Αθήνα
Αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των αστέγων στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στους περιφερειακούς Δήμους, ενώ αντίστοιχη αύξηση παρατηρείται και στα μεγάλα αστικά κέντρα της περιφέρειας.
´Η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Με την οικονομική κρίση έχουν αλλάξει και η ποιότητα και η ταυτότητα των αστέγων. Εκεί που έως πρότινος βλέπαμε άτομα του περιθωρίου, αλκοολικούς, τοξικομανείς ή ανθρώπους με ψυχολογικά προβλήματα, τώρα οι άστεγοι είναι ηλικιωμένοι, μετανάστες και όσοι για κάποιο λόγο έχασαν τη δουλειά και το σπίτι τους», δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η Βασιλική Τζανάκου από την οργάνωση Homeless Support.
Σημειώνει ότι θα μπορούσαν να ληφθούν πρωτοβουλίες για τη στέγαση των ανθρώπων, που για κάποιον λόγο έχουν βρεθεί στον δρόμο, αξιοποιώντας τα ακίνητα του Δημοσίου, τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα, και τονίζει ότι το Ίδρυμα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Η δραστηριοποίηση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στο θέμα της φιλοξενίας των αστέγων είναι μικρή καθώς διαθέτει έναν ξενώνα στον Πειραιά και δύο – τρεις ακόμη εστίες σε Ενορίες της.
«Δραστηριοποιούμαστε κυρίως στο θέμα της σίτισης», τονίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πατήρ Βασίλειος Χαβάτζας, πρόεδρος της Υπηρεσίας Χριστιανικής Αλληλεγγύης. «Το έργο μας είναι κυρίως στη σίτιση των αστέγων. Αυτό, όμως, που παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό είναι ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων, που έρχονται στα συσσίτια. Και όλοι αυτοί δεν είναι απαραίτητα άστεγοι, αλλά είναι και άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους τροφή», λέει ο π. Βασίλειος και προσθέτει ότι για τον λόγο αυτό η Αρχιεπισκοπή έχει φτάσει τις ημερήσιες μερίδες του συσσιτίου στις 1.000 για τον Δήμο Αθηναίων και τις 7.000 για τις Ενορίες.
Οι ´νεο-άστεγοι´
«Η έλλειψη στέγης δεν αφορά μόνον ανθρώπους που ζουν στον δρόμο, ή διαμένουν σε ξενώνες. Υπάρχουν πολλοί, που υφίστανται αφανείς μορφές έλλειψης στέγης και επιβιώνουν σε επισφαλείς συνθήκες, είναι υπό έξωση, ή διαμένουν σε ανεπαρκή και ακατάλληλα καταλύματα, που δεν καλύπτουν τις βασικές προδιαγραφές για μια ανθρώπινη κατοικία», επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Πράξις», Τζανέτος Αντύπας. Προσθέτει ότι έχει αλλάξει και η μορφή του «παραδοσιακού» άστεγου, καθώς οι κλοσάρ στην Αθήνα δεν ξεπερνούν τους 500. Σ? αυτούς έρχονται να προστεθούν οι νεο-άστεγοι, που όλο αυξάνονται τελευταία και μπορεί να είναι αποφυλακισμένοι, οι οποίοι έχουν εκτίσει την ποινή τους για οικονομικά εγκλήματα, αλλά και οικογενειάρχες που έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους γιατί δεν μπορούν πλέον να τους διασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα εκτιμήσεις ΜΚΟ και της FEANTSA (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Οργανώσεων για τους άστεγους) αναφέρουν ότι οι άστεγοι ανέρχονται σε περίπου 20.000 άτομα, χωρίς να συνυπολογίζονται πρόσφυγες, μετανάστες κ.λπ. Η μόνη επίσημη καταγραφή έγινε μόλις το 2009 από το Υπουργείο Υγείας. Ο αριθμός των αστέγων υπολογίζεται σε 7.720 ανθρώπους.
Η κοινωνική λειτουργός, Κατερίνα Πούτου, μέλος της ΑΡΣΙΣ και του Δ.Σ. του Ιδρύματος Αστέγων δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι η ύπαρξη αστέγων από μόνη της δεν δημιουργεί εντάσεις. «Εντάσεις παρουσιάζονται από τη στιγμή που αυξάνονται οι οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις, εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες και παρουσιάζονται ευπαθείς ομάδες αστέγων (χρήστες, μετανάστες, πρόσφυγες)», διευκρινίζει και προσθέτει ότι η σύγκρουση με τις ομάδες αυτές δεν γίνεται με βάση την ιδιότητα του άστεγου, αλλά την άλλη τους ιδιότητα, του χρήστη, μετανάστη ή του πρόσφυγα.
Ανάγκη υποδομών
Σύμφωνα με την κ. Πούτου, τα κέντρα των πόλεων και ιδιαίτερα η Αθήνα έχουν παράδοση φιλοξενίας αστέγων, χωρίς να παρατηρούνται φαινόμενα συγκρούσεων και βίας εναντίον τους. «Κοινωνικές συγκρούσεις σε επίπεδο δρόμου, ως έκφραση θυμού και λόγω ελλείμματος κοινωνικών πολιτικών, εμφανίζονται από τη στιγμή που άλλες ομάδες μέσα από αυτές τις συγκρούσεις θα αναζητήσουν να αποκτήσουν ταυτότητα. Για τον λόγο αυτό και ενόψει της επιδείνωσης οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων είναι αναγκαία η ενεργοποίηση υπηρεσιών κοινωνικών υποδομών και προγραμμάτων για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει ανακατάταξη από τους πολίτες, μέσα από συγκρούσεις βάσης ή η Πολιτεία θα εγγυηθεί πολιτικές κοινωνικής προστασίας», σημειώνει.
«Το πρόβλημα των αστέγων δεν είναι εισαγόμενο, αλλά αφορά ένα μεγάλο ποσοστό του γενικού ελληνικού πληθυσμού, υπό έξωση, νέοι, χρήστες», επισημαίνει ο Σπύρος Ψύχας, μέλος της ΑΡΣΙΣ και του Δ.Σ. της FEANTSΑ και συμπληρώνει ότι «η Πολιτεία κάνει πως δεν βλέπει το πρόβλημα. Δεν υπάρχει καταγραφή από τις κοινωνικές υπηρεσίες και όσα στοιχεία κατά καιρούς παρουσιάζονται δεν είναι αξιόπιστα».
Αναφερόμενος στους ξενώνες φιλοξενίας, τονίζει πως «οι ξενώνες του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και του δήμου συμβάλλουν στον ιδρυματισμό και δεν αναπτύσσονται προγράμματα επανένταξης. Δεν γίνεται τίποτα προκειμένου να εφαρμοσθεί το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2008 για τη λήψη μέτρων για τους αστέγους του δρόμου, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Δεν έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα ο θεσμός της κοινωνικής κατοικίας, που ισχύει σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες».