Γράφει η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΛΟΥΔΑΚΗ*
Ενα παιδί είναι ένας άγραφος πίνακας. Οι γονείς καλούνται να του προσφέρουν τα υλικά, ώστε να χρωματίσει με ουσιαστικό τρόπο τη ζωή του.
Ετσι, το θέμα που θα επιλέξει θα εκφράζει τον ίδιον και δεν θα αποτελείται από μονοδιάστατες απομιμήσεις. Ενα παιδί αντιγράφει συμπεριφορές, οικειοποιείται χαρακτηριστικά των γονιών του και με την ασφάλεια που του παρέχουν εμπλουτίζει την προσωπικότητά του προσθέτοντας δικά του στοιχεία. Ενα παιδί δεν είναι κακέκτυπο ή πανομοιότυπο αντίγραφο, αλλά μέσα από τις ταυτίσεις που κάνει με το οικείο περιβάλλον του προβάλλει ένας αυθεντικός εαυτός. Ακόμα και το ίδιο ταλέντο να μοιράζονται με τον γονιό του, εάν ο γονιός το βοηθήσει, θα το χαρίσει στον εαυτό του με έναν καταδικό του τρόπο.
Το βλέμμα προς το παιδί μας χρειάζεται να γίνει ένας καθρέφτης που θα περικλείει όλη την περηφάνια, την αγάπη, το ενδιαφέρον, τη φροντίδα μας γι? αυτό. Ενα παιδί που έχει γονείς, οι οποίοι αισθάνονται αγάπη, ενδιαφέρον, τρυφερότητα, θαυμασμό για το ίδιο, είναι ένα παιδί που θεμελιώνει τη ζωή του σε στέρεα υλικά.
Τα θετικά του σημεία δεν πρέπει να μένουν απαρατήρητα από μας, γιατί αλλιώς, θα απουσιάζουν από τη δική του ζωή. Το επαινούμε, το επιβραβεύουμε, ενώ παράλληλα συνδεόμαστε συναισθηματικά μαζί του. ?Νιώθω περήφανος που είσαι παιδί μου?. Αναφερόμαστε στα προτερήματά του, ενώ παράλληλα εκθειάζουμε τον συναισθηματικό του κόσμο. Και βέβαια δεν λησμονούμε να εστιάζουμε στην επαφή του με τους άλλους, για να υποβοηθήσουμε την κοινωνικότητά του με παραδείγματα, όπως ?κατανοείς τα συναισθήματα των φίλων σου? ή ?όταν παίζεις ποδόσφαιρο με την ομάδα σου, λάμπει το πρόσωπό σου?. Κι όταν αποτυχαίνει ή δεν τα καταφέρνει, του θυμίζουμε ότι μπορεί να μην τα κατάφερε αυτή τη φορά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αποτυχημένο το ίδιο, για να μην ταυτίσει τη συμπεριφορά με το πρόσωπό του. Η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει, αλλά ο εαυτός όχι. Το βλέμμα μας θα εμπεριέχει κατανόηση, όχι λύπηση. Τα παιδιά διαισθάνονται τα συναισθήματά μας. Αν αισθανόμαστε οίκτο για εκείνα, ενώ χρειάζονται τη βεβαιότητα και την πίστη από μας, πως μπορούν να τα καταφέρουν στη ζωή τους, τότε η εμπιστοσύνη προς τον εαυτό τους θα κλονιστεί. Και βέβαια, χρειάζεται την καθοδήγηση, που θα το βοηθήσει να μεθοδεύσει τις κινήσεις του, ώστε να οργανώσει τη ζωή του μαθαίνοντας από τις εμπειρίες του.
