Εγραφα, μεταξύ άλλων, την 1η του Φλεβάρη, σ? ένα κείμενο με τίτλο: «Λόγια, λόγια, λόγια», ότι πολλά είναι «τα πώς και τα γιατί. Αναπάντητα τα περισσότερα. Κάτι ανάλογο», προσέθετα, «συμβαίνει και με το ´παραμύθι´ της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Όταν ξεκίνησε η… αφήγηση, η πραγματική τουριστική περίοδος στον Νομό Χανίων διαρκούσε πέντε – έξι μήνες. Τώρα, η τουριστική περίοδος τείνει, για αρκετές επιχειρήσεις, να συρρικνωθεί σ? ένα τετράμηνο. Ιούνιος – Σεπτέμβριος. Κι εμείς μιλάμε ακόμη για επιμήκυνση!»
Στο ίδιο κείμενο αναρωτιόμουν: «Γιατί, στ? αλήθεια, να έρθει ο επισκέπτης από το εξωτερικό στην Ελλάδα τον Μάρτιο, τον Απρίλιο ή τον Νοέμβριο; Για τις… υπέροχες -στα χαρτιά ως επί το πλείστον- υποδομές μας; Για τις προβληματικές συγκοινωνίες μας; Για τα Μουσεία μας και για τις… αποκαλυπτικές εργασίες ανάδειξης των αρχαιολογικών πόλεων στην ενδοχώρα; (Φωτεινή εξαίρεση των τελευταίων ετών στον Νομό Χανίων η περίπτωση της Αρχαίας Απτέρας). Για το ενετικό μας λιμάνι, μοναδικό ´κόσμημα´ της πόλης μας, που παραμένει υποβαθμισμένο, αισθητικά και ουσιαστικά;»
Ξεφυλλίζοντας τις προάλλες το τελευταίο τεύχος του -ευρέως γνωστού- περιοδικού «Time» «έπεσα» πάνω σ? ένα άρθρο του κ. Τσαρλς Μακντέρμιντ για… την Κρήτη και τα Χανιά! Τίτλος του άρθρου; «Αντίο καλοκαίρι. Γιατί η Κρήτη είναι καλύτερη κατά τη διάρκεια της ´χαμηλής´ σεζόν».
Ομολογώ ότι εξεπλάγην. Αφ? ενός -και κυρίως- γιατί υπήρχε άρθρο στο «Time» για τα Χανιά και την Κρήτη και αφ? ετέρου για την προσέγγιση του αρθρογράφου, ο οποίος βρέθηκε προφανώς στον τόπο μας και, κατά συνέπεια, αποτύπωσε βιωματικά στο χαρτί όσα είδε, άκουσε και αισθάνθηκε κατά την παραμονή του.
Επιμένω ότι οι επισκέπτες από το εξωτερικό δεν έχουν πολλούς λόγους για να έρθουν στον Νομό Χανίων την περίοδο Νοεμβρίου – Μαΐου, την οποία ο κ. Μακντέρμιντ χαρακτηρίζει «χαμηλή» σεζόν. Ή, για να το διατυπώσω ακριβέστερα, δεν έχουμε φροντίσει εμείς να έχουν, καθώς οι προδιαγραφές (φυσικό περιβάλλον, πολιτισμός, παράδοση, ιστορία, καιρικές συνθήκες) είναι εξαιρετικές και απομένουν συγκεκριμένα έργα και συγκεκριμένες κινήσεις – πρωτοβουλίες με συγκεκριμένη στόχευση. Και, κυρίως, με συνέχεια και συνέπεια.
Ωστόσο, η προσέγγιση του κ. Τσαρλς Μακντέρμιντ με οδήγησε να σκεφθώ ότι ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι -ίσως, κυρίως, όσοι ζουν σε μεγαλουπόλεις του εξωτερικού- να αρκούνται, εν πολλοίς, σε αυτό που βιώνουν επισκεπτόμενοι τα Χανιά από τα τέλη Νοεμβρίου έως τον Μάιο. Να βρίσκουν, δηλαδή, αυτό που τους λείπει. Ησυχία, ηρεμία και γαλήνη, επαφή με το φυσικό περιβάλλον, επικοινωνία, με τον ίδιο τους τον εαυτό και όχι μόνο. Ίσως…
Γράφει, μεταξύ άλλων, (σε ελεύθερη μετάφραση), ο κ. Μακντέρμιντ:
«Υπάρχει κάποιος λόγος όταν παρατηρείς ότι οι εκπληκτικές παραλίες, σε αυτήν την απόχρωση μεσογειακού μπλε κοβαλτίου, είναι σχεδόν έρημες από κόσμο.
Ο ενθουσιασμός ολοένα αυξάνει όταν βρίσκεις τον εαυτό σου να περιφέρεται κυριολεκτικά ολομόναχος ανάμεσα σε έναν λαβύρινθο από ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μικρά ´φαγάδικα´ κι εδώ κι εκεί αναδυόμενους ιβίσκους.
Από την ώρα που οι βαλίτσες σου έφτασαν σ? ένα ξενοδοχείο πάνω στο κύμα και γεύεσαι το πρώτο σου ποτήρι τοπικό κρασί, κτυπάει καμπανάκι: η Κρήτη κατά τη διάρκεια της ´χαμηλής´ σεζόν είναι υπέροχη.
Κάθε χρόνο, από τα τέλη Νοεμβρίου έως τον Μάιο, το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας δείχνει την πιο γλυκιά του όψη και το βόρειο λιμάνι της πόλης των Χανίων είναι το καταλληλότερο για να βρεθείς.
Ξέχασε τα μεγάλα γκρουπ ανθρώπων που συναντάς με τον μαζικό τουρισμό και τις πολύβουες παραλίες και τα μπαρ που στιγματίζουν την καλοκαιρινή περίοδο της πόλης, ενώ μπορείς να βρεις εκπληκτικές προσφορές».
Και σε άλλο σημείο σημειώνει:
«Τα Χανιά είναι φημισμένα για το παλιό λιμάνι τους με τα σοκάκια, στα οποία μπορείς να περιηγηθείς και για την παραλιακή τους ζώνη με τα πολλά ´καφέ´. Η πόλη, η δεύτερη μεγαλύτερη στην Κρήτη με 57.000 κατοίκους, αμέσως γοητεύει με τους στενούς της δρόμους, με τα βουνά στα νώτα της και την ανοιχτή θάλασσα στον βορρά της».
Συμπέρασμα: Δεν έχει σημασία μόνο τι «πουλάς». Αλλά έχει τεράστια σημασία και πώς το «πουλάς». Εμείς -και είναι προφανές ότι δεν αναφέρομαι στην ιδιωτική πρωτοβουλία- δεν έχουμε καν φροντίσει να «πουλήσουμε» το -όποιο- τουριστικό μας προϊόν την περίοδο Νοεμβρίου – Μαΐου. Σκέφτομαι: Αν το «πουλούσαμε», άραγε, λέω αν, πώς θα το κάναμε; Και ομολογώ ότι μελαγχολώ…