Βρυξέλλες
Ολοένα και μεγαλύτερη γίνεται η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις εισαγωγές ψαριών από τρίτες εκτός Κοινότητας χώρες, καθώς την τελευταία δεκαετία το μερίδιο των εισαγωγών στο σύνολο της κατανάλωσης ψαριών στα 27 κράτη μέλη αυξήθηκε από το 48%, στο 60%.
Αυτό υπογραμμίζει ο κοινοτικός επίτροπος Εμπορίου, κ. Ντε Χουχτ, σε απάντηση που έδωσε στους Έλληνες ευρωβουλευτές της Ν.Δ. κ.κ. Γιάννη Τσουκαλά και Γιώργο Παπαστάμκο, προσθέτοντας ότι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), για την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση των όρων διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου αγροτικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων τα ψάρια και τα προϊόντα υδατοκαλλιεργειών, στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η επίτευξη ενός ισορροπημένου αποτελέσματος τόσο για τους αλιείς και υδατοκαλλιεργητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και για τις απαιτήσεις των ευρωπαίων καταναλωτών.
Η Κομισιόν, επισημαίνει ο κ. Χουχτ, θεωρεί ότι ένας μηχανισμός οριζόντιας μείωσης των δασμών για τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιεργειών, που θα εφαρμόζεται γενικά τόσο από την Κοινότητα, όσο και τις τρίτες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες, είναι η καλύτερη εγγύηση ώστε όλα τα μέλη του ΠΟΕ να συνεισφέρουν στην περαιτέρω απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου αλιευτικών προϊόντων. Πάντως, όπως σημείωσε ο κοινοτικός Επίτροπος, η Κοινότητα δεν μπορεί να επιβάλει τα δικά της κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα στις τρίτες χώρες, καθώς αυτό δεν συνάδει με τις διατάξεις του ΠΟΕ. Στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, προσθέτει, να πετύχει σταθερούς όρους συναλλαγών με υψηλό επίπεδο ασφάλειας των τροφίμων για τους πολίτες της. Για το λόγο αυτό, το νέο πιστοποιητικό παράνομων, λαθραίων και μη ρυθμισμένων αλιευμάτων, επιτρέπει στην Κοινότητα να εμποδίσει την είσοδο των παράνομων αλιευτικών προϊόντων στην αγορά της. Η ευρωπαϊκή αγορά αλιευμάτων είναι σήμερα η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο, με εισαγωγές που σε αξία υπερβαίνουν αυτή τη στιγμή τα 17 δις ευρώ, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις η ζήτηση για αλιεύματα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,5 εκατ. τόνους μέχρι το 2030, το μεγαλύτερο κομμάτι της οποίας θα καλυφθεί κατά πάσα πιθανότητα από εισαγωγές, κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες.