον άνθρωπο σε αναφορά με το απόλυτο, το «άπειρον», από το οποίο έχει αποκοπεί ως άτομο, κατά τον Αναξίμανδρο, να νιώθει πεπερασμένος. Αλλά και που συντελεί συνάμα το ίδιο μηδέν πάλι, με την αγωνία που προξενεί σ΄ αυτόν για το αναπόφευκτο τέλος, για το θάνατο που τον περιμένει, να συνειδητοποιήσει επίσης τη μοναδικότητά του. Επομένως, όχι μονάχα «η αγωνία ? κατά τον Χάιντεγκερ ? αποκαλύπτει το μηδέν», αλλά συνάμα και «εξατομικεύει, μοναδικοποιεί ? κατά τον Ζαν Βαλ ? το είναι του ανθρώπου σ΄ αυτό που είναι το πιο δικό του».
Με τον ίδιο τρόπο και ο Τολστόι, από «αγωνία ? όπως γράφει ? για το τί τον περίμενε», συνειδητοποίησε το θάνατο σε όλη του την απολυτότητα, συνειδητοποιώντας συνάμα και την ιδιαιτερότητά του ως ατόμου. Ωστόσο, ποτέ δε θ΄ απολυτοποιούσε το θάνατο σε τέτοιο βαθμό, αν δε διακρινόταν για τη «μοναδική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Στέφαν Τσβάιχ, ζωτικότητά του. Η έντονη αυτή ζωτικότητά του προπαντός, η ισχυρή ατομικότητά του, ο ατομικισμός του, με μια λέξη, μαζί βέβαια και με τον ορθολογισμό του επίσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι ακριβώς οι βασικές προϋποθέσεις που έκαναν τον Τολστόι να καταλήξει στην απολυτοποίηση του θανάτου.
2. Οι προϋποθέσεις στον Τολστόι για την απολυτοποίηση του θανάτου ως απόλυτης κυριαρχίας πάνω στη ζωή του
Μετά την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του, μεσήλικας πια, πέρασε ο Τολστόι εξαιτίας του θανάτου μια μεγάλη πνευματική κρίση που μας την περιγράφει στην Εξομολόγησή του (1879): «Έχοντας όλες τις διανοητικές μου δυνάμεις, όταν έφτασα στην κορφή της ζωής, απ΄ όπου εκτεινόταν αυτή ολόκληρη μπροστά μου, στεκόμουν πάνω στην κορφή της ? σαν ένας αρχιτρελός ? βλέποντας ολοκάθαρα ότι δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή και ότι δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει τίποτα».
Με την πλήρη αυτή απαξίωση της ζωής, κατέληξε τότε ο Τολστόι στο μηδενισμό. Όμως, κατά τον Ν. Αντρέγιεφ, σ΄ «ένα είδος θρησκευτικού μηδενισμού», στην προσπάθειά του να λογικοποιήσει τη θρησκευτική του εμπειρία», «να προσεγγίσει τον Θεό με τον ορθό λόγο». Το λόγο αυτό που οδήγησε στο δυτικό μηδενισμό με το κήρυγμα του Νίτσε για το θάνατο του Θεού (Got ist tot).
Ο μηδενισμός αυτός εκφράστηκε στην περίπτωση του Τολστόι με την απολυτοποίηση του ίδιου του θανάτου ως απόλυτου εκμηδενισμού της ζωής. Αυτής της ζωής, την οποία είδε ο Ρώσος συγγραφέας ως ασήμαντη και μηδαμινή, ως κάτι «παράλογο», που προσπάθησε να εξηγήσει με το λογικό, τον ορθό λόγο, απορρίπτοντας την αθανασία της ψυχής. Ό,τι ανάλογο, δηλαδή, έκανε και στην περίπτωση του Θεού ο Νίτσε ως ο «πρώτος τέλειος μηδενιστής της Ευρώπης», κατά το δικό του χαρακτηρισμό, επεκτείνοντας τη δύναμη του θανάτου ίσαμε αυτόν τον Αιώνιο, με την απόλυτη μηδενοποίησή του, με τον οριστικό θάνατο του Θεού: Μια απολυτοποίηση του θανάτου ως «μηδενός», ένας απόλυτος μηδενισμός τόσο για τον Θεό όσο και για την ψυχή, όπως και για την ίδια τη ζωή, που έχει ως προϋπόθεσή του κι εδώ τον ορθολογισμό.
