Δορυφόροι και ραντάρ τίθενται στην υπηρεσία της αντιπλημμυρικής προστασίας της Κύπρου που, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, εξαιτίας της αναμενόμενης έντασης των καιρικών φαινομένων, το νησί κινδυνεύει να υποστεί καταστροφές λόγω του μοντέλου οικιστικής ανάπτυξης.
Για το λόγο αυτό, πέντε Υπηρεσίες και πανεπιστημιακά Ιδρύματα έχουν αναλάβει ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα, που αφορά “συνδυασμένη χρήση δορυφορικής τηλεπισκόπησης και υδραυλικής προσομοίωσης με σκοπό την εκτίμηση του βαθμού επικινδυνότητας σε φαινόμενα πλημμύρας σε επίπεδο λεκάνης απορροής στην Κύπρο”.
Πρόκειται για το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) με τον δρ. Διόφαντο Χατζημιτσή που είναι και ο συντονιστής, το Πολυτεχνείο Κρήτης με τον δρ. Ιωάννη Τσάνη, η Μετεωρολογική Υπηρεσία Κύπρου με τον δρ. Σίλα Μιχαηλίδη, το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων με τον δρ. Χαράλαμπο Δημητρίου και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών με τον δρ. Αδριανό Ρετάλη.
Η πρόταση την οποία υπέβαλαν στο Ιδρυμα Προώθησης Ερευνας της Κύπρου πήρε την πρώτη θέση στην κατηγορία της καθώς και την πρώτη θέση συνολικά από τις 1.100 περίπου προτάσεις που είχαν κατατεθεί. Οπως μας είπαν οι καθηγητές, η πρότασή τους επιλέχθηκε για χρηματοδότηση και αναμένεται η έναρξή της τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Οι ίδιοι σημειώνουν ότι “τα ακραία καιρικά φαινόμενα αναμένεται να ενταθούν στο προσεχές μέλλον και να έχουν πολλαπλάσια καταστροφικά αποτελέσματα λόγω του μοντέλου οικιστικής ανάπτυξης, που επικρατεί στο νησί. Σε αυτό μάλιστα έχουν καταλήξει και οι γενικές διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα τεχνικής επιτροπής, η οποία συντάχθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών της Κύπρου, όταν ένα τέτοιο φαινόμενο είχε πλήξει το δυτικό τμήμα του νησιού το 2006. Τα συμπεράσματα αυτά καταδεικνύουν την έλλειψη Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου και τονίζεται η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου Συστήματος Πληροφοριών, που να περιλαμβάνει τεχνολογίες όπως η τηλεπισκόπηση και τα συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) για πιο αποτελεσματική διαχείριση όλων των σχετικών πληροφοριών”.
Το έργο αυτό προσπαθεί να δώσει απάντηση σε αυτά τα προβλήματα και ελλείψεις και να συνδράμει στη συμβολή ενός ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού.
Στόχος είναι η χαρτογράφηση της μεταβολής της αστικής ανάπτυξης με τη βοήθεια Τεχνικών Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης από δορυφόρους μεγάλης διακριτικής ικανότητας (π.χ. QuickBird, SPOT, GeoEye) καθώς και η διερεύνηση της χαρτογράφησης καταγεγραμμένων πλημμυρικών φαινομένων από δορυφορικές εικόνες radar (ERS, ENVISAT). Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθούν αλγόριθμοι καταγραφής των αλλαγών χρήσεων γης και υπολογισμός των ποσοστών οικοδομικής ανάπτυξης (ποσοστό οικιστικής ανάπτυξης ή ποσοστό αστικοποίησης). Παράλληλα, θα γίνει χρήση γεωλογικών δεδομένων, κτηματολογικών και πολεοδομικών χαρτών, διαγραμμάτων και αεροφωτογραφιών και αναλύσεις ακραίων φαινομένων βροχόπτωσης, σε συνδυασμό με επιτόπιες μετρήσεις και αποτυπώσεις για καταχώρηση όλων των δεδομένων σε ένα Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (G.I.S.). Μέσα από αυτή τη διεπιστημονική προσέγγιση, θα γίνει εκτίμηση τόσο στην υφιστάμενη κατάσταση μιας προεπιλεγμένης περιοχής, αλλά ταυτόχρονα θα πραγματοποιηθούν προσομοιώσεις και υδραυλικές αναλύσεις για μελλοντικούς κινδύνους πλημμύρων και εκτίμηση των δυνητικών ζημιών. Στις προσομοίωσης αυτές θα υλοποιηθούν υδραυλικές αναλύσεις και γίνει χρήση τρισδιάστατου μοντέλου αναγλύφου, που θα παραχθεί με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών (όπως Επίγειων Σαρωτών τύπου Laser, Δορυφορικών Συστημάτων Πλοήγησης), καθώς και Ψηφιακά Μοντέλα Εδάφους που θα παραχθούν από δορυφορικές εικόνες και αεροφωτογραφίες. Τα μοντέλα αυτά θα μας δώσουν τη μορφή μιας λεκάνης απορροής τόσο στην υπάρχουσα κατάσταση, όσο και στο παρελθόν, έτσι ώστε να εντοπιστούν τυχών αλλοιώσεις της από ανθρωπογενείς επεμβάσεις.
