Αθήνα
Μία στις έξι κιλοβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας (ποσοστό περίπου 17%), που καταναλώνεται σήμερα στην Ελλάδα, παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), δηλαδή τον ήλιο, τον αέρα και το νερό. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή την επόμενη δεκαετία θα υπερδιπλασιασθεί, δηλαδή θα φθάσει στο 40%, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, για την ´πράσινη´ ενέργεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Το βασικό εργαλείο για την επίτευξη του 40% θα είναι η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας, για την οποία το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής έχει θέσει σε εφαρμογή σχέδιο υλοποίησης «φθηνών» (χαμηλού κόστους) και «γρήγορων» (χωρίς ανάγκη κατασκευής πρόσθετων έργων) επενδύσεων.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός της κυβέρνησης προβλέπει, επίσης, επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, σύγχρονης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και σταδιακή απόσυρση των παλιών ρυπογόνων μονάδων (λιγνίτη και μαζούτ) της ΔΕΗ. Παράλληλα, δίνει στους πολίτες οικονομικά κίνητρα για να παράγουν οι ίδιοι «καθαρή» ενέργεια και να την πωλούν στη ΔΕΗ, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη και συμβάλλοντας στην προστασία του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, το 2009 από τις 52.823 γιγαβατώρες, που ήταν η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, οι 6.838 (ποσοστό 13%) προήλθαν από ανανεώσιμες πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται μικρά και μεγάλα υδροηλεκτρικά, αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά και βιομάζα. Η εικόνα, φέτος, βελτιώθηκε. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το επτάμηνο του 2010, η ζήτηση ενέργειας έφθασε στις 30.369 γιγαβατώρες και η «καθαρή» παραγωγή ξεπέρασε τις 5.115 (ποσοστό 16,8 %), γεγονός που οφείλεται κυρίως στις ενισχυμένες βροχοπτώσεις του προηγούμενου χειμώνα, οι οποίες επέτρεψαν την αύξηση της παραγωγής των υδροηλεκτρικών, κατά 50%, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι της ΕΕ
Η Ελλάδα έχει υποχρέωση, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, να ανεβάσει τη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών στο ενεργειακό ισοζύγιο (που περιλαμβάνει όχι μόνον την ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και τις μεταφορές, τη χρήση ενέργειας στη βιομηχανία, τον οικιακό τομέα, τις υπηρεσίες κ.λπ.) στο 18%. Ήδη, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με τον νόμο 3851/2010 για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, ο εθνικός στόχος έχει τεθεί ψηλότερα, στο 20%. Βασικός μοχλός για την επίτευξη του συνολικού στόχου είναι ο αναπροσανατολισμός του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής προς τις Ανανεώσιμες Πηγές με επενδύσεις σε αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά κ.λπ. οι οποίες σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής θα φτάσουν έως το 2020 στα 16 δισ. ευρώ, σε σύνολο επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, που εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 22 δισ. ευρώ. Την προσεχή πενταετία, σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, οι επενδύσεις σε ΑΠΕ θα ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ και θα δημιουργήσουν περισσότερες από 31.000 νέες θέσεις εργασίας.
Η κυβέρνηση έχει καταθέσει στην ΕΕ συγκεκριμένο «επενδυτικό χάρτη» για την επίτευξη των στόχων στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2020, που προβλέπει ότι:
* Η ισχύς των αιολικών πάρκων θα φθάσει το 2020 στα 7.500 μεγαβάτ, από 1.327 που είναι φέτος.
* Τα φωτοβολταϊκά, από 184 MW διαμορφώνονται σε 2.200.
* Τα υδροηλεκτρικά από 3.237 σε 4.531.