Μια άλλη, όμως από την αντίθετη πλευρά, προϋπόθεση, ακόμα πιο σημαντική ως η πραγματική αιτία, η κύρια πηγή στην περίπτωση αυτή είναι ? όπως αναφέραμε ? ο ατομισμός. Ό,τι ειδικά στον Τολστόι με τη «μοναδική» του ζωτικότητα, και ως τον «κατεξοχήν ατομιστή», κατά τον Β. Ζενκόφσκι, κατέληξε τελικά σε υπέρμετρο εγωισμό. Σε σημείο που θα ήταν δυνατό να πιστέψει ότι θα μπορούσε ν΄ αποτελέσει τη μόνη εξαίρεση αυτός στο να μην πεθάνει ποτέ! Όμως, απολυτοποιώντας την ατομική του ζωή ως ιδιαίτερη αξία, απολυτοποίησε συνάμα και τον ατομικό του θάνατο, βιώνοντάς τον ως την απόλυτη άρνηση, το απόλυτο μηδέν, με όλη εκείνη τη μεγάλη αγωνία που ένιωσε μια νύχτα στο Αρξαμάς, και ιδιαίτερα με την έσχατη απελπισία του για την «ακαταμάχητη δύναμη» του θανάτου.
3. Η αγωνία του Τολστόι και η απώλεια κάθε ελπίδας του για τη ζωή μπροστά στην «ακαταμάχητη δύναμη» του θανάτου
Ο Τολστόι θέτει με ιδιαίτερη έμφαση το πρόβλημα του θανάτου και την «ακαταμάχητη δύναμή» του στην Εξομολόγηση που συμπίπτει χρονικά με το αφήγημα «Το ημερολόγιο ενός τρελού» για την αγωνία του στο Αρζαμάς, με την οποία παρόμοια είναι κι αυτή που περιγράφει στο παραπάνω βιβλίο του: «Απέκτησα την εμπειρία της αγωνίας για το τί με περίμενε». Ήταν όμως τόσο μεγάλη που δεν μπορούσα να περιμένω υπομονετικά το τέλος, αλλά «επιθυμούσα ν΄ απελευθερωθώ απ΄ αυτή όσο το δυνατό πιο γρήγορα με κρεμάλα ή με μια σφαίρα». Ό,τι δηλαδή βάζει να νιώθει και ο αυτοβιογραφικός του ήρωας στην Άννα Καρένινα, ο Λέβιν, που κρύβει το σχοινί από φόβο μήπως και κρεμαστεί και αποφεύγει το κυνήγι μήπως αυτοπυροβοληθεί.
Ήταν παντού και πάντα μια πανίσχυρη δύναμη, η «ακαταμάχητη δύναμη» του θανάτου, όπως τη χαρακτηρίζει, που τον τραβούσε προς την αυτοκτονία. Ο ίδιος γράφει στην Εξομολόγησή του πάλι: «Είχα φτάσει στο σημείο, ώστε εγώ, άνθρωπος υγιής και τυχερός, να νιώθω ότι δεν μπορούσα πια να ζω. Μια ακαταμάχητη δύναμη με παρακινούσε ν΄ απαλλαγώ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη ζωή».
Πάνω σ΄ αυτά τα λόγια του παρατηρεί ο Β. Ζενκόφσκι: «Είναι ολοένα το πρόβλημα του θανάτου που τοποθετείται στον Τολστόι, αλλά τώρα με μια δύναμη ακαταμάχητη? Μπροστά στο θάνατο η ζωή δείχνεται σε όλη της την αβεβαιότητα. Η ακατάβλητη δύναμη εκείνου μετατρέπει αυτήν εδώ σε κάτι παράλογο. Ο Τολστόι δοκιμάζει σε τέτοια ένταση την τραγωδία του ενός και το παράλογο πρόσκαιρο του άλλου, ώστε να βρίσκεται στο χείλος της αυτοκτονίας».
Κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του θανάτου νιώθει την «ακαταμάχητη δύναμη» εκείνου ως πλήρη απώλεια κάθε ελπίδας του για τη ζωή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «Δεν ωφελεί ν΄ αυταπατάται κανείς. ?Τα πάντα ματαιότης?. Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δε γεννήθηκε ποτέ: ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή και πρέπει να επιδιώκει κανείς ν΄ απαλλαγεί απ΄ αυτή».
Η προτίμηση του θανάτου από τη ζωή για τον Τολστόι δεν είναι απλώς από απαισιοδοξία, παρά την επίδρασή του από τον Σοπενχάουερ, αλλά από μεγάλη απελπισία για την αδυναμία του μπροστά στην «ακαταμάχητη δύναμη» του θανάτου. Και είναι ακριβώς η απελπισία του αυτή που δίνει μιαν άλλη διάσταση του θανάτου στην περίπτωση του Τολστόι.
