Στις 15 Ιούλη του 1974 (Πέµπτη) εκδηλώθηκε το πραξικόπηµα για την ανατροπή του Μακάριου και στις 20 Ιούλη (Τρίτη) τουρκικά στρατεύµατα αποβιβάζονταν στην Κύπρο ανοίγοντας µια νέα σελίδα στο δράµα του κυπριακού λαού, µε το 38% του νησιού να παραµένει υπό στρατιωτική κατοχή έως τις µέρες µας. Είχε προηγηθεί πραξικόπηµα στην Κύπρο για την ανατροπή του Μακαρίου.
Τα γεγονότα του 1974 ήταν ο πιο δραµατικός και αιµατηρός κρίκος στην αλυσίδα της µόνιµης ιµπεριαλιστικής επιβουλής των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας, του επεκτατισµού της τουρκικής άρχουσας τάξης, καθώς και των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων.
Ορισµένα ιστορικά δεδοµένα
Στις 15 Γενάρη 1950 έγινε δηµοψήφισµα στην Κύπρο, µε συντριπτικό αποτέλεσµα (95%) υπέρ της ένωσης µε την Ελλάδα. Στο δηµοψήφισµα πήρε µέρος µόνο ο ελληνοκυπριακός πληθυσµός, ενώ ψήφισαν και ελάχιστοι Τουρκοκύπριοι. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας αντιµετώπισε την εξέλιξη µε χαρακτηριστικές για τη σχέση της µε τον ξένο παράγοντα τοποθετήσεις:
— «Η Ελλάς σήµερον αναπνέει µε δύο πνεύµονας, του µεν αγγλικού, του δε
αµερικανικού, και δι’ αυτό δεν µπορεί λόγω του Κυπριακού να πάθη ασφυξίαν» (δήλωση Γ. Παπανδρέου – Γ. Κατσούλης, «Ιστορία του ΚΚΕ, τόµ. Ζ 1950-1968», σελ. 154, εκδ. «Α. Λιβάνης και Σία», Αθήνα, 1978).
— «Η κυβέρνησις εκφράζει την ελπίδα της ικανοποιήσεως του πανελληνίου πόθου εντός των πλαισίων της αγγλοελληνικής φιλίας, την οποία επιθυµεί αδιατάρακτον» (δήλωση Ν. Πλαστήρα – Γ. Ζωίδης/Τ. Αδάµος, «Η πάλη της Κύπρου για τη λευτεριά», σελ. 110- 111, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1960).
Τον Οκτώβρη του 1950 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος, που εξελίχθηκε σε ηγέτη και εθνάρχη των Ελληνοκυπρίων και σηµάδεψε την Ιστορία της Κύπρου κατά τρόπο καθοριστικό για τα επόµενα 30 χρόνια.
Στις 25 Απρίλη 1952, µε πρωτοβουλία του πραγµατοποιήθηκε η Α’ Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση, η οποία ενέκρινε ψήφισµα που ζητούσε την ένωση µε την Ελλάδα. Όµως ο Μακάριος απέκλεισε από τη συνέλευση τόσο το ΑΚΕΛ όσο και τις µαζικές οργανώσεις που επηρέαζε. «Η στάση του ήταν ταξικά συνεπής και βεβαίως χαρακτηριζόταν από αντιφάσεις παρόµοιες µε αυτές που εµφανίζονταν σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήµατα στα οποία ηγέτης ήταν η αστική τάξη» (∆οκίµιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόµ. Β, 1949-1968, σελ. 307, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011).
Το 1954, µε τη σύµφωνη γνώµη και τις πιέσεις του αρχιεπισκόπου Μακάριου, η ελληνική κυβέρνηση του Α. Παπάγου κατέθεσε την πρώτη προσφυγή για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Στα τέλη του 1954 οργανώθηκε από τον στρατηγό Γρίβα, µε τη σύµφωνη γνώµη και του Μακάριου, η µυστική – ένοπλη Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), µε έντονο αντικοµµουνιστικό και εθνικιστικό χαρακτήρα. Η «πρωτοβουλία» της ένοπλης δράσης ενάντια στη βρετανική κατοχή πέρασε σε αστικά, εθνικιστικά και αντικοµµουνιστικά χέρια και αξιοποιήθηκε στην όξυνση των αντιθέσεων ανάµεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Στην ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ αντέδρασε αρχικά το ΚΚΕ, χαρακτηρίζοντάς την τυχοδιωκτική. Την ΕΟΚΑ κατήγγειλε και το ΑΚΕΛ, µε αποτέλεσµα η ηγεσία της να επινοήσει την προβοκατόρικη κατηγορία της «προδοσίας» και της συνεργασίας του ΑΚΕΛ µε τον βρετανικό ιµπεριαλισµό.
Το καλοκαίρι του 1955 εµφανίστηκε µια εθνικιστική τροµοκρατική τουρκοκυπριακή οργάνωση µε το όνοµα ΒΟΛΚΑΝ, που καλούσε σε αγώνα κατά των Ελληνοκυπρίων. Το αποτέλεσµα ήταν, αντί για ενότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατική αρχή, να έχουµε διάσπαση, µε αιµατηρά µάλιστα αποτελέσµατα σε βάρος των πιο προοδευτικών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και ιδιαίτερα σε βάρος των κοµµουνιστών και από τις δύο κοινότητες.
Στο τέλος του 1955 το ΑΚΕΛ τέθηκε από τις κατοχικές αρχές εκτός νόµου, έκλεισε η εφηµερίδα του, δεκάδες στελέχη του συνελήφθησαν, απαγορεύτηκε η δράση µαζικών οργανώσεων που επηρέαζε. Το Μάρτη του 1956 ο Μακάριος συνελήφθη και στάλθηκε εξορία στις Σεϋχέλλες. Την ίδια περίοδο η Βρετανία ασκούσε µεγάλη τροµοκρατία, καταδίκασε και εκτέλεσε µε απαγχονισµό Κύπριους αγωνιστές.
Η εµπλοκή των ΗΠΑ
Από το Μάρτη του 1957 επισηµοποιείται και η εµπλοκή των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Σε αµερικανοβρετανικές συνοµιλίες συµφωνήθηκε το Κυπριακό να αντιµετωπίζεται στο εξής στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επιδίωκαν να υπάρξει απευθείας συµφωνία ανάµεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, να πάψει δηλαδή το Κυπριακό να είναι διεθνές ζήτηµα.
Το 1958 το ΝΑΤΟ συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί το βρετανικό Σχέδιο Μακµίλαν (Βρετανός πρωθυπουργός), το οποίο ουσιαστικά προωθούσε τη διχοτόµηση της Κύπρου αναγνωρίζοντας την Τουρκία ως ενδιαφερόµενο µέρος.
Στις 5 Φλεβάρη 1959 άρχισαν στη Ζυρίχη συνοµιλίες ανάµεσα στους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας, Κωνσταντίνο Καραµανλή και Αντνάν Μεντερές. Στις 11 Φλεβάρη ανακοινώθηκε η υπογραφή συµφωνίας για την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν στο Λονδίνο και µετά από τις συµφωνίες της Ζυρίχης. Κατοχυρώθηκε στη Βρετανία το απεριόριστο δικαίωµα να διατηρεί πολεµικά αεροπλάνα που θα µπορούσαν να πετούν στον εναέριο χώρο της Κύπρου, καθώς και το δικαίωµα να θέτει τις βάσεις της στη διάθεση του ΝΑΤΟ. Προέβλεπαν ως εγγυήτριες δυνάµεις τις Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, που θα είχαν στρατιωτικές δυνάµεις στο νησί. Παραχωρούνταν δύο µεγάλες περιοχές της Κύπρου στη Μ. Βρετανία για τη µόνιµη εγκατάσταση βρετανικών – δηλαδή ΝΑΤΟικών – βάσεων. Καραµανλής και Μεντερές υπέγραψαν µυστικό πρωτόκολλο µε το οποίο συµφωνούσαν να υποστηρίξουν την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την εγκατάσταση σ’ αυτήν ΝΑΤΟικών βάσεων.
Συµφώνησαν ακόµα να πιέσουν τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Κύπρου να παραµείνει εκτός νόµου το ΑΚΕΛ. Το πρωτόκολλο αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 1979 – 1980.
Το ΚΚΕ, µε ανακοίνωση της ΚΕ, κατάγγειλε τις συµφωνίες. Η πλειοψηφία της Εξεταστικής Επιτροπής για το Κυπριακό, που συγκροτήθηκε το 1986, τοποθετήθηκε µε θετικό τρόπο γι’ αυτές.
Ο Μακάριος, αν και είχε υπογράψει τις συµφωνίες, στη συνέχεια κινήθηκε στη γραµµή της ανεξαρτησίας. Το Νοέµβρη του 1963 υπέβαλε στους Τουρκοκύπριους πρόταση για αλλαγή 13 άρθρων του Συντάγµατος. Τις προτάσσεις απέρριψαν η Τουρκία και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις και η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων υπουργών από την κυβέρνηση. Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του νησιού µετακινήθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε συγκεκριµένες περιοχές, όπου σχηµατίστηκαν αµιγείς θύλακες στους οποίους δεν επιτρέπονταν η είσοδος Ελληνοκυπρίων και η άσκηση ελέγχου από την κυπριακή κυβέρνηση. Η Μ. Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναµη και αξιοποιώντας τα παραπάνω γεγονότα, χάραξε στη Λευκωσία την «πράσινη γραµµή» που διαχώριζε τις δύο κοινότητες.
Η ΝΑΤΟποίηση του Κυπριακού
Οι επεµβάσεις των ΗΠΑ µε τα δύο Σχέδια Ατσεσον προέβλεπαν την ένωση µε την Ελλάδα, διατήρηση των βρετανικών βάσεων και δηµιουργία τουρκικών. Καµία ελληνική κυβέρνηση δεν υποστήριξε την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Ο Γ. Παπανδρέου σε µνηµόνιο προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, στις 15 Ιούνη 1964, σηµείωνε: «Το δίληµµα είναι ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα; ΝΑΤΟποίηση µπορεί να επιτευχθεί µόνο διά της ένωσης µε την Ελλάδα. Ως αποτέλεσµα της ένωσης, ολόκληρο το νησί, όντας τµήµα της Ελλάδας, θα µπορούσε να είναι ΝΑΤΟική βάση όπως η Κρήτη. Ο εσωτερικός κοµµουνισµός θα µειωθεί σηµαντικά, όπως και στην Ελλάδα, που ελαττώθηκε στο 12%. Έτσι, η ασφάλεια της Τουρκίας και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής θα περιφρουρηθεί πλήρως…».
Η ΝΑΤΟποίηση του Κυπριακού είχε ήδη µπει στις ράγες. Στην Κύπρο εστάλη µια ενισχυµένη ελληνική µεραρχία για την αντιµετώπιση του κινδύνου επέµβασης της Τουρκίας, αλλά και την αποτροπή της λεγόµενης «κουβανοποίησης» της Κύπρου. Οι κυριότερες δυνάµεις της µεραρχίας συγκεντρώθηκαν στη Λευκωσία, χωρίς ικανοποιητική διασπορά. Έτσι, µετά από χρόνια, ο µετέπειτα Πρόεδρος της Κύπρου Γλαύκος Κληρίδης σηµείωσε: «Όση λύπη πήρε ο Μακάριος όταν ήρθε η ‘’Μεραρχία’’, άλλη τόση χαρά πήρε όταν έφυγε» (εφηµερίδα «Μάχη», 24/11/2013).
Στο σχετικό πόρισµα της κυπριακής Βουλής διατυπώνονται µια σειρά υπόνοιες για το σκοπό της αποστολής της µεραρχίας, µε αναφορά στο «απόρρητο τηλεγράφηµα (477)» το οποίο απέστειλε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Μπολ στις 22 Αυγούστου 1964 στον Ντιν Ατσεσον… «Το αρχηγείο της CAS µάς ενηµέρωσε ότι ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί η εντολή…» (πόρισµα της κυπριακής Βουλής – «Βουλή των Ελλήνων, Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσµατα, τόµ. Α», σελ. 281, Αθήνα – Λευκωσία, 2018).
