(2011 ΕΓΧ 108?)
Φαντασίας.
Σκην.: Ντάρεν Αρονόφσκι. Μουσ: Κλιντ Μάνσελ. Ηθ.: Νάταλι Πόρτμαν, Μίλα Κούνις, Βινσέντ Κασέλ, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ.
Η Νίνα, μπαλαρίνα στην Ακαδημία Χορού στη Νέα Υόρκη, ζει και αναπνέει μέσα από τη διαδικασία του χορού. Συγκάτοικος με την ψυχαναγκαστική, πρώην μπαλαρίνα μητέρα της, η Νίνα νιώθει ασφυκτικά την πίεση γύρω της. Ο Τόμας Λίροϊ, καλλιτεχνικός διευθυντής της Ακαδημίας, αποφασίζει να αντικαταστήσει την πρίμα μπαλαρίνα για την παράσταση «Η Λίμνη των Κύκνων» και μέσα στα σχέδιά του είναι η ανάθεση του ρόλου στη Νίνα, ως η πρώτη επιλογή, αρκεί εκείνη να κερδίσει τον ρόλο από την ανταγωνίστριά της, την νέα χορεύτρια Λίλι. Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών, ανάμεσα στις δυο ανταγωνίστριες χορεύτριες, αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη και παράξενη σχέση φιλίας. Πιεσμένη από οικογενειακό και καλλιτεχνικό περίγυρο, η Νίνα έρχεται όλο και περισσότερο σε επαφή με τη σκοτεινή της πλευρά…
Σε αντίθεση με τα κλασικά θρίλερ, που διατηρούν ως φόντο τον κόσμο του εγκλήματος ή το περιβάλλον στοιχειωμένων αρχοντικών, ο Αρονόφσκι παρουσιάζει το πορτρέτο μιας γυναίκας, που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας επικίνδυνης ψύχωσης, χρησιμοποιώντας ένα απροσδόκητο σκηνικό χώρο: τον καλλιτεχνικά ηλεκτρισμένο και απαιτητικό κόσμο του επαγγελματικού μπαλέτου. Για τον Αρονόφσκι, αυτό είναι το τέλειο φόντο προκειμένου να ξετυλίξει μια οπτικά εκρηκτική ιστορία για την πίεση, όταν αυτή προέρχεται από την στοιχειωμένη εμμονή της τελειότητας. Όπως και στον «Παλαιστή», η ταινία αυτή του δίνει έναυσμα, ώστε να προσεγγίσει και να εξερευνήσει έναν άγνωστο κόσμο, ανακαλύπτοντας και φέρνοντας στην επιφάνεια, ταυτόχρονα, τις βαθιά κρυμμένες πτυχές ενός ανθρώπου, μιας αφοσιωμένης μπαλαρίνας, η οποία θυσιάζει ακόμα και τον εαυτό της, για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι ομοιότητες και τα κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις ταινίες «Παλαιστής» και «Μαύρος Κύκνος» είναι αρκετές, σε σημείο μάλιστα να οδηγείσαι εύκολα στο συμπέρασμα, ότι η μια αποτελεί τη φυσική συνέχεια της άλλης. Η πάλη και το μπαλέτο, αναμφισβήτητα είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, εντούτοις η εμμονή της τελειότητας μπορεί να αγγίξει και τους δυο χώρους με εξίσου καταστροφική διάθεση. Στη νέα αυτή ταινία του, ο Αρανόφσκι, βουτά σε στιγμές ατόφιου ψυχολογικού τρόμου, με έναν τρόπο που δεν τον έχουμε προηγούμενα βιώσει από αυτόν. Οι δυο ταινίες, συνδέονται μεταξύ τους με θέματα σωματικών προκλήσεων και ψυχικών αναταραχών, αλλά και με μια κινηματογραφική συνιστώσα, από το ύφος του σκηνοθέτη, που παρασύρει το θεατή, ως τον ουσιώδη μάρτυρα, στο συναρπαστικό εσωτερικό κόσμο των αντίστοιχων χαρακτήρων. Ίσως, στην συνολική αντιμετώπισή της, η ταινία υπερθεματίζει στη συμβολική υπερβολή με μια δραματουργικά αλληγορική ένταση, φωταγωγός, μέσω του οποίου γίνεται αναγνώσιμη -μόλις στις τελευταίες σκηνές της ταινίας- η αισθητική γραφή του Αρανόφσκι.
Μερικοί, θεωρούν την πάλη ως τον πάτο των μορφών της τέχνης, ενώ κάποιοι άλλοι αποκαλούν το μπαλέτο ως το απόγειο των μορφών της. Ωστόσο, μεταξύ τους υπάρχει κάτι που ουσιαστικά είναι κοινό. Ο Μ. Ρουρκ – Ράντι ως παλαιστής, βιώνει κάτι παρόμοιο με αυτό που περνάει η Ν. Πόρτμαν, Νίνα ως μπαλαρίνα. Και οι δύο τους είναι καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν τα σώματά τους προκειμένου να εκφραστούν και αμφότεροι απειλούνται από φυσικούς τραυματισμούς, ακριβώς επειδή τα σώματά τους αποτελούν το μοναδικό εργαλείο έκφρασης που διαθέτουν. Οι δύο ταινίες συνδέονται επίσης από μια κεντρική ερμηνεία, που καταδύεται πολύ πιο βαθιά από την επιφάνεια. Ο ρόλος της Νίνα, βέβαια, είναι πολύ διαφορετικός απ? ότι μέχρι σήμερα έχει δοκιμάσει η Πόρτμαν, ρόλο που ομολογουμένως η ίδια αντιμετωπίζει υποκριτικά με μια εντυπωσιακή διάθεση εσωτερικής ταύτισης, κάτι που δίκαια της χάρισε το Α? Βραβείο Ερμηνείας στις Κάνες αλλά και την αντίστοιχη υποψηφιότητα στα Όσκαρ?