Γράφει η δρ ΕΙΡΗΝΗ Ε. ΜΠΑΛΑΝΤΙΝΟΥ*
Σε μια εποχή με έντονες συγκινήσεις, που ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, η υπέρταση παρουσιάζει μια συνεχή ανησυχητική αύξηση, αποτελώντας πλέον παγκόσμια επιδημία. Τι είναι όμως αυτή η πάθηση που ταλαιπωρεί ολοένα και περισσότερο κόσμο;
Υπέρταση ονομάζεται η αυξημένη πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών του σώματός μας. Είναι ένας «σιωπηλός δολοφόνος» καθώς δεν εμφανίζει συμπτώματα, αλλά ευθύνεται για το 6% των θανάτων διεθνώς. Κι αυτό γιατί, η μη καλά ρυθμισμένη αρτηριακή πίεση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρδιοπάθειας, όπως στηθάγχη, έμφραγμα μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και βλάβης των νεφρών και των ματιών. Συγκεκριμένα, η υπέρταση έχει αποδειχθεί ότι ευθύνεται για το 62% των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και το 49% των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 1,5 δισεκατομμύρια άτομα σ’ όλο τον κόσμο, δηλαδή το 20% του ενήλικου πληθυσμού, πάσχει από υπέρταση, ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα έτη. Στην Ελλάδα, τα υπερτασικά άτομα υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου 1 στους 3 ενηλίκους έχουν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης. Ωστόσο, μόνο οι μισοί ακολουθούν θεραπεία, ενώ από αυτούς που βρίσκονται σε αγωγή, μόνο 3 στους δέκα ελέγχουν τελικά την πίεσή τους. Ως ακολούθως, η 17η Μαΐου έχει οριστεί από την Παγκόσμια Ενωση κατά της Υπέρτασης, ως ημέρα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για την πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της πολύ διαδεδομένης αυτής «σιωπηλής» νόσου.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης, από τους οποίους μερικοί μπορούν να ελεγχθούν και κάποιοι, δυστυχώς, δεν μπορούν. Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου που μπορούν να ελεγχθούν είναι η ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, η ελάττωση του σωματικού βάρους, η σωματική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός ή ακόμη καλύτερα η αποφυγή κατανάλωσης αλατιού, η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, η εφαρμογή μιας ισορροπημένης διατροφής και ο έλεγχος του άγχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι κάνουν καθιστική ζωή έχουν 30 – 50% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν υπέρταση, σε σχέση με αυτούς που είναι σωματικά πιο δραστήριοι, ενώ, εάν η κατανάλωση αλατιού μειωνόταν στο μισό παγκοσμίως, θα αποφεύγονταν 2,5 εκατομμύρια θάνατοι από εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια.
Οι παράγοντες κινδύνου που δεν μπορούν να ελεγχθούν είναι η ηλικία, το φύλο, η φυλή και η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού υψηλής αρτηριακής πίεσης. Η υπέρταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους. Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι ηλικίας 65 ετών έχουν υπέρταση, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει πάνω από 75% για τα άτομα άνω των 70 ετών. Ομως, η ψηλή πίεση τα τελευταία χρόνια προσβάλλει όλο και περισσότερα παιδιά και εφήβους, εξαιτίας της επιδημίας της παχυσαρκίας που μαστίζει σήμερα τον παιδικό πληθυσμό, τον καθιστικό τρόπο ζωής και την κατανάλωση προπαρασκευασμένων ή «γρήγορων» γευμάτων. Πριν από την ηλικία των 50 ετών, η υπέρταση παρουσιάζεται πιο συχνά στους άνδρες, ενώ οι γυναίκες κινδυνεύουν κυρίως μετά την εμμηνόπαυση. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η υπέρταση είναι πιο συχνή στη μαύρη φυλή απ’ ό,τι στη λευκή, για όλες τις ηλικίες μετά την εφηβεία. Οσον αφορά το οικογενειακό ιστορικό, μερικές οικογένειες φαίνεται να πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από υψηλή αρτηριακή πίεση, ενώ, αν και οι δύο γονείς έχουν υπέρταση, ο κίνδυνος να παρουσιάσουν και τα παιδιά τους είναι περίπου 50%.