* Η γεωθερμία και τα θερμικά ηλιακά συστήματα, από αμελητέα συμμετοχή σήμερα θα φθάσουν στα 120 και 250 MW αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον από τους επενδυτές
Οι στόχοι είναι φιλόδοξοι, αλλά και τα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας δείχνουν ότι ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών συγκεντρώνει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον. Ειδικότερα, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχουν κατατεθεί αιτήσεις για κατασκευή αιολικών πάρκων ισχύος άνω των 12.000 μεγαβάτ, ενώ άλλα 471 MW εκκρεμούν για φωτοβολταϊκά, χωρίς να συνυπολογίζονται οι αιτήσεις για μικρά έργα, που αντιμετωπίζονται ξεχωριστά επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής. Οι αιτήσεις αυτές μετρώνται, επίσης, σε χιλιάδες μεγαβάτ.
Φυσικό αέριο εναντίον λιγνίτη
Οι μονάδες φυσικού αερίου, που δεν είναι ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, αλλά εκπέμπουν λιγότερους ρύπους σε σχέση με τα λοιπά ορυκτά καύσιμα, από 3.456 MW σήμερα θα φθάσουν τις 7.312, καθώς οι περισσότερες επενδύσεις από ΔΕΗ και ιδιώτες σε θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής προσανατολίζονται σε αυτό το καύσιμο. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τις νέες μονάδες της ΤΕΡΝΑ, της Endesa και της Elpedison στη Βοιωτία -ισχύος άνω των 400 MW η κάθε μία- για την 5η μονάδα της ΔΕΗ στο Αλιβέρι (417 MW), και ακολουθούν οι μονάδες Motor Oil-Μυτιληναίου στην Κόρινθο (437 MW) και Μεγαλόπολης της ΔΕΗ (800 MW).
Από την άλλη πλευρά, προβλέπεται σταδιακή αποξήλωση των παλιών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, το δυναμικό των οποίων θα μειωθεί στα 3.362 MW το 2020 (από 4.826 το 2010) καθώς και των πετρελαϊκών, οι οποίες περιορίζονται στα 1.378 MW, από 2.146 φέτος.
Η σταδιακή απόσυρση των παλιών μονάδων ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο, οπότε η υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Τίνα Μπιρμπίλη, έθεσε εκτός λειτουργίας την πρώτη μονάδα του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού Πτολεμαΐδας, ύστερα από 50 χρόνια λειτουργίας της.
Ως το 2015, σύμφωνα με τον προγραμματισμό, θα τεθούν εκτός λειτουργίας οι λιγνιτικές μονάδες 1 και 2 της Μεγαλόπολης, 2 και 3 της Πτολεμαΐδας, τέσσερις μονάδες μαζούτ (2, 3 και 4 Αλιβερίου, 1 Λαυρίου) και τρεις παλιές φυσικού αερίου (δύο στο Κερατσίνι και μία στο Λαύριο). Ως το 2020 θα αποσυρθούν άλλες 6 λιγνιτικές μονάδες (1, 2, 3 και 4 Καρδιάς, η 4η Πτολεμαΐδας και η 3η Μεγαλόπολης). Προβλέπεται, ωστόσο, η κατασκευή δύο νέων λιγνιτικών μονάδων, με σύγχρονες τεχνολογίες περιορισμού των ρύπων, στην Πτολεμαΐδα (600 μεγαβάτ) και στη Φλώρινα (450).
Άλλωστε, από το 2012 η ΕΕ θα επιβαρύνει την ηλεκτροπαραγωγή από συμβατικά καύσιμα με ένα «κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών», το οποίο με την υλοποίηση του παραπάνω σχεδιασμού θα αποφευχθεί, εξοικονομώντας 1,3 δισ. ευρώ στην επόμενη δεκαετία.
Αιολικά πάρκα
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και των επενδυτών στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στρέφεται συχνά στα φωτοβολταϊκά, επειδή οι τιμές πώλησης προς τη ΔΕΗ της ενέργειας, που παράγεται από τον ήλιο, είναι υψηλές. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος όγκος των επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην επίτευξη του στόχου για συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών κατά 20% στο ενεργειακό ισοζύγιο, είναι στον τομέα της αιολικής ενέργειας, όπου οι τιμές πώλησης της ενέργειας είναι μεν χαμηλότερες, αλλά η ενεργειακή απόδοση των γεννητριών στη διάρκεια του χρόνου υψηλότερη. Με άλλα λόγια, ένα φωτοβολταϊκό πάνελ παράγει στη διάρκεια του έτους λιγότερες κιλοβατώρες σε σχέση με μια ανεμογεννήτρια αντίστοιχου κόστους.
