■ Και των συντρόφων του, Ηλία Αργυριάδη, Νίκου Καλούµενου, ∆ηµήτρη Μπάτση
«Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαµόγελο έλαµψε τον κόσµο για να µη νυχτώνει»
Ήταν πολλοί, όλοι τους άνθρωποι «απλοί σαν τα δέντρα µπροστά στον ήλιο». Τα ονόµατα ορισµένων τα γνωρίζουµε, τα τραγουδάµε, µα για πολλούς δεν θα ακούσουµε, δεν θα µάθουµε ποτέ.
Όλοι τους, µέλη και στελέχη του ΚΚΕ που δώσαν τη ζωή τους για να ξηµερώσουν «καλύτερες µέρες χωρίς πείνα και πόλεµο», για έναν κόσµο «στο µπόι των ονείρων, στο µπόι των ανθρώπων».
«Η περίπτωσή µου δεν είναι µοναδική. Είναι πολλές, πάρα πολλές»
Ας δούµε την «περίπτωσή» του. O Νίκος Μπελογιάννης απ’ τα µαθητικά του χρόνια εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ, ενώ το 1934 έγινε µέλος του ΚΚΕ. Για την επαναστατική δράση του διώχτηκε απ’ το Πανεπιστήµιο, ενώ ακολούθησαν εξορίες και φυλακές. Η Κατοχή τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία. Το 1943 όµως κατάφερε να αποδράσει απ’ το Νοσοκοµείο «Σωτηρία», όπου είχε µεταφερθεί ως άρρωστος, και ανέλαβε σειρά κοµµατικών χρεώσεων στην περιοχή της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του αγώνα του ∆ηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας (∆ΣΕ) τοποθετήθηκε Πολιτικός Επίτροπος στη 10η και την 1η Μεραρχία, ενώ προηγούµενα είχε χρεωθεί στη ∆ιαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου, στη Σχολή Αξιωµατικών κ.α. Μετά τη στρατιωτική ήττα του ∆ΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιάδες άλλοι µαχητές του ∆ΣΕ, τον δρόµο της πολιτικής προσφυγιάς, αρχικά στην Αλβανία και στη συνέχεια στη Ρουµανία. Στην 7η Ολοµέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, εκλέχθηκε αναπληρωµατικό µέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
∆εκάδες ήταν τα στελέχη του Κόµµατος που στάλθηκαν στην Ελλάδα, αφού προετοιµάστηκαν κατάλληλα, για να ενισχύσουν την παράνοµη δουλειά, την ενδυνάµωση των Κοµµατικών Οργανώσεων, την ανάπτυξη αγωνιστικών δεσµών µε τους εργαζόµενους.
Η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα
Στις 7 Ιούνη 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης έφτασε παράνοµα στην Ελλάδα, µε αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνοµων Κοµµατικών Οργανώσεων που είχαν δεχτεί συντριπτικά χτυπήµατα απ’ τους διωκτικούς µηχανισµούς του αστικού κράτους και είχαν ελάχιστα µέλη.
Ταυτόχρονα, οι συνεχείς συλλήψεις και η διάδοση προβοκατόρικων φηµών από την πλευρά της Ασφάλειας δηµιουργούσαν σύγχυση και καχυποψία στις κοµµατικές δυνάµεις, διαµόρφωναν το έδαφος για υποψίες και τη διατύπωση άδικων κατηγοριών σε βάρος στελεχών του Κόµµατος.
Όταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα, ήδη αρκετά στελέχη του Κόµµατος που δρούσαν στη χώρα, θεωρούσαν τον Νίκο Πλουµπίδη, που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των παράνοµων Οργανώσεων, ύποπτο, κάτι που υιοθετούσε και η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Γι’ αυτό και ο Νίκος Μπελογιάννης είχε λάβει εντολή να µην έρθει σε επαφή µε τον παράνοµο µηχανισµό που δρούσε στην Ελλάδα, αλλά παραβίασε την εντολή.
Ο Μπελογιάννης έδωσε όλες τις δυνάµεις του για την ανάπτυξη των Κοµµατικών Οργανώσεων και για τον συνδυασµό της παράνοµης µε τη νόµιµη δράση, ενεργώντας ορισµένες φορές παράτολµα, στην προσπάθεια να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που εκτιµούσε ότι ήταν µεγάλες. Ωστόσο, η δράση του δεν διήρκεσε πολύ. Εξήµισι περίπου µήνες µετά την άφιξή του στην Ελλάδα (20-12-1950) συνελήφθη.
Η πρώτη δίκη
Από τη σύλληψή του και για δέκα µήνες ο Νίκος Μπελογιάννης κρατήθηκε στην αποµόνωση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του στάθηκε ανυποχώρητος, απέρριψε όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν για να σώσει τη ζωή του και να εξασφαλίσει µια λαµπρή καριέρα στο σύστηµα.
