Μας απολάκτισε πνευματικά η πατρίδα. Εγινε καύσωνας, η δροσιά των ελληνικών γραμμάτων. Πατρίδα και τούτη ανέσπερη και με το λυχνάρι του Αλαντίν των δανειστών. Και αυτή η προγονόπληκτη σκουριά της Αρχαιολαγνείας. Τελευταίο καταφύγιο αναξιοπαθούντων, την ύστατη ώρα.
Οι λαοί, όμως, κρίνονται από την ιστορία που “παράγουν”. Η ιστορία είναι μια σιωπηρή αναμέτρηση με την καθημερινότητα.
Πατρίδα μου γλυκειά στη γειτονιά του κόσμου, “κομψευάμενη και χηρευάμενη”, αθώα παιδούλα της παγκόσμιας κουλτούρας, αγνό φως μέσα στο σκοτάδι, υποψία και σιγουριά της πνευματικότητας του πλανήτη.
Πατρίδα που λύγισες από την χολή των μιζαδόρων, τα μπιχλιμπίδια των υποσχέσεων, την κατάρα της ρυπαρής συναλλαγής.
Πατρίδα έρπουσα στις ομπρέλες των πλαζ, στα μπάνια του λαού, στο εκτελεστικό απόσπασμα, της ασήμαντης αφορμής, που κατάντησε εθνικό έγκλημα από τη διαχείριση της επίπλαστης φαντασίωσης του πλούτου.
Πατρίδα από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη, με κινητό τηλέφωνο στην κωλότσεπη, sms χωρίς παραλήπτη, συνθηματικό, πρωτόγονο, σκίρτημα εφηβικό χωρίς προσανατολισμό και υπόβαθρο.
Πατρίδα της παρατεταμένης σιωπής, της “μίζερης ακτογραμμής των συναισθημάτων”, των δυσκοίλιων πνευματικών ανθρώπων, της αμάραντης πλαστικής ευδαιμονίας.
Πατρίδα κλαίουσα, των εξεταστικών επιτροπών, της ρωμαϊκής αρένας, της συνδικαλιστικής υποτίμησης, του “μετανάστη” – εθνικού εγωισμού.
Πατρίδα που βγήκες στα τηλεοπτικά παράθυρα, με ευφυολογήματα με απέραντο, ψυχολογικό κενό, που συνωθείσαι στην παγκοσμιοποιημένη επαιτεία, που διαβάζεις τον Ελύτη αλλά όχι τα ποιήματά του.
Πατρίδα, πριν από αιώνες, ο Θουκυδίδης έλεγε ότι: “την ευθύνη φέρουν όχι οι ακολουθούντες, αλλ’ οι οδηγούντες εις τας αξιοκατακρίτους πράξεις”.