Αποκαλυπτική για την ίδια περίοδο είναι η έκθεση του Ι. Τσουδερού, βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, που ουσιαστικά το 1964 πρότεινε την ανατροπή του Μακάριου, µετά από ανάλυση που έκανε για την κατάσταση που επικρατεί στο νησί. Έγραφε: «…Για να επιβάλει η Ελλάς τη λύση µε τουρκική βάση, οιασδήποτε µορφής, πρέπει να ανατρέψει προηγουµένως το σηµερινό καθεστώς» («Βουλή των Ελλήνων, Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσµατα, τόµ. Β», σελ. 342 – 350, Αθήνα – Λευκωσία, 2018).
Η τοποθέτηση αυτή υποδήλωνε σε ποιο σηµείο όξυνσης είχαν φτάσει οι σχέσεις της αστικής τάξης της Ελλάδας και της κυπριακής αστικής τάξης.
Στις 9 και 10 Σεπτέµβρη 1967 πραγµατοποιήθηκε στον Εβρο (Κεσάνη – Αλεξανδρούπολη) συνάντηση της ελληνικής χουντικής κυβέρνησης (Κόλλιας, Σπαντιδάκης, Παπαδόπουλος, Οικονόµου – Γκούρας) µε την αντίστοιχη της Τουρκίας (Σουλεϊµάν Ντεµιρέλ, Ι. Τσαγλαγιαγκίλ κ.λπ.), µε αντικείµενο το Κυπριακό. Ο Παπαδόπουλος έχει πει ότι υπήρχε προετοιµασία από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Ανέφερε συνάντηση Τούµπα – Τσαγλαγιαγκίλ το ∆εκέµβρη του 1966, όπου «… η Τουρκία εφέρετο αποδεχόµενη την Ένωση µε αντιπαροχή τη βάση της ∆εκέλειας που θα παραχωρούσαν οι Άγγλοι». Ανέφερε ακόµα ότι το Συµβούλιο του Στέµµατος στις 6 Φλεβάρη 1967 αποφάσισε να συνεχιστεί ο διάλογος και ότι στην Κεσάνη η Τουρκία υπαναχώρησε.
Ο Τσαγλαγιαγκίλ αποκάλυψε ότι ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Τούµπας είχε αναφέρει πως η Ελλάδα είχε τη δύναµη να επιβληθεί του Μακάριου σε περίπτωση άρνησής του. Στην Κεσάνη οι Τούρκοι αντιπρότειναν διχοτόµηση ή καντόνια και η συνάντηση απέτυχε. Όλα τα χρόνια πριν και µετά από την 21η Απρίλη 1967 – µε κάποιες αυξοµειώσεις – υπήρχε ένταση στις σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και Κύπρου µε σχέδια πραξικοπηµατικής ανατροπής και απόπειρες κατά της ζωής του Μακάριου από τη χούντα.
Η ανατροπή του Μακάριου και η εισβολή
Η απόφαση για την ανατροπή του Μακάριου πάρθηκε ύστερα από µια σειρά συζητήσεις τον Απρίλη του 1974, σε σύσκεψη όπου συµµετείχαν οι Ιωαννίδης, Ανδρουτσόπουλος, Γκιζίκης, Μπονάνος (αρχηγός Ε∆). Οι όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν κάµφθηκαν από τις διαβεβαιώσεις του Ιωαννίδη ότι έχει την έγκριση της CIA και ότι η Τουρκία δεν θα επέµβει.
Από πολλές µαρτυρίες στη σχετική Εξεταστική της ελληνικής Βουλής προκύπτει ότι ο Ιωαννίδης είχε τακτική επαφή µε τον σταθµάρχη της CIA στην Αθήνα. Τις διαβεβαιώσεις του Ιωαννίδη επιβεβαιώνει και ο Γκιζίκης, αλλά και αρκετοί άλλοι, µεταξύ των οποίων και ο Ευ. Αβέρωφ σε έκθεση προς τον Κ. Καραµανλή. Ο ίδιος ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια, Χ. Τάσκα, στην κατάθεσή του στη Γερουσία αναφέρει ότι τα µέλη του σταθµού της CIA είχαν προσβάσεις προς τον Ιωαννίδη.
Είναι φανερό ότι η χούντα θεωρούσε τον Μακάριο επικίνδυνο και εθνικά απαράδεκτο, γιατί δεν έπαιρνε µέτρα κατά των κοµµουνιστών, προµηθευόταν όπλα από σοσιαλιστικές χώρες (Τσεχοσλοβακία), διατηρούσε καλές σχέσεις µε τη Σοβιετική Ένωση. Παρόµοιες βέβαια απόψεις είχαν και οι προδικτατορικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ήθελαν την Κύπρο ΝΑΤΟικό προγεφύρωµα σε βάρος των λαών της περιοχής.
Τους µήνες πριν από το πραξικόπηµα υπήρξε όξυνση της κρίσης ανάµεσα στη Λευκωσία και την Αθήνα. Στις 2 Ιούλη ο Μακάριος έστειλε επιστολή στον Γκιζίκη στην οποία κατήγγειλε την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και ανακοίνωσε µέτρα για τη µείωση της Εθνικής Φρουράς. Την απόφαση για το πραξικόπηµα εκτός από την ηγεσία της χούντας την ήξερε και ο Αβέρωφ, τον οποίο είχε ενηµερώσει ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τάσκα (του έδειξε µάλιστα το τηλεγράφηµα του Κίσινγκερ). Ο Αβέρωφ δεν ενηµέρωσε τον Μακάριο γι’ αυτό το τηλεγράφηµα, γιατί, όπως κατέθεσε στην Εξεταστική, αυτό ήταν απόρρητο έγγραφο των ΗΠΑ.
Το πραξικόπηµα για την ανατροπή του Μακάριου πραγµατοποιήθηκε στις 15 Ιούλη 1974, µε καταστροφικές συνέπειες για την Κύπρο. Η µαχητικότητα των Ενόπλων ∆υνάµεων της Κύπρου εκµηδενίστηκε, ενώ πολλοί αξιωµατικοί αφοπλίστηκαν γιατί θεωρούνταν µακαριακοί. Για την επιτυχία του πραξικοπήµατος χρησιµοποιήθηκαν και µετακινήθηκαν σηµαντικές δυνάµεις από κρίσιµα για την άµυνα του νησιού σηµεία (Πενταδάκτυλος, Κυρήνεια κ.λπ.). Σηµαντικές δυνάµεις διατέθηκαν για να κυνηγήσουν τον Μακάριο, που είχε διαφύγει στην Πάφο. Οι δυνάµεις της Εθνικής Φρουράς, κυρίως στην Κυρήνεια και στην Αµµόχωστο, που ήταν οι πιθανοί χώροι για αποβατική ενέργεια, ήταν ουσιαστικά διαλυµένες από το πραξικόπηµα. Ενώ, από την άλλη, έρχονταν σοβαρές και αξιόπιστες πληροφορίες για προετοιµασία των Τούρκων και επικείµενη εισβολή, ο Ιωαννίδης και γενικότερα η ηγεσία της χούντας φαίνεται ότι υποτιµούσαν όλες αυτές τις πληροφορίες και καθησύχαζαν όσους ανησυχούσαν.
Ακόµη και όταν τη νύχτα 19ης προς 20ή Ιούλη ο τουρκικός στόλος πλησίαζε στις ακτές της Κυρήνειας, το αρχηγείο των Ενόπλων ∆υνάµεων συνιστούσε στην Εθνική Φρουρά «αυτοσυγκράτηση», λέγοντας ότι οι Τούρκοι εκτελούν ναυτική άσκηση κατόπιν άδειας του ΝΑΤΟ, ότι οι Τούρκοι «µπλοφάρουν».
