«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»
(Ματθ. 28, 19)
Γράφει ο αρχιμανδρίτης ΙΓΝΑΤΙΟΣ Θ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ*
Εκατομμύρια είναι σήμερα οι χριστιανοί, έστω κατ? όνομα. Εκατομμύρια επίσης άλλοι άνθρωποι πιστεύουν σε άλλους θεούς, και, ανάμεσα και στους χριστιανούς και στους μη χριστιανούς, πολλοί είναι οι αδιάφοροι, που ζουν και φεύγουν από την ζωή χωρίς να πνεύσει στην ψυχή τους άνεμος θείος και να την αναταράξει.
Ενώ όμως έτσι περίπου έχουν τα πράγματα σήμερα, υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο τέτοια πνευματική υποτονία και τέτοια έξαρσις της υλοφροσύνης, που να οδηγεί κάποιους ανθρώπους, συχνά καλοπροαίρετους, να λένε πως ο Χριστιανισμός έχει γεράσει, πως έχει πια εκπληρώσει τον προορισμό του στον κόσμο και πως ήλθε η ώρα να αποσυρθεί από το προσκήνιο της Ιστορίας.
Παρακολουθώντας την πορεία του κόσμου όπου ζούμε, συχνά, αν δεν θεωρούμε πολυτέλεια τον στοχασμό κι αν εξακολουθούμε να στηρίζομε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας στον Χριστόν, συχνά συνθλιβόμενοι από την κακία, έχομε την εντύπωση πως πρέπει να ξαναρχίσομε τον εκχριστιανισμόν των ανθρώπων. Πως πρέπει η Εκκλησία, η ζώσα παρουσία του Χριστού επί της γης, να ξαναευαγγελισθεί τον λόγο της σωτηρίας. Δεν ξέρομε, δεν μπορούμε να ξέρομε, αν η κρίσις που ζούμε είναι περαστική ή όχι. Οφείλομε να την αντικρύσομε με άκρα σοβαρότητα. Να κατανοήσομε πως από την συμπεριφορά μας, από την συμπεριφορά του καθενός, εξαρτάται η πορεία του πολιτισμού και η επιτυχής συνέχισις του απολυτρωτικού έργου της Εκκλησίας.
Το απολυτρωτικό έργο της Εκκλησίας δεν είναι μόνον η δια των θείων Μυστηρίων της θείας Χάριτος και, της δι? αυτής σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά και δια του σώζοντος λόγου του Θεού, γραπτού και προφορικού.
Το γράφει και ο απόστολος Παύλος: «Ευδόκησεν ο Θεός δια του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α? Κοριθν. 1, 21).
Η Εκκλησία, λοιπόν, ως κιβωτός και ταμειούχος της Θείας Χάριτος, καλείται από τον Χριστόν να ευαγγελισθεί τον σώζοντα και αναγεννώντα λόγον του Θεού στον απανταχού κόσμον: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28, 19). Μην ξεχνάμε επίσης και την εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητήν του και απόστολον Τιμόθεον: «έργον ποίησον ευαγγελιστού» (Β? Τιμόθ. 4, 5). Ο ίδιος ο Παύλος, είχε πιο μπροστά γράψει προς τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουαί δε μοι εστίν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α? Κοριθν. 9,16).
Έπειτα απ? αυτά, και με την συναίσθηση του χρέους της, η Εκκλησία μας καλείται και, κατά το μέτρον των δυνατοτήτων της, να εξασκεί «έργον Ευαγγελιστού» στον σύγχρονον κόσμον. Τίθεται δε το εύλογο και ενδιαφέρον ερώτημα: «Πώς η Εκκλησία μεταφέρει το κήρυγμα του Ευαγγελίου στον κόσμο;».
Στο ερώτημα αυτό αφήνομε να απαντήσει ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ με την συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα : «ΝΕΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» της 16ης Ιουνίου 2006:
«Η Ορθοδοξία δεν είναι μια αφηρημένη διδασκαλία ή μια άσαρκη ιδεολογία, αλλά ένας ολόκληρος τρόπος ζωής, μια συγκεκριμένη θέαση του ανθρώπου, του κόσμου και της ιστορίας. Το μήνυμα που κομίζει στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός είναι μια νέα τοποθέτηση απέναντι στα ουσιώδη της ζωής. Ο νέος αυτός τρόπος ζωής βιώνεται ως αγαπητική σχέση με τον συνάνθρωπο, ως ευχαριστιακή αντίκρυση της φύσεως, ως θυσιαστική υπηρεσία της Ιστορίας. Και περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα των εκδηλώσεων του ανθρώπου με στοχοθεσία τη φανέρωση στον κόσμο της αγάπης.
