´Η τουριστική «αξιοποίηση» των ακτών, η ανεξέλεγκτη δόμηση, η κατασκευή δρόμων κ.λπ. οδήγησαν στην εξαφάνιση των περισσότερων αμμοθινικών συστημάτων και την ανεπανόρθωτη αλλοίωση του τοπίου. Μόνο μέρη δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα παραμένουν μέχρι και σήμερα αναλλοίωτα διατηρώντας την οικολογική ισορροπία τους, τη φυσική ομορφιά τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους´.
Τις επισημάνσεις αυτές κάνουν οι ερευνητές του Μεσογειακού Αγρονομικού Ινστιτούτου Χανίων (ΜΑΪΧ), Γιώργος Καζάκης, Dany Ghosn και Ηλέκτρα Ρεμούνδου, οι οποίοι εργάζονται στο πρόγραμμα Junicoast το οποίο αφορά ακριβώς την προστασία τέτοιων περιοχών όπως οι παράκτιες αμμοθίνες με είδη κέδρων, που εντάσσονται σε προστατευόμενα προγράμματα.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα υλοποιείται από το ΜΑΪΧ σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και τις Διευθύνσεις Δασών Χανίων και Λασιθίου της Περιφέρειας Κρήτης.
Αύριο Πέμπτη 21 Οκτωβρίου θα γίνει στο ΜΑΪΧ η δεύτερη συνάντηση της Επιστημονικής Επιτροπής του προγράμματος και την Παρασκευή 22 Οκτωβρίου η δεύτερη συνάντηση των Εμπλεκομένων Φορέων όπου θα συζητηθούν τα αποτελέσματα των δράσεων που ολοκληρώθηκαν και οι δράσεις προστασίας που ακολουθούν.
Οπως σημειώνουν οι υπεύθυνοι του προγράμματος, ´στο πλαίσιο του δικτύου NATURA 2000 οι παράκτιες αμμοθίνες με είδη κέδρων έχουν χαρακτηρισθεί ως οικότοπος προτεραιότητας. Στην Κρήτη ο οικότοπος αυτός έχει καταγραφεί στο Ελαφονήσι (Κεδρόδασος) στα Φαλάσαρνα, στη νήσο Γαύδο (Σαρακήνικο, Άγιος Ιωάννης, Λαυρακάς) και στη νήσο Χρυσή νότια της Ιεράπετρας. Στο νότιο Αιγαίο υπάρχει επίσης στα νησιά Μήλος, Πολύαιγος, Νάξος και Ρόδος. Δυστυχώς σε καμιά από τις παραπάνω περιοχές δεν έχει συσταθεί Φορέας Διαχείρισης και δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο για την διαχείριση και την αποτελεσματική προστασία του.
Χαρακτηριστικό και κυρίαρχο είδος του οικοτόπου είναι το είδος Juniperus oxycedrus subsp. macrocarpa κοινώς Κέδρος ή Άρκευθος ενώ συμμετέχει και το είδος Juniperus phoenicea (Άρκευθος η Φοινικική ή Αβόρατος). Στον οικότοπο αναπτύσσονται, επίσης, διάφορα συνοδά θαμνώδη κυρίως είδη τα οποία συμβάλλουν στη συγκράτηση της άμμου και συμμετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των αμμοθινών (σκίνος, θυμάρι, λαδανιά, ρείκι, θρούμπι, περιπλόκα κ.α.)´.
Ακόμα οι κ. Καζάκης, Ghosn και Ρεμούνδου εξηγούν: ´Το είδος Juniperus oxycedrus subsp. macrocarpa είναι ένα βραδυαυξές και αιωνόβιο είδος. Εκτιμάται ότι υπάρχουν άτομα μεγαλύτερα των 300 ετών. Είναι φυτό δίοικο, που σημαίνει ότι υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά άτομα, η αναλογία των οποίων στον πληθυσμό θα πρέπει να είναι περίπου 1:1 για να παράγονται υγιείς σπόροι. Αν και η παραγωγή σπόρων είναι μεγάλη ένα μικρό μόνο ποσοστό σπόρων είναι υγιή, ένα επίσης μικρό ποσοστό των υγιών σπόρων είναι ικανό να φυτρώσει, ενώ ένα επίσης μικρό ποσοστό των αρτίβλαστων καταφέρνει να επιβιώσει τον πρώτο χρόνο. Η αναγέννηση των κέδρων σε όλες τις περιοχές είναι ελάχιστη έως μηδενική με μοναδική εξαίρεση την περιοχή Λαυρακά στη Γαύδο. Το είδος Juniperus phoenicea εμφανίζεται, κυρίως, σε σημεία με βραχώδες υπόστρωμα στα όρια του οικοτόπου.
Οι αμμοθίνες με κέδρους, παρόλο που είναι σε απομακρυσμένες ή δυσπρόσιτες περιοχές, δέχονται σήμερα τουριστικές ή αναπτυξιακές πιέσεις. Όλες οι περιοχές λόγω του ιδιαίτερου φυσικού τους κάλλους αποτελούν προορισμό πολλών επισκεπτών για υπαίθρια αναψυχή και κατασκήνωση.
Οι κυριότερες ζημιές που προκαλούν οι επισκέπτες στον οικότοπο είναι 1) το κόψιμο των κάτω κλαδιών των κέδρων για άναμμα φωτιάς ή για τη δημιουργία ελεύθερου χώρου για κατασκήνωση 2) η συμπίεση του εδάφους και η καταστροφή των ποωδών ειδών και των αρτίβλαστων του κέδρου και 3) η ρίψη απορριμμάτων τα οποία όχι μόνο ρυπαίνουν το περιβάλλον αλλά υποβαθμίζουν σημαντικά την αισθητική αξία των πανέμορφων αυτών περιοχών.
Η ελεύθερη βόσκηση των κατσικιών αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα υποβάθμισης του οικοτόπου καθώς καταστρέφονται οι νεαροί βλαστοί των κέδρων αλλά κυρίως καταστρέφονται τα νεαρά άτομα, που καταφέρνουν να επιβιώσουν.
Οι φωτιές που ανάβουν οι κατασκηνωτές αλλά και οι δασικές πυρκαγιές σε γειτονικές περιοχές είναι μια ορατή απειλή για τον οικότοπο καθόσον ο κέδρος δεν είναι πυρόφιλο είδος και δεν αναγεννάται μετά τη φωτιά.
Επίσης η κλιματική αλλαγή, έτσι όπως καταγράφεται σήμερα, επιδεινώνει τις δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των κέδρων (αμμώδες έδαφος, μεγάλη περίοδος ξηρασίας, υψηλές θερμοκρασίες) και συμβάλλει στην εξασθένησή τους (ξήρανση βλαστών) και στην εμφάνιση δευτερογενών επιπτώσεων (προσβολές εντόμων μυκήτων κ.λπ.). Οι επιπτώσεις αυτές λόγω του ότι οι κέδροι είναι πολύ βραδυαυξείς γίνονται ορατές αρκετά αργότερα.
Η κυριότερη, όμως, απειλή για τον οικότοπο είναι η έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των επισκεπτών. Είναι γεγονός ότι, οι επισκέπτες αποδέχονται ευκολότερα περιορισμούς ή κανόνες συμπεριφοράς όταν γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους οι περιορισμοί αυτοί επιβάλλονται. Για τον λόγο αυτό η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για την προστασία του οικοτόπου είναι ένας από τους βασικούς στόχους του 4ετούς προγράμματος JUNICOAST ´Δράσεις για την προστασία των παράκτιων αμμοθινών με είδη Juniperus στην Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο (Ελλάδα)´ που εκτελείται στο πλαίσιο του LIFE+ Φύση και Βιοποικιλότητα και χρηματοδοτείται κατά 75% από την Ε.Ε. (www.junicoast.gr). Παράλληλα το πρόγραμμα εφαρμόζει δράσεις για την οριοθέτηση του οικοτόπου την αποκατάσταση του συστήματος των αμμοθινών, την κατασκευή ήπιων υποδομών διαχείρισης – διευκόλυνσης των επισκεπτών και δράσεις ενημέρωσης – ευαισθητοποίησης του κοινού και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Το JUNICOAST ξεκίνησε το 2009 και εφαρμόζεται σε όλες τις περιοχές της Κρήτης (Κεδρόδασος, Φαλάσαρνα, Γαύδος και Χρυσή) ενώ στις περιοχές του νοτίου Αιγαίου θα γίνει διάχυση των αποτελεσμάτων, ενημέρωση του κοινού και ενημέρωση/εκπαίδευση των αρμοδίων φορέων´.
Καταλήγοντας οι ερευνητές σημειώνουν: ´Η σωστή διαχείριση του οικοτόπου των παράκτιων αμμοθινών με κέδρους θα συμβάλλει, όχι μόνο στην προστασία και διατήρησή του αλλά και στην οικοτουριστική ανάπτυξη των περιοχών καθόσον η προστασία της Φύσης και ο Οικοτουρισμός είναι έννοιες συμβατές και συμπληρωματικές, η ανάπτυξη δε του οικοτουρισμού εξαρτάται άμεσα από την αειφορική διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος´.