Ενώ υπήρχαν σχέδια από παλιότερα για στρατιωτική βοήθεια στην Κύπρο σε περίπτωση εισβολής, µε αεροπλάνα, πολεµικά πλοία, υποβρύχια κ.λπ., η βοήθεια που εστάλη ήταν ασήµαντη. Μάλιστα, η χούντα υιοθέτησε τις πληροφορίες που διοχέτευαν η CIA και οι µυστικές υπηρεσίες της Μ. Βρετανίας, ότι δήθεν δυνάµεις του Συµφώνου της Βαρσοβίας συγκεντρώνονται στη Βουλγαρία και ετοιµάζονται για επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Φυσικά επρόκειτο για χαλκευµένες πληροφορίες, που αποτέλεσαν το πρόσχηµα για την ηγεσία της χούντας να µη στείλει βοήθεια στην Κύπρο τις κρίσιµες πρώτες µέρες της εισβολής.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής ο απεσταλµένος του Κίσινγκερ υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σίσκο, έπαιξε σηµαντικό ρόλο ώστε οι ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις να µη βοηθήσουν την άµυνα της Κύπρου. Τους ενδιέφερε να µην ξεσπάσει πόλεµος ανάµεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κάτι που θα δηµιουργούσε σοβαρά προβλήµατα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Φαίνεται όµως ότι οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία διευκόλυναν και µε πιο πρακτικούς τρόπους την Τουρκία κατά την απόβαση και κατάληψη του 38% της Κύπρου.
Είναι αποκαλυπτική η έκθεση του στρατηγού Σιαπκαρά («Βουλή των Ελλήνων Φάκελος Κύπρου: Τα Πορίσµατα, τόµ. Β», σελ. 368 – 371, Αθήνα – Λευκωσία, 2018), που έχει ήδη δηµοσιευτεί στον δεύτερο τόµο του Φακέλου.
Σήµερα το Κυπριακό πρόβληµα, που διαχρονικά ήταν αναπόσπαστα δεµένο µε τους σφοδρούς ανταγωνισµούς για τον έλεγχο της κρίσιµης γεωστρατηγικής θέσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, εισέρχεται σε µια πολύ κρίσιµη και επικίνδυνη φάση.
Η όξυνση της τουρκικής προκλητικότητας στην κυπριακή ΑΟΖ, οι αντιθέσεις για τον έλεγχο του ορυκτού πλούτου και των ενεργειακών δρόµων δεν µπορούν να αντιµετωπιστούν µε τις παρεµβάσεις του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της ΕΕ, που επιδιώκουν να επιβάλουν διχοτοµικά σχέδια στην Κύπρο και να την προσδέσουν στο ΝΑΤΟικό άρµα.
Η Ιστορία όµως ούτε παραγράφεται ούτε παραχαράσσεται. Αυτοί που ευθύνονται για την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόµενη τουρκική κατοχή δεν µπορούν να αποτελούν παράγοντες ασφάλειας και σταθερότητας. Όπως επίσης η καπιταλιστική εκµετάλλευση και οι ανταγωνισµοί για τον φυσικό πλούτο της Κύπρου δεν αποτελούν παράγοντες επίλυσης του Κυπριακού προβλήµατος, αλλά περαιτέρω εµπλοκής του.
Στις παρούσες συνθήκες πρέπει να αντιστασσόµεθα σε ‘’λύσεις’’ – ανοιχτής ή συγκαλυµµένης – διχοτόµησης, σταθερά αλληλέγγυοι στον αγώνα του κυπριακού λαού, ενάντια στην κατοχή και προβάλλει το δίκαιο αίτηµα για µια Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, ένα και όχι δύο κράτη, µε µία και µόνη κυριαρχία, µία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, ελεύθερη από ξένες βάσεις και στρατεύµατα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες, µε τον κυπριακό λαό πραγµατικά κυρίαρχο στον τόπο του. Αυτός είναι ο δρόµος που απαντά στα σηµερινά επείγοντα προβλήµατα και δίνει προοπτική στην πάλη του κυπριακού λαού, όλων των λαών της περιοχής.