Γράφει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΩΝ. ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΚΗ*
23 Ιουνίου 1996. Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, ήρθε το δυσάρεστο μαντάτο που πάγωσε την καρδιά μας. Έφυγε ο Ανδρεάς. Ο δικός μας Ανδρέας που μας αγάπησε και αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος πολιτικός. Πόνος και απελπισία ήταν τα συναισθήματα που νοιώσαμε.
Και σήμερα, 14 χρόνια μετά, η απουσία του είναι αισθητή και μπορώ να πω ότι μείναμε ορφανοί γιατί όλοι τον νοιώθαμε κάτι σαν προστάτη – πατέρα μας. Το ενδιαφέρον του, για όλους τους Έλληνες, το πάθος και η αγάπη του για όλο τον λαό ήταν το πρώτο που τον ένοιαζε. Μας έμαθε να μην σκύβουμε το κεφάλι, αλλά να κοιτάμε στα μάτια τον άλλον και να διεκδικούμε, να αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματά μας, για την αξιοπρέπειά μας, για ό,τι μας καταπιέζει. Μας έδωσε ακόμα τη χαρά να κάνουμε όνειρα, να έχουμε ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά, γιατί μέχρι τότε ζούσαμε με τον φόβο σε κάθε βήμα μας. Πού τόλμη να μιλήσουμε, να κρατήσουμε φανερά την εφημερίδα μας, να πούμε τη γνώμη μας, και πώς να ρίξουμε το ψηφοδέλτιο που θέλαμε στην ψηφοδόχο χωρίς να μας παρακολουθούν; Γι’ αυτό άλλωστε και μέχρι τότε ψήφιζαν και όλοι οι πεθαμένοι αλλά και τα δέντρα, ξερά και δροσερά.
Ανδρέας Παπανδρέου: Ο άνθρωπος, ο πολιτικός, ο ηγέτης, που όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα -επί χούντας- έφυγε με το πραγματικό του όνομα και όχι με άλλο, γιατί είχε το θάρρος και το πάθος να γυρίσει σχεδόν όλα τα κράτη -μαζί με την αείμνηστη Μελίνα- να ενημερώνει για το μαύρο καθεστώς που υπήρχε στη χώρα του, να ζητάει βοήθεια, να κάνει μεγάλο αγώνα.
Ανδρέας Παπανδρέου: Ο άνθρωπος, ο ηγέτης, που κτυπήθηκε αλύπητα από πολιτικούς του αντιπάλους και δημοσιογράφους, παρόλο που η προσφορά του στον Ελληνικό λαό ήταν πολύ σημαντική γιατί όλοι πίστεψαν σε αυτόν, στηρίχθηκαν σε αυτόν κι εκείνος δεν τον πρόδωσε ποτέ. Στάθηκε δίπλα σε όλους του Έλληνες, και αυτό δεν άρεσε στους Εφιάλτες – όπως ο ίδιος τους έλεγε – που ήταν γύρω του. Και λέω Εφιάλτες και όχι (Εφιάλτης) γιατί είχαν μαζευτεί αρκετοί. Τον συκοφαντούσαν, τον κτυπούσαν σε πολύ προσωπικά του θέματα, τον έστειλαν στο ειδικό δικαστήριο – δεξιοί και αριστεροί σφιχταγκαλιασμένοι – με απίθανες κατηγορίες, με στόχο τον εξευτελισμό του, κάτι που δεν κατάφεραν. Εκείνος στάθηκε όρθιος με λαβωμένη όμως την καρδιά. Αυτοί ήξεραν πόσο υπέφερε, δεν εύρισκαν κάτι άλλο να πουν γι’ αυτόν, κι άρχισαν να βρίζουν τη γυναίκα του, για να τον πληγώνουν.
“Δεν ξέρω αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι στα λεξικά υπάρχει και η λέξη σεβασμός.”
Έτσι στις 23 Ιουνίου 1996, το αητόπουλο, πέταξε, πήγε κοντά στον πατέρα του, τον Γέρο της Δημοκρατίας. Στις 26 Ιουνίου 1996 κηδεύτηκε με χιλιάδες λαό να θρηνεί και να τον συνοδεύει στο μεγάλο του ταξίδι.
Ας είναι η ψυχούλα του αναπαυμένη. Πάντα είναι στη σκέψη μας.
*Ιδρυτικό μέλος του
ΠΑΣΟΚ από το 1976