Γράφει ο Νίκος Χριστοδουλάκης
Eνας από τους κύριους παράγοντες που προκάλεσαν το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας ήταν οι πρωτοφανείς δαπάνες στα Νοσοκομεία και τους οργανισμούς περίθαλψης. Αν πιστέψει κανείς ότι τα ιλιγγιώδη ποσά που ξοδεύονται είναι πράγματι αναγκαία για την υγεία και την περίθαλψη των Ελλήνων, τότε θα πρέπει να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας μαστίζεται από επιδημίες και οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ανήμπορους ασθενείς. Επειδή αυτό δεν συμβαίνει, η πραγματική αιτία είναι φυσικά η ξέφρενη σπατάλη όλων των εμπλεκομένων μερών: Όλα τα νοσοκομεία όταν μπορούν κάνουν υπερβολικές προμήθειες σε υπερβολικές τιμές, οι πιο πολλοί γιατροί εγκρίνουν και χορηγούν αφειδώς ιατρικά υλικά κατά προτίμηση από αυτά που οι ίδιοι έχουν παραγγείλει, και η πλειονότητα των ασφαλισμένων ευχαρίστως τα υπερκαταναλώνει για να αποφύγει το σύνδρομο της «φαρμακευτικής στέρησης» που τόσο ευφυώς έχουν πλασάρει στην κοινή γνώμη οι εταιρείες. Αν μερικά περισσέψουν, είτε τα πουλάνε σε μετανάστες ή τα ανταλλάσσουν με καλλυντικά στο φαρμακείο.
Η κυβέρνηση ορθώς προσπαθεί να ρυθμίσει κάπως αυστηρά τα χρέη προς τις ιατρο-φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά αυτό καθόλου δεν εγγυάται ότι το ίδιο φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί ξανά με πρώτη ευκαιρία. Ο λόγος είναι απλούστατα ότι από τους συμμετέχοντες στο σύστημα Υγείας, από τις διοικήσεις και τα φαρμακεία έως τους ασθενείς και τους συγγενείς τους, κανείς δεν αισθάνεται άβολα με τη σπατάλη και όλοι εφαρμόζουν το δόγμα: «Καλύτερα να έχεις φάρμακα και αχρείαστα νάναι».
Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση δεν αρκούν οι αυστηρές εγκύκλιοι, ούτε οι έλεγχοι που γίνονται άλλωστε κατόπιν εορτής. Χρειάζεται μια αλλαγή στα κίνητρα συμπεριφοράς όλων των παραγόντων ώστε όσοι προκαλούν δαπάνη στο σύστημα Υγείας να εντοπίζονται έγκαιρα και να εξηγούν τις επιλογές και τις ανάγκες τους. Αρκεί να οργανωθούν δύο συστήματα ατομικής καταγραφής δαπανών, ένα για τον κάθε γιατρό που χορηγεί φάρμακα και υλικά και ένα για τον κάθε ασφαλισμένο που τα λαμβάνει. Η τεχνολογία σχεδόν υπάρχει και μπορεί να βασιστεί στα ηλεκτρονικά μητρώα που έχουν ετοιμάσει αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιούν πολλά ασφαλιστικά ταμεία. Για τους γιατρούς είναι ακόμα πιο εύκολο, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι κάθε φαρμακευτική εταιρεία έχει εδώ και πολλά χρόνια φτιάξει τις δικές της Βάσεις Δεδομένων για να παρακολουθεί ποιοι συνταγογραφούν τα προϊόντα της και να ανταποκρίνεται ευλόγως.
Το σύστημα καταγραφής του ΕΣΥ θα εντοπίζει αμέσως τους σπάταλους χορηγούς φαρμάκων και θα το διασταυρώνει με τις πραγματικές ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονται σε κάθε Νοσοκομείο. Θα αποκαλυπτόταν επίσης αμέσως η τυχόν αποκλειστική προτίμηση που δείχνουν ορισμένοι σε συγκεκριμένες εταιρείες.
Παρομοίως το σύστημα των Ταμείων θα εντοπίζει τους πολυέξοδους ασφαλισμένους και θα ελέγχει τα πραγματικά περιστατικά υγείας – χωρίς να θίγεται το ιατρικό απόρρητο. Για παράδειγμα, θα ήταν παράξενο ένας υπάλληλος που εμφανίζεται να υπερκαταναλώνει τόνους φαρμάκων να απασχολείται σε θέσεις ασύμβατες με τα υποτιθέμενα προβλήματα υγείας που έχει.
Η θέσπιση ατομικής υπευθυνότητας και στις δύο πλευρές του συστήματος Υγείας είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν προσωπικά κίνητρα αποφυγής σπατάλης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα στεριώσουν και οι προσπάθειες για εισαγωγή του διπλογραφικού συστήματος σε όλα τα Νοσοκομεία και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Όταν πριν δέκα χρόνια ξεκίνησε η εφαρμογή του, αντιμετωπιζόταν ως καπιταλιστικό ανάθεμα γιατί γρήγορα θα αποκάλυπτε τη διαχρονική σπατάλη του συστήματος. Τώρα όμως που το κοινωνικό κράτος συμπιέζεται από τα άπληστα χρέη της κακοδιαχείρισης, ίσως οι κραυγές τους να μην έχουν τύχη.