Δες την τώρα, τη χώρα πώς βγαίνει στον μακρύ, δυσβάσταχτο ανήφορο, γυμνή χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς κάλπικα λόγια και κάλπικα όνειρα, χωρίς τις ´παχιές μύγες´ του συλλογικού ψεύδους· δες την τώρα, χωρίς την αχρωματοψία του κ. ´Τιποτόπουλου´: ´Εγώ καλά περνάω μπάρμπα´, χωρίς τον παλιμπαιδισμό της συστηματικής απόκρυψης της αλήθειας, χωρίς τους νάνους με τα? πήλινα πόδια.
Δες την τώρα, αν τολμάς (ίσια – κατάματα) με μόνη της περιουσία τα παιδιά της, που βροντοφωνάζουν: ´Δεν μπορούν να μας πάρουν τίποτα, γιατί όλα τα ?χουμε μέσα μας!´.
Δες την τώρα, που δεν είναι υπηρέτης δύο αφεντάδων· ασίλια, ατόφια, μαγκιόρικη.
Εχει μόνον εμάς και της φτάνουμε και της περισσεύουμε;
Μην φοβάσαι!
Δες την τώρα, με την κρυφή γοητεία της γύφτισσας νύχτας, χωρίς λαμπιόνια, χωρίς νέον, χωρίς την φασαρία του κίβδηλου καταναλωτισμού.
Δες την. σαν ένα βότσαλο στη λίμνη. Ενα παιδί σκύβει, το παίρνει, το πετά στον ουρανό.
Το βότσαλο, έγινε ευχή, φωνή, αντάρα.
Κοίταξε τον ουρανό?
Μην φοβάσαι!
Ο ήλιος τσαλαπατά τις σκιές.
Δες την τώρα, δες την ολάκερη!
Χωρίς τα ´σπασμένα μάρμαρα της μεμψιμοιρίας, της ρυπαρής μιζέριας, της γυναικουλίστικης δειλίας´.
Δες την κατάματα!
Οπως το βότσαλο στην άμμο.
Χωρίς ´κουστούμι στα γιουσουρούμ´, χωρίς παράτες, χωρίς σημαιάκια.
Δεν την και αποφάσισε:
Με τούτη τη χώρα ή με την ´άλλη´, των ενοχών, ´του σάλιαγκα, του μάλιαγκα´, της πρωινής ´νυφίτσας´ στην τηλεόρασή των;
Δες και αποφάσισε!
Υ.Γ. Κι αν δεν μπορείς να δεις, μύρισε.
´Τίποτα στον κόσμο δεν μυρίζει σαν το γιασεμί των Χανίων´.