Ενα παιδί δεν έχει τη γνώση του ενηλίκου. Χρειάζεται να είμαστε κατανοητοί σε αυτό που του ζητάμε και με τα κατάλληλα επιχειρήματα να υποστηρίζουμε τις θέσεις μας. Το μήνυμα που στέλνουμε θα είναι χωρίς ελλείψεις, αλλά και χωρίς υπερβολές. Εξηγούμε στο παιδί τι θέλουμε από αυτό και του προτείνουμε τρόπους για να το κάνει. Οταν δεν γινόμαστε σαφείς, τότε εκείνο παραμένει σε μια φαντασίωση, αδύναμο να τα βάλει με την πραγματικότητα, ενώ όταν υπερβάλλουμε στις λεπτομέρειες το κάνουμε να νοιώθει αδύναμο και ελλιπές και εμείς παίρνουμε τον ρόλο του παντογνώστη. Ετσι, την επόμενη φορά που θα το καλέσουμε να μας ακούσει, εκείνο θα απουσιάζει. Είναι σημαντικό να αισθάνεται πως το αίτημά μας απευθύνεται στο ίδιο και δεν εξυπηρετεί δικές μας ανάγκες. Ο βαθμός που θα πάρει στο σχολείο ή το έπαθλο είναι επιστέγασμα δικών του προσπαθειών και όχι ανταμοιβή δική μας.
Ακούμε προσεκτικά τα λόγια του παιδιού και το συναισθηματικό μήνυμα που περιέχουν αυτά τα λόγια. Εναρμονιζόμαστε με τα συναισθήματά του και αντανακλούμε το κάθε τι που αποτυπώνεται στην ψυχή του. Οταν μπορέσουμε να συγχρονιστούμε με τα συναισθήματα του παιδιού μας, τότε και εκείνο θα μπορέσει να ελέγξει το συναισθηματικό χάος, στο οποίο παραδίδεται, εάν απουσιάζουμε από τη ζωή του. Χάρη στη δική μας συναισθηματική αντανάκλαση θα μάθει να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του και να τα αξιοποιεί. Θα σκύψει στον εαυτό του, θα τον παρατηρήσει, θα ενισχύσει την αυτογνωσία του, ενώ παράλληλα θα αρχίσει να το ενδιαφέρει ο συναισθηματικός κόσμος των άλλων. Ετσι θα αποκτήσει ενσυναίσθηση και θα μπορέσει να επικοινωνεί με τους φίλους του. Δεν θα παρασύρεται από τις παρορμήσεις του, τα ένστικτά του, αν έχει επίγνωση των συναισθημάτων του, γιατί θα επικοινωνεί με αυτά, θα τα κατονομάζει, θα τους δώσει χώρο και αξία στη ζωή του, χωρίς να κυριεύεται από αυτά. Αυτή η διαδικασία βέβαια, προϋποθέτει γονείς που θα κατανοούν τα συναισθήματά του, θα τα ονομάζουν: ?είσαι θυμωμένος?, ?είσαι στενοχωρημένος?, ?αισθάνεσαι αδικημένος?, ενώ παράλληλα, θα αναφέρονται στα δικά τους συναισθήματα για το γεγονός που συνέβηκε: ?λυπάμαι που στενοχωρήθηκες?, ?καταλαβαίνω πόσο αδικημένος πρέπει να ένιωσες, μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω, ώστε να ανακουφιστείς από αυτό;?.
Αν το παιδί αισθανθεί πως έχει κοντά του τους γονείς του, τότε τα συναισθήματά του χαλιναγωγούνται, ο κόσμος του αποκτά υπόσταση, η ύπαρξή του αναγνωρίζεται. Νιώθει πως συγκρατείται, πως δεν είναι στο κενό, πως περιέχεται από εκείνους. Περιβάλλεται από τη συναισθηματική παρουσία των γονιών του, οι οποίοι μεταφράζοντας τα συναισθήματά του γίνονται ένα δοχείο γύρω από αυτόν. Αυτή η παρουσία μεγαλώνοντας θα γίνει νοερή εικόνα και θα είναι πάντα κοντά του η αίσθηση, πως όσο δύσκολα κι αν είναι, θα βγει από τα αδιέξοδα του χάρη σε αυτήν την καθησυχαστική παρουσία, που θα έχει γίνει δέρμα πάνω στην ψυχή του.
*ειδικός Ψυχικής Υγείας