Όλο και περισσότεροι καλλιεργητές στρέφονται στα μονοπάτια της βιολογικής γεωργίας επιζητώντας, παράλληλα, επιστημονική υποστήριξη στο εγχείρημά τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, απουσιάζει μέχρι στιγμής ο συντονιστικός ρόλος της Πολιτείας, που θα μπορούσε να φέρει σε επαφή το εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό με τους παραγωγούς.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν, μεταξύ άλλων, κατά τη χθεσινή ημέρα των εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (Μ.Α.Ι.Χ.), του προγράμματος CerOrganic, το οποίο εντάσσεται στο πρόγραμμα Leonardo da Vinci και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σκοπός του προγράμματος είναι η ανάπτυξη και η εφαρμογή μιας διαδικασίας διασφάλισης της ποιότητας για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση των γεωργικών συμβούλων και εκπαιδευτών της βιολογικής γεωργίας, με βάση το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τη Διασφάλιση της Ποιότητας (EQARF).
Ο δρ Ulrich Kopke, που είναι πρόεδρος της Διεθνούς Κοινότητας Έρευνας για τη βιολογική γεωργία (ISOFAR) επεσήμανε τη σημασία που έχει η επιστημονική προσέγγιση της βιολογικής γεωργίας και η μεταφορά της γνώσης στους παραγωγούς καλλιεργητές. «Η ISOFAR, που εκπροσωπεί ανεξάρτητους επιστήμονες οι οποίοι συνεργάζονται στο δίκτυο του ISOFAR για να προωθήσουν τις επιστημονικές αξίες της βιολογικής καλλιέργειας, ξεκίνησε πριν από 8 χρόνια διότι διαπιστώσαμε ότι υπήρχε ένα κενό σε ό,τι αφορά την επιστημονική προσέγγιση της βιολογικής καλλιέργειας», σημείωσε ο κ. Kopke, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά σε ό,τι αφορά τις καλλιεργητικές μεθόδους.
«Η εφαρμογή της βιολογικής καλλιέργειας στις νότιες χώρες είναι τελείως διαφορετική από τα όσα γνωρίζουμε για τις χώρες του Βορρά. Εδώ, πολύ συχνά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ξηρασία, τα άγονα εδάφη και την έλλειψη θρεπτικών συστατικών. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις βόρειες χώρες, όπου έχουμε λιγότερο φως και ζέστη. Εδώ, πρέπει κανείς να αναζητά τα θρεπτικά συστατικά έξω από τη φάρμα. Οι αρχές όμως της βιολογικής καλλιέργειας βασίζονται στο ´κλειστό´ σύστημα, κάτι που σπανίως είναι εφικτό στις νότιες – μεσογειακές χώρες. Eπίσης, οι μικτές αγροκτηνοτροφικές μονάδες που κυριαρχούν στις βόρειες χώρες είναι κάτι που δεν συναντάται στον Νότο. Εδώ συναντάμε πιο εξειδικευμένες καλλιέργειες, όπως η ελιά», ανέφερε ο δρ Kopke.
Ερωτηθείς ο δρ Kopke κατά πόσον είναι εφικτό να ξεπεραστεί το πρόβλημα των υψηλότερων τιμών που αποθαρρύνουν πολλούς καταναλωτές να προτιμήσουν βιολογικά προϊόντα σημείωσε: «Αυτό που εμείς είδαμε στο ´καλάθι της νοικοκυράς´ στη Γερμανία και την Αγγλία, είναι ότι το συνολικό κόστος των βιολογικών προϊόντων ήταν περίπου 10% ακριβότερο από των συμβατικών. Ομως είναι επίσης και θέμα διανομής, διότι τα βιολογικά προϊόντα δεν διατίθενται μόνο μέσω των εξειδικευμένων καταστημάτων αλλά και μέσα από τα σούπερ μάρκετ τα οποία για να προσελκύσουν πελάτες προσφέρουν τα βιολογικά προϊόντα σε πιο προσιτές τιμές. Είναι δηλαδή και θέμα ενημέρωσης και δραστηριοποίησης των ίδιων των καταναλωτών».
Από την πλευρά του, ο συντονιστής Σπουδών και Έρευνας στο Μ.Α.Ι.Χ. του μεταπτυχιακού προγράμματος «Αειφόρος Γεωργία», Γιάννης Λιβιεράτος, στάθηκε στη σημασία που έχει να έρθουν κοντά εξειδικευμένοι επιστήμονες και βιοκαλλιεργητές, ώστε να μεταφερθεί η τεχνογνωσία που υπάρχει στους άμεσα ενδιαφερόμενους. «Η βιολογική γεωργία είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Δεν πάει κάποιος με κάποιες συνταγές που λένε κάνε 1-2-3, ψέκασε, κάνε και αυτό και τελειώσαμε. Γι’ αυτό διαπιστώσαμε, με μεγάλη μας έκπληξη, ότι είναι πολύ μεγάλο το κενό στην αγορά -τουλάχιστον στον χώρο της Κρήτης και την Ελλάδα- σε ό,τι αφορά το κομμάτι της εκπαίδευσης, ώστε ο βιοκαλλιεργητής να πάρει σωστά την πληροφορία», υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Το κλίμα στον Νότο είναι πολύ διαφορετικό, το έδαφος και τα προϊόντα διαφορετικά αλλά θα πρέπει να υπάρχει κεντρικά από την Περιφέρεια και το Υπουργείο μια δράση, έτσι ώστε η έρευνα με την εκπαίδευση να βάλει στο παιχνίδι τον βιοκαλλιεργητή, που είναι ο άνθρωπος που βάζει τα χρήματα και κανείς δεν ξέρει το χωράφι του καλύτερα από αυτόν. Ειδάλλως, εμείς οι επιστήμονες είμαστε στη γυάλα μας και κάνουμε πράγματα που δεν αφορούν καθόλου την αγορά».