Όλη η παθολογία της ανθρώπινης Ιστορίας είναι η τραγική συνέπεια του εγωκεντρισμού, που θρυμματίζει την κοινωνικότητα, που αλλοτριώνει τις σχέσεις, που αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του.
Μπροστά στην εσωτερική χρεοκοπία των αισθημάτων, μπροστά στο τείχος του εγωισμού που χωρίζει τους ανθρώπους, οι νόμοι αδυνατούν να προσφέρουν διέξοδο. Οι νόμοι καθορίζουν τα όρια που θα περιορισθεί το εγώ, καθορίζουν σύνορα για να διαφυλαχθεί η ανθρώπινη συμβίωση. Οι νόμοι αποτρέπουν τον κόσμο να μετατραπεί σε κόλαση. Αδυνατούν όμως να τον ανυψώσουν σε παράδεισο. Η θεσμοποίηση και οι νομικές διατάξεις, όταν δεν έπονται της συνειδησιακής αλλαγής, τίποτε δεν επιτυγχάνουν.
Η Εκκλησία υπερβαίνει την νομικίστικη ρύθμιση της ζωής, αρνείται την ορθολογικοποίηση του ανθρώπου. Η Ορθοδοξία δεν βολεύεται στις σκοπιμότητες των αναγκών, στις ανάγκες των σκοπιμοτήτων, αλλά αποβλέπει στην σύμπτωση της αγάπης και στην αγαπητική αυτοπροσφορά.
Η αγάπη της Εκκλησίας δεν είναι κυριαρχική, δεν ανταγωνίζεται, δεν αντιπαραθέτει, δεν εξουθενώνει. Είναι διακονική και φιλάνθρωπη. Αγάπη σημαίνει αυτοπροσφορά, είναι το να κάνουμε δώρο στον άλλο την ύπαρξή μας.
Ο Χριστός δεν επιβάλλει, προτείνει. Η Εκκλησία δεν εκβιάζει τη βούληση του ανθρώπου, πολύ περισσότερο δεν ζητεί νομικές ή άλλες κατοχυρώσεις. Δεν επιζητά την κυριαρχία, αλλά το ελεύθερο. Γι? αυτό και δεν μπορεί να εκπέσει σε θεραπαινίδα της πολιτικής και της καταναλώσεως. Αλλά πάντοτε θα αποτελεί τη μόνη δύναμη που καταλύει τα σκοτάδια του Άδη, για να φανερωθεί το κάλλος του προσώπου, η ομορφιά και η δόξα του ανθρώπου. Απέναντι στον αυτάρκη καταναλωτή, στον αυτοβεβαιωμένο αστό, η Εκκλησία προβάλλει τον θυσιαζόμενο άγιο της Ορθοδοξίας, τον άρτιο και ολοκληρωμένο άνθρωπο. Απέναντι στην εξουσία της βίας και στην βία της εξουσίας, η Εκκλησία παραθέτει την διακονία και την θυσία. Στην εποχή της στατιστικής, της κυβερνητικής και της τεχνοκρατίας το μήνυμα της Εκκλησίας παραμένει ανάδειξη της ιερότητας του ανθρώπινου προσώπου».
Η Εκκλησία προσφέρει τον λόγον του Θεού, δυστυχώς όμως ειδικά τώρα τελευταία, οι χριστιανοί δεν τον θέλουν, διαμαρτύρονται, ειρωνεύονται, κάτι που συμβαίνει πιο πολύ στα χωριά μας γιατί βιάζονται. Θέλουν, αν είναι δυνατόν, μόλις πάνε στην Εκκλησία να τελειώνει η λειτουργία!!! Και τους φταίει το κήρυγμα!!!
*Θεολόγος ? τ. Λυκειάρχης
Ακαδημαϊκός