Με τις τελευταίες τροποποιήσεις, που έγιναν στο θεσμικό πλαίσιο, η «ηλιακή» κιλοβατώρα πωλείται στη ΔΕΗ από τους ιδιώτες παραγωγούς σε τιμές από 400 – 550 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ανάλογα με την ισχύ του φωτοβολταϊκού σταθμού και τον τόπο εγκατάστασης (νησιά, ή διασυνδεδεμένο σύστημα, οικιακές στέγες κ.λπ.) Αντίστοιχα, οι τιμές πώλησης της «αιολικής» κιλοβατώρας είναι 87,85 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην ηπειρωτική χώρα και τα διασυνδεδεμένα νησιά, και 99,45 ευρώ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Οι τιμές για την αιολική ενέργεια προσαυξάνονται κατά 20% αν η επένδυση έγινε χωρίς επιδότηση από τον αναπτυξιακό νόμο, ενώ προβλέπεται δυνατότητα επιπλέον προσαύξησης:
– ´Εως 25% για αιολικά πάρκα σε μη διασυνδεδεμένα νησιά και βραχονησίδες, εφόσον ο επενδυτής αναλαμβάνει και το κόστος κατασκευής του δικτύου διασύνδεσης.
– Για αιολικά πάρκα σε περιοχές χαμηλού αιολικού δυναμικού, οι οποίες όμως μπορεί να προσφέρονται για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών αν βρίσκονται κοντά σε ήδη κατασκευασμένα δίκτυα, που μπορούν να απορροφήσουν άμεσα την ενέργεια. Όπως επισημαίνουν αρμόδιοι παράγοντες, μια επένδυση σε περιοχή χαμηλού αιολικού δυναμικού μπορεί να είναι πιο συμφέρουσα αν γειτνιάζει σε δίκτυα, σε σχέση με μια επένδυση π.χ. σε μη διασυνδεδεμένο νησί, όπου φυσά περισσότερο (οπότε οι ανεμογεννήτριες θα παράγουν περισσότερη ενέργεια), αλλά χρειάζονται πρόσθετες επενδύσεις για την κατασκευή των δικτύων, που θα τη μεταφέρουν.
Με τον τρόπο αυτό, το ΥΠΕΚΑ στοχεύει στην ταχεία υλοποίηση «φθηνών» αιολικών πάρκων, που θα επιτρέψουν την επίτευξη του στόχου. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, για να συμβεί αυτό τα επόμενα χρόνια (από το 2011 ως το 2019) θα πρέπει να εγκαθίστανται τουλάχιστον 600 MW αιολικών πάρκων τον χρόνο έναντι 1.000 περίπου MW, που είναι η συνολική ισχύς των αιολικών, τα οποία έχουν κατασκευαστεί και λειτουργούν ως σήμερα.
Την ανάγκη επιτάχυνσης των επενδύσεων στην αιολική ενέργεια επισημαίνει, πάντως, με δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ), Παναγιώτης Παπασταματίου. Όπως σημειώνει, το 2010 εγκαταστάθηκαν μόνον 25 MW και κατασκευάζονται άλλα περίπου 200 και το σίγουρο είναι ότι ο πρώτος (ενδεικτικός) στόχος που είχε τεθεί από την ΕΕ για τη φετινή χρονιά, που προέβλεπε συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 20,1 % στην ηλεκτροπαραγωγή, επιτυγχάνεται. Η ΕΛΕΤΑΕΝ θεωρεί, επίσης, ότι στα «σενάρια» που έχει επεξεργαστεί το Υπουργείο για την επίτευξη του στόχου το 2020 έχει υποεκτιμηθεί το μέγεθος της κατανάλωσης ενέργειας (η πρόβλεψη είναι ότι θα φθάσει στις 68.000 γιγαβατώρες από 59.000 φέτος) και έχει υπερεκτιμηθεί το αιολικό δυναμικό των περιοχών, όπου θα εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες τα επόμενα χρόνια.