Εκτός από κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, που ένα μόνο γονίδιο ευθύνεται για την κατάσταση της αυξημένης πίεσης, οι περισσότεροι τύποι υπέρτασης οφείλονται σε ένα σύνολο γονιδίων και την αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον. Από μελέτες σε διδύμους έχει διαπιστωθεί ότι η αρτηριακή πίεση εξαρτάται κατά 30% από γενετικούς παράγοντες και κατά 50% από περιβαλλοντικούς. Μέχρι σήμερα 13 γονίδια έχουν εμπλακεί στην εμφάνιση υπέρτασης. Τα γονίδια που ρυθμίζουν το σύστημα ρενίνης – αγγειοτενσίνης κατέχουν τον βασικό ρόλο, ενώ άλλα ελέγχουν τα επίπεδα των αλάτων στον οργανισμό ή τη χαλάρωση των αιμοφόρων αγγείων. Υπάρχουν επίσης κάποια γονίδια που προστατεύουν τον οργανισμό από τη νόσο αυτή, αλλά και κάποια που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης προεκλαμψίας, δηλαδή υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα άτομα που έχουν τη γενετική προδιάθεση να αναπτύξουν υψηλή πίεση, οφείλουν να αλλάξουν τους μεταβλητούς παράγοντες κινδύνου, όπως τον τρόπο ζωής τους και το σωματικό τους βάρος.
Αν και οι αλλαγές του τρόπου ζωής, επιφέρουν θετική επίδραση στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, είναι πιθανόν οι υπερτασικοί ασθενείς να χρειαστούν φαρμακευτική αγωγή. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε αντιυπερτασική θεραπεία, το προσδόκιμο επιβίωσης ενός υπερτασικού ασθενούς ήταν περίπου 52 έτη. Σήμερα, η σωστή και συστηματική θεραπεία έχει θεαματικά αποτελέσματα, καθότι μειώνει πάνω από 50% την καρδιακή ανεπάρκεια και τουλάχιστον 40% τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αντιυπερτασικών φαρμάκων, οι οποίοι δρουν σε διαφορετικά συστήματα του οργανισμού, που είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση της πίεσης. Το φάρμακο που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται πάντα από τις ανάγκες και την κατάσταση του κάθε ασθενούς. Ωστόσο, μερικά φάρμακα έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε ορισμένα άτομα απ’ ό,τι σε άλλα, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που ακόμα και με φαρμακευτική αγωγή να μην επιτυγχάνεται ο επιθυμητός στόχος ή να εμφανιστούν σοβαρές παρενέργειες. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν γονίδια τα οποία ελέγχουν τον μεταβολισμό των φαρμάκων και κάποιοι άνθρωποι έχουν κληρονομήσει ορισμένους τύπους γονιδίων, οι οποίοι δεν μπορούν να μεταβολίσουν τα συγκεκριμένα φάρμακα προκαλώντας αντίσταση σε αυτά. Σήμερα, σε πολλές χώρες, ο ασθενής ελέγχεται γονιδιακά για την εύρεση του κατάλληλου σκευάσματος πριν τη χορήγηση της θεραπείας.
Σε μια εποχή που η υψηλή πίεση αποτελεί επιδημία στις ανεπτυγμένες χώρες και αυξάνεται σταθερά στις υπανάπτυκτες, οι επιστήμονες και οι ιατρικοί φορείς από όλο τον κόσμο κρούουν τον κώδωνα κινδύνου και απαιτούν να ληφθούν αμέσως μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ανακάλυψη των γονιδίων της υπέρτασης ανοίγει τον δρόμο για μια πιο αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή, ενώ παράλληλα παρέχει τη δυνατότητα πρόληψης της υπέρτασης, πριν ακόμη εκδηλωθούν τα συμπτώματα. Όμως η πρόληψη είναι προσωπική υπόθεση και πρέπει πάντα να θυμόμαστε είναι ότι καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει υπέρταση ανά πάσα στιγμή.
*διδάκτωρ – μοριακή βιολόγος – γενετίστρια