Του Δημήτρη Δημητρακούδη, ανταποκριτή ΑΠΕ/ΜΠΕ
Βιέννη
Η ανταλλαγή, την περασμένη Παρασκευή στο αεροδρόμιο Σβέχατ, της αυστριακής πρωτεύουσας, κατασκόπων, ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, έφερε κατά νου την παλιά φήμη της Βιέννης ως “η πρωτεύουσα της διεθνούς κατασκοπίας” αλλά και αναμνήσεις από την κλασική ταινία “Ο τρίτος άνθρωπος” του Κάρολ Ριντ με τη χαρακτηριστική μουσική του Αντον Κάρας, τη μεγάλη ηθοποιία του Ορσον Γουέλς και τις εξπρεσιονιστικές προοπτικές της κάμερας του Ρόμπερτ Κράσκε.
Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα που μετέφερε εκείνη η βρετανική παραγωγή του 1949, από τη διαιρεμένη μεταπολεμικά, σε τέσσερις ζώνες των συμμάχων – νικητών του Β? Παγκοσμίου Πολέμου (ΗΠΑ, Σοβιετικής Ένωσης, Γαλλίας και Βρετανίας), Βιέννη, άρχιζε να υφαίνει τότε και αργότερα, τη φήμη και το θρύλο για την πόλη – πεδίο δράσης των διεθνών κατασκόπων, που, άλλοτε λίγο άλλοτε πολύ, είχαν σχέση με την πραγματικότητα.
Για τις μυστικές υπηρεσίες τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από την τότε Σοβιετική Ένωση, η Βιέννη μετά τον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε πρόσφορο έδαφος, αρχικά εξαιτίας του γεγονότος πως η ίδια αλλά και ολόκληρη η Αυστρία ήταν διαιρεμένες, μέχρι το 1955 που η χώρα απέκτησε την κρατική κυριαρχία και ανεξαρτησία της, στις τέσσερις ζώνες επιρροής των συμμάχων – νικητών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και σημαδεύτηκαν από τον λεγόμενο “Ψυχρό Πόλεμο”, η Βιέννη ως πρωτεύουσα χώρας με διαρκή ουδετερότητα, ως έδρα μιας σειράς διεθνών οργανισμών – τρίτη πόλη του ΟΗΕ μετά τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη, έδρα του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, του ΟΠΕΚ και τόσων άλλων -όπως και ως τόπος διεθνών διασκέψεων και συνεδρίων- προσφερόταν εκ νέου για τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι πρεσβείες των τότε δύο υπερδυνάμεων στη Βιέννη, πρωτεύουσας μιας σχετικά μικρής χώρας, ήταν πληρέστερα και δυσανάλογα υπερστελεχωμένες, απ? ότι οι πρεσβείες τους σε άλλες χώρες, πολύ μεγαλύτερες και ζωτικότερου ενδιαφέροντος για τις δύο, με προσωπικό που μεγάλο μέρος του προερχόταν από τις μυστικές τους υπηρεσίες.
Καλύπτοντάς τους με την ιδιότητα του διπλωμάτη, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, όπως και αρκετοί σύμμαχοί τους από τους εκατέρωθεν στρατιωτικούς συνασπισμούς, ΝΑΤΟ και Σύμφωνο της Βαρσοβίας, φρόντιζαν να διαπιστεύουν τόσο στις διμερείς διπλωματικές εκπροσωπήσεις τους στην Αυστρία όσο και στους διεθνείς οργανισμούς και τις διεθνείς συναντήσεις στη Βιέννη, ικανό αριθμό πρακτόρων των εκάστοτε μυστικών τους υπηρεσιών.
Οι φήμες θέλουν να έχει δραστηριοποιηθεί και μικρός αριθμός κατασκόπων από τα δύο στρατόπεδα στη Βιέννη, υπό το μανδύα του δημοσιογράφου – ξένου ανταποκριτή και μάλιστα ως μέλη της εκεί, ιδιαίτερα σημαντικής, ως εδρεύουσας στο μεταίχμιο Ανατολής – Δύσης, Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου.
Σε αυτό το τελευταίο, ο υπογράφων τις γραμμές αυτές ως πρόεδρος της Ένωσης για δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια -μερικά από αυτά στην τελευταία περίοδο του Ψυχρού Πολέμου- θα μπορούσε να διαβεβαιώσει για το αντίθετο, όπως και για τη σύμπνοια, αλληλεγγύη, συναδελφικότητα, που επικρατούσε την εποχή εκείνη μεταξύ των 400 και πλέον μελών της, που προέρχονταν κυρίως από τις δύο υπερδυνάμεις και συμμάχους των, των δύο συνασπισμών, και που τα ίδια έκαναν πράξη όχι μόνο την ειρηνική αλλά τη φιλική συνύπαρξη.
Από την πλευρά τους οι αυστριακές αρχές και υπηρεσίες πρέπει να είχαν εικόνα των διαμειβόμενων σε βιεννέζικο έδαφος, ανάμεσα σε πράκτορες και πληροφοριοδότες των δύο πλευρών, χωρίς οι ίδιες να επεμβαίνουν ενόσω αυτές οι δραστηριότητες δεν στρέφονταν κατά της δικής τους χώρας και δεν θίγονταν αυστριακά συμφέροντα.
ΖΩΝΤΑΝΟΣ Ο ΘΡΥΛΟΣ
Για ορισμένους αναλυτές, η Αυστρία εξακολουθεί και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του ενός των δύο συνασπισμών, του Συμφώνου της Βαρσοβίας, να θεωρείται, όπως και παλιά, σημαντικός τόπος δράσης για ξένες υπηρεσίες πληροφοριών και να αποτελεί λογισμικό κομβικό σημείο και ως εκ τούτου οι διπλωματικές εκπροσωπήσεις διαφόρων χωρών να συνεχίζουν και στις ημέρες μας να είναι δυσανάλογα στελεχωμένες και σε υψηλό επίπεδο.
Σε δηλώσεις του μετά την ανταλλαγή των κατασκόπων την περασμένη Παρασκευή στο βιεννέζικο αεροδρόμιο Σβέχατ, ο Αυστριακός ιστορικός και διευθυντής του αυστριακού Κέντρου για Μυστικές Υπηρεσίες, Προπαγάνδα και Θέματα Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Ζίγκφριντ Μπερ, ανέβαζε τον αριθμό των “εν ενεργεία” ξένων κατασκόπων στη Βιέννη, σε 2.000 έως 3.000.
Τον ίδιο δεν τον εξέπληξε το γεγονός της ανταλλαγής στη Βιέννη, καθώς, όπως τόνιζε, οι μεγάλες υπηρεσίες ζουν σε μια παράδοση και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, πολλοί από εκείνους, άλλων εποχών, βρίσκονται στους μοχλούς της εξουσίας και εξάλλου η θέση της Βιέννης συνεχίζει να είναι γεωπολιτικά ιδιαίτερα προσιτή, να έχει τη διαρκή ουδετερότητά της.
Για τον Ζίγκφριντ Μπερ, η Βιέννη ήταν ήδη την εποχή των Αψβούργων ένα κέντρο της ευρωπαϊκής κατασκοπίας, φίλοι και εχθροί της πολυεθνικής Μοναρχίας, επεδίωκαν στην πρωτεύουσά της, τη Βιέννη, να εκπροσωπήσουν και να προστατεύσουν τα συμφέροντα της περιοχής τους και σήμερα η ίδια μπορεί να παραμένει αυτό που ήταν από τον 19 ο αιώνα, ένας ιδανικός τόπος για ανταλλαγές οποιασδήποτε μορφής.
Ο ίδιος διακρίνει σήμερα τρεις ομάδες κατασκοπίας, από τα στελέχη μυστικών υπηρεσιών που βρίσκονται στις εκάστοτε πρεσβείες, αεροπορικές εταιρείες ή μεγάλες επιχειρήσεις, τους πληροφοριοδότες που στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας έχουν χάσει αρκετά από τη σημασία τους και τέλος τους πράκτορες με την κλασική έννοια, οι οποίοι έπειτα από σχετική εκπαίδευση διεισδύουν με ξένη ταυτότητα στους χώρους δράσης τους.
Πέραν της παράδοσης, της ουδετερότητας και της γεωπολιτικής σημασίας της Βιέννης, ο Ζίγκφριντ Μπερ αναφέρει και ένα επιπλέον λόγο για τη “δημοτικότητά” της ως “πρωτεύουσα της διεθνούς κατασκοπίας”, το γεγονός της πόλης με την επανειλημμένα αναγνωρισμένη υψηλότερη ποιότητας ζωής στον κόσμο, κάτι που κάνει πολλούς “απόμαχους” κατασκόπους να επιστρέφουν σε αυτή, μετά τη συνταξιοδότησή τους, για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε αυτή την “πρωτεύουσα”.