Ο εργοδότης και ο εργαζόμενος ανέκαθεν είχαν το δικαίωμα αμοιβαίας συμφωνίας για μειωμένη απασχόληση ή εκ περιτροπής απασχόληση (δεκτή από τα Δικαστήρια).
Νομοθετικά για πρώτη φορά ο Νόμος 1892/90 άρθρο 38 ρύθμισε το θέμα της μερικής απασχόλησης. Πληρέστερα ρύθμισε το θέμα το άρθρο 2 του Ν. 2639/98.
Ο πρόσφατος Ν. 3846/10 στο άρθρο 2 επέφερε τροποποιήσεις για την μερική απασχόληση ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 του Ν. 3846/10 προβλέπει τα παρακάτω:
1. Μειωμένο ωράριο:
Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εργασία μικρότερης διάρκειας από την κανονική. Η συμφωνία αυτή εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες δεν γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Ο εργαζόμενος με Πλήρη απασχόληση αν του ζητηθεί ν? απασχοληθεί με μειωμένο ωράριο και δεν το αποδεχτεί και ο εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, τότε η απόλυση θεωρείται άκυρη. Ο εργαζόμενος με μειωμένο ωράριο πρέπει να έχει και συνεχόμενο ωράριο στην εργασία του, εξαίρεση έχουμε για τους οδηγούς αυτοκινήτων μεταφοράς μαθητών, νηπίων, βρεφών, επίσης για τους συνοδούς που εργάζονται σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς, στα νηπιαγωγεία καθώς και στους καθηγητές που εργάζονται σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και Μέσης Εκπαίδευσης. Ο εργαζόμενος με μειωμένο ωράριο αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα αμείβεται με προσαύξηση 10% και βέβαια μέχρι συμπλήρωσης του 8ώρου γιατί μετά έχουμε υπερεργασία μία (1) ώρα (προσαύξηση 25% και στη συνέχεια υπερωρίες, προσαύξηση 50% ή 100% αν είναι παράνομες).
Ο απασχολούμενος με μειωμένο ωράριο μικρότερο των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως πρέπει οι αποδοχές του να προσαυξάνονται κατά επτάμισι τοις εκατό (7,5%).
Ακόμα μία ρύθμιση προβλέπει ότι ο πλήρως απασχολούμενος σε επιχειρήσεις πλέον των είκοσι (20) ατόμων έχει δικαίωμα μετά τη συμπλήρωση ενός ημερολογιακού έτους απασχόλησης να ζητήσει την μετατροπή της σύμβασής του σε μερική απασχόληση με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση εκτός και αν οι επιχειρησιακές ανάγκες δεν το επιτρέπουν.
2. Εκ περιτροπής απασχόληση:
Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά την διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν εκ περιτροπής απασχόληση αλλά με πλήρες ωράριο π.χ. δύο ημέρες την εβδομάδα 8ωρο ημερησίως.
Αν περιοριστούν οι δραστηριότητες της επιχείρησης ο εργοδότης αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μπορεί να επιβάλει εκ περιτροπής απασχόληση η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε διαβουλεύσεις με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων και εφόσον δεν υπάρχουν με το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση. Οι συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης γνωστοποιούνται στην Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή τους.
Ο Ν. 3846/10 ρυθμίζει και άλλα θέματα όπως για τις Εταιρίες Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.) οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλο εργοδότη με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης.
Επίσης το άρθρο 4 του Ν. 3846/10 ρυθμίζει θέματα διαθεσιμότητας μισθωτών όπου οι επιχειρήσεις αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν εγγράφως να θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους αφού πρώτα προβούν σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους τους. Η διάρκεια της διαθεσιμότητας είναι 3 μήνες ετησίως και για να τεθούν πάλι σε διαθεσιμότητα απαιτείται η παρέλευση τουλάχιστον 3 μηνών. Ο εργοδότης πληρώνει στους εργαζομένους το ήμισυ των αποδοχών τους. Στο άρθρο 5 του Νόμου ρυθμίζονται θέματα τηλεργασίας.
Στο άρθρο 6 έχουμε τροποποίηση του Ν. 549 / 77 για την κατάτμηση της άδειας. Έτσι, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους μετά από έγκριση της Επιθεώρησης Εργασίας, η πρώτη περίοδος δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των 6 εργάσιμων ημερών στο εξαήμερο και των 5 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου.
Η κατάτμηση της άδειας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων από τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 εργάσιμες ημέρες επί 6ημέρου απασχόλησης ή 10 εργάσιμες επί 5ημέρου μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη.
Στο άρθρο 8 μια σημαντική ρύθμιση προβλέπει ότι εργαζόμενος πενθήμερο εφόσον απασχοληθεί την έκτη ημέρα της εβδομάδας ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις για τον εργοδότη το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξάνεται κατά 30%. Στην διάταξη αυτή (μόνο της προσαύξησης 30%) δεν υπάγονται οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις.
Στο άρθρο 10 προβλέπεται χωρίς εξαιρέσεις ότι σε τροποποίηση του ωραρίου εργασίας των μισθωτών ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ρεπό) πρέπει πριν αναλάβει εργασία ο μισθωτός να ενημερώνεται η Επιθεώρηση Εργασίας.
Τέλος, ο Ν. 3846/10 (άρθρο 9) αντικαθιστώντας το άρθρο 7 του Ν. 2639/98 προβλέπει ότι οι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν να έχουν πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης και να λαμβάνουν αντίγραφα. Στον εργοδότη που αρνείται την πρόσβαση ή παρέχει ανακριβή στοιχεία ή πληροφορίες επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα από 500 έως 50.000 ευρώ.