Ο σύντεκνος Κωστής ήταν σκέτη απόλαυση. Καθισμένος στον πρωινό ήλιο στο πεζοδρόμιο της κεντρικής καφετέριας, ρουφούσε τον γλυκύ βραστό του με ύφος υπέρτατης ευτυχίας. Ποτέ άλλοτε -και ιδιαίτερα τους τελευταίους δύσκολους καιρούς- δεν είχα δει στο πρόσωπό του αυτό το μεγαλείο μακαριότητας. «Σύντεκνε», μου λέει, «άπλωσε στον ήλιο το πρόσωπό σου, ώστε να μη μείνει κανένα σημείο του στη σκιά. Απόλαυσε το καφεδάκι σου, άκουσε παραδομένος τις ειδήσεις με τα νέα μέτρα που ειδοποιούν για τους νέους φόρους, τα νέα μεγάλα ζόρια που θα ?ρθουν και ρούφα τον ήλιο του Νοέμβρη πριν τον φορολογήσουν κι αυτόν. Πάρε βαθιές αναπνοές από τον φρεσκοπλυμένο αέρα πριν κι αυτός αρχίσει να χορηγείται φορολογημένος από τα δημόσια αποθέματα. Βρώμικος και κακοσυντηρημένος, όχι φρέσκος κι καθαρός»..! Κατάλαβα πως ο σύντεκνος Κωστής, αν δεν είχε «περάσει απέναντι» άρχισε να κάνει άσκηση αντίστασης εναντίον των νέων μέτρων, τα οποία εξαγγέλλονται καθημερινά. Θέλησα να τον ελέγξω. «Σύντεκνε, η γυναίκα, τα παιδιά, τα εγγόνια είναι καλά ;» τον ρώτησα. «Οχι σύντεκνε», μου απήντησε. «Γι? αυτούς κλαίω τα βράδια».
ΑΕΣ