«Όταν τελικά σε κάποια στιγμή το μάτι μου αποσπάστηκε από τη μελέτη, πρόσεξα τον Γαρεδάκη να στέκει και να με βλέπει σιωπηλός και μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα. Παραξενεύτηκα προ στιγμής και μ’ όλο το θάρρος της πεντάχρονης γνωριμίας μας -αυτός συντάκτης του “Παρατηρητή” κι εγώ συνεργάτης και παλιό μέλος της σύνταξης, όταν η εφημερίδα αυτή ανήκε στον Μπακλατζή- του είπα: «Και πώς από τα μέρη μας πρωί πρωί;». Πλησίασε, κάθισε και μου ‘πε: «Αποφάσισα να βγάλω εφημερίδα». «Και από πότε με το καλό;» «Έχει μπει στο κανάλι για καλά κι ελπίζω σ’ ένα μήνα να κυκλοφορήσει το πρώτο φύλλο». «Και τ’ όνομα αυτής;» «“Χανιώτικα νέα”». «Πετυχεμένος τίτλος. Αλλά…» «Τι αλλά;» «Κακά χρόνια». «Το βλέπω, αλλά θα τα καταφέρω». «Έχεις πείσμα και οράματα και θα τα καταφέρεις! Καλή επιτυχία, λοιπόν!» «Ναι, αλλά στην επιτυχία πρέπει να συμβάλλεις κι εσύ!» Χωρίς να το σκεφτώ το πράγμα, του είπα το «εντάξει, θα βοηθήσω». Απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε ο αξέχαστος Μιχάλης Γρηγοράκης (μίγρης), με τίτλο “Το ξεκίνημα” στο 24σέλιδο αφιέρωμα για τα 30 χρόνια από την έκδοση των “Χανιώτικων νέων”. Σαν παραμύθι η αφήγηση του!
«Τα “Χανιώτικα νέα” είναι μια σύγχρονη Αργώ. Ένα πλεούμενο που φυσικά μοιάζει, αλλά και βέβαια διαφέρει με εκείνο της μυθολογίας. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δική μας Αργώ δεν πήγε μια κι έξω μέχρι την Κολχίδα, αφού μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 9.103 πετυχεμένες εκστρατείες, πάει να πει ότι επιστρέφοντας κάθε φορά, έχει πάντα μαζί της, και μάλιστα σε χιλιάδες φύλλα το “χρυσόμαλλο δέρας” της έγκαιρης και έγκυρης ενημέρωσης. Μια άλλη διαφορά έχει να κάνει με τον αρχηγό της Αργοναυτικής Εκστρατείας τον Ιάσονα και με τον ιδρυτή και διευθυντή της εφημερίδας, τον Γιάννη τον Γαρεδάκη. Είναι, βέβαια, κι οι δυο “μονοσάνδαλοι” ή “μονοστίβανοι”, ο ένας έχασε το σανδάλι του σ’ ένα ποταμό κι ο άλλος, ως Αποκορωνιώτης (απ’ τον Τζιτζιφέ) δεν απέκτησε ποτέ δεύτερο στιβάνι, ο δικός μας, όμως, δεν έχει μόνο πάντα καλούς συνεργάτες, ξέρει κιόλας καλύτερα ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές και δεν το βάζει κάτω, με τίποτα». Απόσπασμα απ’ το δικό μου κείμενο με τίτλο “Η δική μας Αργώ” στο περί ου ο λόγος παραπάνω αφιέρωμα.
«Σταθμός τελευταίος το 1997. Και συνεχίζουμε με τον ίδιο ενθουσιασμό, τα ίδια επικίνδυνα άλματα. Αθεράπευτα ερωτευμένος μ’ αυτή τη δουλειά μετά από 35 χρόνια παρουσίας στον δημοσιογραφικό χώρο, δεν φαίνεται να είμαι έτοιμος για την “τελεία και παύλα”. Ήδη ένας πλήρης εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων της εφημερίδας είναι γεγονός, όπως και η καλύτερη αναδιάρθρωση και επιλογή της ύλης. Εξειδικευμένο πια προσωπικό βάζει και προσθέτει τη δικιά του ευαισθησία και γνώση στην έκδοση των “Χ.ν.”. Μαζί με το παλιό δίδουν πλέον ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Και οι στόχοι πάντα οι ίδιοι: Σωστές παρεμβάσεις στην εν γένει ζωή του τόπου και όσο γίνεται πληρέστερη και αντικειμενική ενημέρωση του πολίτη. Αγωνιζόμαστε καθημερινά, διεύθυνση – προσωπικό, συνεργάτες για την επίτευξη των στόχων αυτών. Για τους χιλιάδες πλέον αναγνώστες των “Χ.ν.” δεν έχουμε δικαίωμα να αποτύχουμε». Ο επίλογος του κειμένου που έγραψε, αντί προλόγου, στο ίδιο αφιέρωμα, με τίτλο “Ματιές στο παρελθόν – Ελπίδες για το μέλλον», ο ιδρυτής της εφημερίδας Γιάννης Γαρεδάκης.
«Εξίσου λαμπρό με το παρελθόν και το παρόν, το μέλλον της εφημερίδας μας», είχα γράψει στις 19 Ιανουαρίου 2018, στη στήλη, στον απόηχο μιας μεγάλης γιορτής που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων, με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου της. Κι ακόμα λαμπρότερο, η ευχή μου, γράφω σήμερα παραμονή των 55ων γενεθλίων της. Των παλιών πατήματα των σημερνών γεφύρια! Τη γνωρίζεις καλά, κι αυτό, ως διευθυντής της, και συντονιστής του υπέροχου “εμείς” της, με σύμβουλο τον Γιάννη Γαρεδάκη, Παρασκευά. Εξ αδιανεμήτου πλούτος για τον τόπο μας τα “Χ.ν.”, όπως και το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη και το Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου…
Και βέβαια για τα “Χανιώτικα νέα” οι σημερινές μαντινάδες της Νεκταρίας Θεοδωρογλάκη. «Δεκέμβρη του ‘67, το πρώτο φύλλο βγάνει/ με ιδρυτή ξεχωριστό τον Γαρεδάκη Γιάννη», μας λέει στην πρώτη. «Έγκυρη ενημέρωση όσοι επιθυμούνε, στα “Νέα τα Χανιώτικα” συνδρομητές να ‘ρθουνε», συνεχίζει στη δεύτερη. Για να μας πει στην τρίτη: «Πενήντα πέντε χρόνια συναπτά κι ακόμα συνεχίζουν/ και αναγνώστες τακτικούς και ένθερμους κερδίζουν».