Χάρτες κινδύνου
Αποτέλεσμα του έργου θα είναι αφενός να δημιουργηθούν χάρτες κινδύνου πλημμύρων (όπως άλλωστε καταλήγουν και τα συμπεράσματα ευρωπαϊκής επιτροπής: 2005/C 221/08) και αφετέρου θα συμβάλλει στη διαχείριση και μείωση του κινδύνου για τους ανθρώπους, τις ιδιοκτησίες και το περιβάλλον, μετά από ένα τέτοιο φαινόμενο. Απώτερος στόχος του έργου είναι να αποτελέσει μέτρο σε μια ενιαία αντιπλημμυρική στρατηγική για όλη την περιοχή της Κύπρου
Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι γενικοί στόχοι του έργου είναι:
-Συμβολή στον αειφόρο χωροταξικό σχεδιασμό. Τα ερευνητικά αποτελέσματα του έργου θα αποτελέσουν φάρο στους φορείς άσκησης χωροταξικού σχεδιασμού και πολιτικής, ενώ η διάδοσή τους θα συμβάλλει στην αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού όσον αφορά τις περιοχές που είναι εκτεθειμένες σε κίνδυνο πλημμύρας.
-Συμβολή στην μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του κινδύνου στο προσεχές μέλλον. Αναμένεται ότι με τη χαρτογράφηση περιοχών υψηλού κινδύνου και τη διάχυση των αποτελεσμάτων αυτών, οι τοπικές Αρχές θα αναλάβουν δράσεις για την προετοιμασία και αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, όταν συμβούν.
-Ανάπτυξη της γνώσης για τη μελέτη τέτοιων φαινομένων στο ανθρωπογενές περιβάλλον της Κύπρου. Η μελέτη, υδραυλική ανάλυση και προσομοίωση τέτοιων φαινομένων θα ωφελήσει στην κατανόηση των φαινομένων αλλά και του τρόπου με τον οποίο μπορεί να περιοριστούν οι δυνητικές ζημιές.
Καταλήγοντας τονίζουν:
“Είναι ιδιαίτερα εμφανές ότι στην Κύπρο, από ερευνητικής σκοπιάς, δεν έχει αναπτυχθεί οποιαδήποτε ερευνητική δραστηριότητα με τη συνδυασμένη χρήση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης και υδραυλικής προσομοίωσης σε σχέση με τη μελέτη φαινομένων πλημμύρας. Η δορυφορική τηλεπισκόπηση μπορεί να παρέχει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αξιόπιστες μετρήσεις για την αστική ανάπτυξη σε μεγάλες σε έκταση περιοχές, με σχετικά χαμηλό κόστος.
Η χρήση των δορυφορικών εικόνων θα συμβάλλει στην ακριβή μέτρηση της αστικής ανάπτυξης με χαμηλό κόστος σε λεκάνες απορροών, ενώ θα αποφευχθεί αρκετή ανθρώπινη εργασία όπως πρόσφατες μελέτες έχουν καταδείξει.
Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία παρατηρούμε ότι στο παρελθόν έχει αναπτυχθεί παρόμοια ερευνητική δραστηριότητα στον διεθνή χώρο με στόχο τη μελέτη των ακραίων φαινομένων. Με αυτό το έργο θα είναι η πρώτη φορά που θα αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο φαινόμενο, μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση με τη συνδυασμένη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών σε ένα εθνικό επίπεδο.
Ο Βαθμός Καινοτομίας και Πρωτοτυπίας αφορά στη νέα γνώση που θα παραχθεί από την εκπόνηση του έργου, όπως επίσης και στο βαθμό καινοτομίας των αναμενόμενων αποτελεσμάτων.
Το έργο αυτό θα προωθήσει τη χρήση των καινοτόμων τεχνικών τηλεπισκόπησης με στόχο την επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με τον αειφόρο χωροταξικό σχεδιασμό με χαμηλό σχετικά κόστος και με μεγάλη ακρίβεια μετρήσεων”.
“Η χρήση της τηλεπισκόπησης θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας τάσης που θα αναφέρεται στον χωροταξικό σχεδιασμό. Η χρήση της τηλεπισκόπησης σε άλλες χώρες αποτελεί συνήθη πρακτική για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων, ενώ στην Κύπρο η χρήση της περιορίζεται στα στενά όρια της μέτρησης έκτασης ή μιας απλής χαρτογράφησης. Η ανάπτυξη των τεχνικών τηλεπισκόπησης θα ωφελήσει τόσο τους φορείς άσκησης πολιτικής χωροταξικού σχεδιασμού με την τεχνογνωσία που θα τους μεταφερθεί και αναμένεται να αξιοποιηθεί από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων που ασχολείται με το στρατηγικό σχεδιασμό διαχείρισης υδάτινων πόρων”.