Γράφει ο Ανέστης Καζάζης*
Σε γνωρίζω από την κόψη. Τα χέρια είναι αυτά που κόβουν. Το σπαθί απλά ακολουθεί. Θέλει μόνο ένα κομμάτι ουρανού για να υψωθεί. Το βίαιο ημιτόνιο που χαράζεται στον αέρα.
Σε είχε πιάσει η άνοιξη. Δεν σε χωρούσε ο τόπος. Οσο κι αν ανοιγόταν ο κάμπος, ο ορίζοντας στένευε και τα μάτια πονούσαν. Ανοιγόταν κι η θάλασσα. Με μυρωδιές μαστίχας και απάνεμης ξερολιθιάς. Δεν μπορούσες σε τόση ομορφιά να ξαπλώσεις το άδικο. Ηταν κι εκείνα τα αρμυρίκια που έσταζαν στα πρωινά όνειρα. Που γυάλιζαν όπως ο ήλιος στη λάμα του σπαθιού. Την τρομερή. Υπήρχαν στιγμές που το σώμα σηκωνόταν σαν από μόνο του. Και στηνόταν ασάλευτο στην καταμέτρηση του ανέλπιστου.
Πήρες να μιλάς. Τα λόγια κάνουν πόλεμο. Τα όπλα μόνο θορυβούν. Κρατούν τα μάτια ανοιχτά. Υπολογίζουν πολύχρωμα λεφούσια αντιπάλων. Κι εσύ από παιδί, άκουγες εχθρικά βήματα γύρω σου. Μ? αυτά μεγάλωσες. Με ψιθύρους συζητήσεων για τη μεγάλη στιγμή. Κάτι μισόλογα που κάπνιζαν στο τζάκι. Υποψίες πάντα και τίποτα ξεκάθαρο. Φέσι στο χρώμα του αίματος, έκανε τα φρύδια των αλλόθρησκων πιο σκοτεινά. Δεν τις φοβόσουν εκείνες τις σκιές. Κι απλά στο κάθετο φως, άρχισες να μηδενίζεις το άπλωμά τους.
Μέχρι που το αίμα φούσκωσε στις φλέβες. Οι φλέβες κινούν τα χέρια κι όχι η δύναμη. Σε γνωρίζω από την όψη. Απ? τον σφυγμό που χτύπαγε στον καρπό, που μάτωνε το κεφάλι με ιδέες ξεσηκωμού. Ετσι άρχισες να υπολογίζεις στο σθένος. Το μυαλό βρήκε σιγά – σιγά την ξεχασμένη ικανότητα να διακρίνει το αυτονόητο. Το μυαλό είναι αυτό που με βιά μετρά τη γη. Το στόμα έβρισκε πια τα λόγια για να υπενθυμίσει στους ξένους ότι μπορούν να γίνουν σύμμαχοι στο δίκιο. Σου έλειπαν τα λεφτά. Ερραψες πρώτα πρόχειρες τσέπες. Σκάλισες πρόχειρα συρτάρια. Μέτρησες κατάρτια και τα ?ντυσες με σύμβολα. Λίγο λευκό, λίγο γαλάζιο κι έναν σταυρό. Να ξορκίσει το κακό. Μια και καλή.
Είχες τη γεύση από θυμάρι και λιαστή ντομάτα, να χορτάσει η προσμονή. Μπαρούτι και μολύβι να γεμίσουν τα τουφέκια. Και τα ?ριξες στη μάχη. Ολα μαζί. Ηρθαν στιγμές που λιγοψύχησες κι άλλοτε πάλι δάκρυσες από νίκες απρόσμενες. Τα κοντάρια με τις φρεσκοραμμένες σημαίες έκαναν κάθε μέρα και μεγαλύτερες δρασκελιές. Βυθίζονταν στο χώμα που ανάσαινε διαφορετικά. Που άνοιγε μεριές – μεριές. Και κάποια βράδια έβγαιναν τριγύρω πνοές δροσιάς κι άλλοτε πάλι πυκνής σιωπής που υψώνονταν με καπνούς απ? τις φωτιές που ξεγελούσαν το σκοτάδι. Απ? τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά. Ετσι φαντάστηκες την πατρότητα εκείνης της σιωπής. Της παύσης που καταργεί τον χρόνο και περιμένει την εκδίκηση του έντιμου. Εβλεπες το μέλλον μόνο και μόνο γιατί αποφάσιζες να δεις την ιστορία σου. Ξέθαβες αφηγήσεις και υπερηφάνεια που στήριζε σκέψεις και σώμα.
Κι έτσι σε θυμάμαι κάθε χρόνο. Κι αναλογίζομαι, πόσο εύκολο είναι στ? αλήθεια να κάνεις επανάσταση μέσα σε λίγες παραγράφους! Πόσο εύκολα μαζεύεις τις λέξεις και μιλάς για ώρες ατέλειωτες, για κάστρα μυθικά και χωριά που ελευθερώθηκαν. Για τη θάλασσα που έβρισκε ξανά το χρώμα που της ταίριαζε. Ετσι σε θυμάμαι κάθε χρόνο. Κι επιλέγω να ξεχνώ όλα τα άλλα. Αυτά που ακολούθησαν. Τις δανεικές συμμαχικές υποσχέσεις, το σκοτεινό κελί του Κολοκοτρώνη, το αίμα του Καποδίστρια, τους ξενόγλωσσους βασιλείς, τα μάρμαρα που ξενιτεύτηκαν, τις Ιόνιες πατρίδες που λησμονήθηκαν, τους ´φιλέλληνες´ μεγαλοτραπεζίτες, τις πολιτικές Σπιναλόγκες, τους κομματάνθρωπους, το αθώο ρουσφετάκι, τα ένοχα Δεκεμβριανά, τα θαμμένα πορτοκάλια, τις βροχερές νύχτες σε βραχονησίδες που προδόθηκαν, τη φορολογική μπαγαποντιά, τα πειραγμένα μας νούμερα, την Ολυμπιακή φλόγα με τη γλύκα της Coca Cola, τα γιαουρτωμένα βουλευτικά παϊδάκια, τα συνδικαλιστικά θέσφατα, τα μοναστηριακά φέουδα, την επικαιροποιημένη πίκρα του τριμηνιαίου τροϊκανού ελέγχου.
Τα ξεχνώ όλα. Για μια μέρα. Και θυμάμαι τη χώρα σαν πρώτα ανδρειωμένη. Αγνοώ τις παρελάσεις. Η Ιστορία δεν έχει βήμα καθορισμένο. Είναι ποτάμι που ξεπλένει και πνίγει. Κλείνω τα αφτιά σε φιλαρμονικές συνοδείες ακμαίου ηθικού. Το ηθικό έχει δική του μουσική που ξεφεύγει από πατριωτικά πεντάγραμμα.
Κι έτσι σε γνωρίζω. Απ? την αρχή. Με ηθικό και πάνω απ? όλα, ήθος!
*ankaz2011@hotmail.com