4. Η απελπισία, η «ασθένεια προς θάνατον», κατά τον Κίρκεγκορ, ο «θάνατος ψυχής»,
ως ένας άλλος από το σωματικό, ο ψυχικός θάνατος στην περίπτωση του Τολστόι
Ανοίγοντας με την απελπισία μιαν άλλη διάσταση του θανάτου στον Τολστόι, πρέπει να θυμηθούμε εδώ τον Σέρεν Κίρκεγκορ. Τον υπαρξιστή αυτό θεολόγο και φιλόσοφο που, έχοντας βαθιά αίσθηση του θανάτου, όπως ο Τολστόι, χαρακτηρίζει την απελπισία σε σχέση με το γεγονός αυτό ως «ασθένειαν προς θάνατον». Έγραψε μάλιστα και ιδιαίτερο βιβλίο, ίσως το καλύτερό του, με τον τίτλο αυτό, ταυτίζοντας την απελπισία με την αμαρτία. «Η απελπισία ? γράφει ? είναι αμαρτία».
Σαν τέτοια, λοιπόν, η «ασθένεια προς θάνατον» σχετίζεται όχι με το σώμα, αλλά με την ψυχή. Είναι «αρρωστία ψυχής» και «θάνατος ψυχής», όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν γενικά την αμαρτία. Η απελπισία στην ύψιστη έκφρασή της ως απόγνωση, ως έσχατη απελπισία, είναι, σύμφωνα με αυτούς, το «δεινότερον» απ΄ όλα τα πάθη, προέρχεται «εκ πλήθους αμαρτημάτων». Είναι, αν μπορούσαμε να πούμε, μια συνισταμένη όλων των αμαρτιών και πηγάζει «εξ υπερηφανίας και οιήσεως». Έχει πραγματική της αιτία, όπως κάθε αμαρτία, τον εγωισμό.
Αυτό τον εγωισμό έχει επίσης ως αιτία της και η απελπισία, η απόγνωση, στον Τολστόι, ως ταυτόσημη με την αμαρτία, με όλα εκείνα τα αμαρτήματα που συντελούν σ΄ αυτή. Τα αμαρτήματα που απαριθμεί, ένα προς ένα, στην Εξομολόγησή του: «Σκότωσα ανθρώπους στον πόλεμο, όπως και σε μονομαχίες που προκάλεσα? Έχασα χρήματα σε χαρτοπαίγνια, σπαταλώντας την εργασία των χωρικών?. Κατέληξα σε ψευδολογίες, μοιχείες κάθε είδους, μέθη, βία, φόνο. Δεν υπήρξε έγκλημα που να μην το έκανα».
Όπως ο υπέρμετρος εγωισμός που αποτέλεσε εδώ την αιτία όλων των αμαρτημάτων αυτών και που διακρίνει ιδιαίτερα τον Τολστόι ως «κατεξοχήν ατομιστή», έτσι και ο τόσο έντονος ατομισμός του γενικά αποτέλεσε επίσης, καθώς είδαμε, την κύρια πηγή του μηδενισμού του. Με την έννοια, δηλαδή, ότι, παρά τη γοητεία που ένιωσε στην αρχή, απολυτοποιώντας τη ζωή, ιδιαίτερα το εγώ του, ως αξία, κατέληξε τελικά σε απογοήτευση με την απολυτοποίηση του ατομικού του θανάτου ως απόλυτου εκμηδενισμού. Από τη στιγμή, λοιπόν, που μιλούμε στην περίπτωση του Τολστόι για απογοήτευση, απελπισία ή απόγνωση ως διάψευση και απώλεια κάθε ελπίδας του για τη ζωή εξαιτίας του θανάτου, βρισκόμαστε πια σε μιαν άλλη διάσταση, από εκείνη του σωματικού, σ΄ αυτή του ψυχικού θανάτου.
*
Ο ψυχικός θάνατος σε σχέση με το σωματικό διακρίνεται, στον Τολστόι, για τη βαθύτερή του αίσθησή του θανάτου. Για την ιδιαίτερή του έμφαση, δηλαδή, στο ίδιο το «υποκείμενο» με συγκεκριμένη έννοια σε διάκριση από το «αντικείμενο» σαν κάτι το αφηρημένο. Μια διάκριση, όπως αυτή που συναντούμε στο έργο του Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς «το μεγαλοφυέστερο ? κατά τον Β.Β. Στάσοφ ? στην παγκόσμια λογοτεχνία». Όμως, για τη διάκριση αυτή, τόσο σημαντική σ΄ ένα τέτοιο, μοναδικό έργο, πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο σε άλλο μας άρθρο.
*Ομότ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών