Γράφει ο Ανέστης Καζάζης
ankaz2011@hotmail.com
Συναντώ τη Μελίνα. Την αντικρίζω, παρατηρώντας την απόσταση που μας χωρίζει. Ο ικανός εκείνος αριθμός μέτρων που της επιτρέπει να διαβάσει το βλέμμα μου. Παίρνω άδεια απ? την πραγματικότητα και τη συναντώ. Αυθαίρετα.
Ηρθε πάλι. Να μου υπενθυμίσει ότι η χωρητικότητα της μνήμης μου δεν της αρκεί. Να μου αποδείξει ότι το χαμόγελό της μπορεί να θρυμματίσει το νεοελληνικό μου άγχος. Να μου θυμίσει ότι το πιο βαθύ και αγνό γέλιο είναι αυτό του αυτοσαρκασμού. Ακούω τα βήματά της. Υπάρχει στ? αλήθεια κάτι πιο ερωτικό απ? το να ακούς μια γυναίκα να έρχεται; Βρίσκουμε κοινό ρυθμό στον δρόμο απένταντι απ? το Καλλιμάρμαρο. Χρόνια πίσω την είχα δει να μπαίνει με τα χέρια σηκωμένα σε χαιρετισμό. Κατάμεστες οι κερκίδες, μια ακόμη στιγμή παράδοσης της φλόγας σε ξενόγλωσσους Ολυμπιακούς εραστές. Τώρα, η μέρα σε σύγχυση. Αψάδα χειμώνα και γλυκύτητα άνοιξης. ´Μέχρι κι ο ουρανός είναι σε αβεβαιότητα στις μέρες μας´ μου λέει κοιτώντας ψηλά. Πιο πάνω από το ψηλά. Κρατά σταθερό βήμα. Κοντοστέκεται μόνο όταν τα δέντρα αφήνουν ανοίγματα. Να ακούσουμε το κράμα των ήχων που φτάνει στα αφτιά. Να δούμε τα σπίτια που στριμώχνουν τον Βράχο. Πέρα, πίσω μας, τα Αττικά βουνά, επισημοποιούν την αδυναμία μας στην αποκρυπτογράφηση της ησυχίας.
Ολοι οι άλλοι αυτού του κόσμου είναι εκεί αλλά σιωπούν. Η πρωτεύουσα σε παύση. Το τραμ ξεγλιστρά βρίσκοντας βολική κατηφόρα, προσπερνώντας Στύλους παρελθοντικών Θεών. Μόνο τα παγώνια στον Εθνικό Κήπο γνωρίζουν την παρουσία μας. Κάνουν να πλησιάσουν και σταματούν διστακτικά από κάγκελα και απορία.
Παίρνουμε το πρώτο στενό. Ο ήλιος κατεβάζει σκιές στους τοίχους. Με τα αναρριχητικά φυτά και τα μεγάλα παράθυρα σπιτιών να υποπτεύονται την ύπαρξη θέας. Εντοπίζουμε τρίστρατο και καθόμαστε για καφέ. Επιλέγω πλάγιο βλέμμα για να την παρατηρήσω κρυφά κι ευγενικά. Λευκές ρίγες σε μπλε φόρεμα. Εύθραυστες τιράντες που αγκαλιάζουν ώμους. Αν ήταν άγαλμα, θα ήταν ένα από κείνα τα ρωμαϊκά. Γυναίκα Καίσαρα ή ερωμένη Συγκλητικού. Λάθος! Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από Ελληνίδα. Μαλλιά ξανθά. Κινούνται. Τα μαλλιά της είναι ζωντανά. Πετάγονται από το καπέλο που μάταια προσπαθεί να συγκρατήσει τις μπούκλες. Γυαλιά σκιάζουν το μεγάλο στόμα που αναπνέει με ευχαρίστηση. Η ακοή μου στο ζενίθ. Ακούω τη χαρά στην αναπνοή της.
´Η ελληνική σημαία κάθεται δίπλα μου με καφέ ελληνικό´ σκέφτομαι για να το μετατρέψω σε εικόνα κατανοητή. ´Ετσι είναι τούτη η χώρα´ μου λέει σηκώνοντας το φλιτζανάκι, σα να διάβαζε τη σκέψη μου. ´Φουντώνει, ζεματάει αλλά καταφέρνει να χωρέσει την ομορφιά της σε ένα τόσο δα μικρό φλιτζανάκι. Γλυκιά και σκληρή ταυτόχρονα´.
Στρέφω τα μάτια στον ουρανό. Οταν επιστρέφω πάνω της, τα χρώματα καταργούνται. Το φόρεμα ασπρόμαυρο πια. ´Ηταν μπλε με λευκές ρίγες ή το αντίστροφο;´. Αδυνατώ να θυμηθώ. ´Ελεγα να πάω στο Μουσείο. Θα έρθεις;´, τη ρωτώ. Είναι η πρώτη φορά που διακρίνω υποψία ενδοιασμού στο βλέμμα της. ´Αυτό το Μουσείο, το ξέρω απ? την καλή κι απ? την ανάποδη´, προσθέτει και ξεσπά σε γέλιο. Λέξεις και γέλιο ολοστρόγγυλα, λες και είναι εκείνη η υπεύθυνη της ανακάλυψής τους.
Σηκώνομαι με την εικόνα ενός Μουσείου που ίπταται ανάποδα. Πάνω απ? το κεφάλι μου, οι Καρυάτιδες με κοιτάζουν με μάτια ορθάνοιχτα. Ράχες αλόγων γυαλίζουν ιδρωμένες. Απομακρύνομαι. Ο καιρός το γυρίζει σε βροχή. Δάκρυα μαρμάρινων νέων με σίγουρο βήμα, ξεπλένουν τη δική μου αβεβαιότητα. Τα χρώματα σιγά – σιγά επανέρχονται. Η κίνηση βρίσκει θόρυβο. Στο βάθος του στενού η Ακρόπολη. Αρχαία περγαμηνή που απλώθηκε στο φως. Καλοδιατηρημένο ερείπιο που κοιτά αφ? υψηλού την κοκεταρία μιας πόλης με πτυχίο στη λησμονιά.
Λιγοστό αεράκι εγκλωβίστηκε μεταξύ γιακά κι αυχένα. Πόσο σύντομες είναι αυτές οι αυθαίρετες συναντήσεις; Μόλις πριν λίγο την ξαναβρήκα και μιλήσαμε. Και ήδη που λείπει. Στον δρόμο προς το Μουσείο. Το ανάποδο. Απομακρύνομαι χωρίς να είμαι βέβαιος αν της είπα το όνομά μου. Είμαι Αθηναίος και αντιδρώ γρήγορα. Θα το είπα αλλά το ξέχασα.
´Χαμογελάει άραγε ακόμα πίσω μου;´, αναρωτιέμαι. Αλλά δεν γυρίζω να δω. Δεν το ?χω για καλό!