Στις 19 Οκτώβρη 1951, ξεκίνησε η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και άλλων 93 µελών και στελεχών του ΚΚΕ. Η δίκη διεξήχθη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών µε βασική κατηγορία την παράβαση του Αναγκαστικού Νόµου 509/1947, µε τον οποίο είχε κηρυχθεί παράνοµο το ΚΚΕ και οι «παραφυάδες» του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, απολογούµενος, υπερασπίστηκε µε σθένος την πολιτική και τη δράση του ΚΚΕ. Είπε ανάµεσα σε άλλα:
«…Στο πρόσωπό µου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ. Αυτά που θα πω δεν έχουν σκοπό να αναιρέσουν την ενοχή µου, αλλά να υποστηρίξουν την πολιτική γραµµή του Κόµµατος και να υπερασπίσουν τη ζωή µου και αυτά που πιστεύω. (…) Γι’ αυτή µας την πολιτική µε δικάζετε. Και γι’ αυτό τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιµότητας. Και γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Θα δεχτώ µε περηφάνεια και στωικότητα την καταδίκη µου και θαρραλέα θ’ αντιµετωπίσω ακόµα και το εκτελεστικό σας απόσπασµα».
Στις 16 Νοέµβρη 1951, εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου. ∆ώδεκα κατηγορούµενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, τρεις σε ισόβια και δώδεκα σε ειρκτή ή φυλάκιση. Οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε µικρότερες ποινές ή αθωωθήκαν.
Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση
Μια µέρα πριν εκδοθεί η απόφαση του Στρατοδικείου για τον Ν. Μπελογιάννη και τους άλλους 93 κατηγορούµενους, δηµοσιεύτηκε στον Τύπο η ανακάλυψη απ’ την Ασφάλεια ασυρµάτων του παράνοµου κοµµατικού µηχανισµού που λειτουργούσαν στη Γλυφάδα και την Καλλιθέα. Η εφηµερίδα «Εµπρός», στη διαπασών του αντικοµµουνισµού, έγραφε για «ευρύτατον δίκτυον κατασκοπείας εις βάρος της ασφάλειας του κράτους» και για «πράκτορες» του ΚΚΕ που µετέδιδαν «πληροφορίας κυρίως στρατιωτικής φύσεως εις Βουλγαρία».
Τα «στοιχεία» που συγκεντρώθηκαν απ’ την ανακάλυψη των ασυρµάτων χρησιµοποιήθηκαν ώστε να µεθοδευτεί νέα δίκη, αυτήν τη φορά σε Τακτικό Στρατοδικείο, µε βασική κατηγορία την παράβαση του ΑΝ 375/1936 «περί κατασκοπείας», που «εξασφάλιζε» την εκτέλεση των καταδικαζόµενων σε θάνατο.
Έτσι «ξεπεράστηκαν» τα εµπόδια της διεθνούς κατακραυγής εναντίον των εκτελέσεων, αλλά και η «δέσµευση» του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα για την κατάργηση των Εκτάκτων Στρατοδικείων και την παραποµπή των κατηγορούµενων ως παραβατών του ΑΝ 509/1947 στο Πενταµελές Εφετείο.
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952 και µαζί µε τον Μπελογιάννη κατηγορούµενοι ήταν ακόµα 28 κοµµουνιστές και κοµµουνίστριες.
Για άλλη µια φορά, ο Νίκος Μπελογιάννης στάθηκε ακλόνητος, κατέρριψε όλες τις κατηγορίες, υπερασπίστηκε θαρραλέα, ηρωικά το Κόµµα του:
«(…) Κατατέθηκε εδώ πέρα ότι κάθε κοµµουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κοµµουνιστές δεν είναι Έλληνες, ότι το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό. Νοµίζω ότι ο πατριωτισµός ενός κόµµατος δεν κρίνεται απ’ τα λόγια, (…) ο πατριωτισµός ενός κόµµατος ή και ατόµων ακόµα κρίνεται όταν κινδυνεύει η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της Πατρίδας µας. (…) Και αν θελήσει κανείς µε τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόµµα προδοτικό, αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό (…). Πιστεύω ότι δικάζοντάς µας σήµερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
Την 1η του Μάρτη εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου. Ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Ηλίας Αργυριάδης καταδικάστηκαν δύο φορές σε θάνατο. Οι ∆ηµήτρης Μπάτσης, Έλλη Ιωαννίδου, Τάκης Λαζαρίδης, Νίκος Καλούµενος, Χαράλαµπος Τουλιάτος και Μιλτιάδης Μπισµπιάνος καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τέσσερις καταδικάστηκαν σε ισόβια, δύο σε 20 χρόνια κάθειρξη, τέσσερις σε 15 χρόνια κάθειρξη, δύο σε ειρκτή 10 χρόνων, δύο σε φυλάκιση 1 χρόνου και 7 απαλλάχτηκαν.
Στις 28 Μάρτη το Συµβούλιο Χαρίτων έκανε δεκτές τις αιτήσεις των τεσσάρων απ’ τους οκτώ που καταδικάστηκαν σε θάνατο και απέρριψε τις άλλες. Πάρα τις διεθνείς αντιδράσεις που εκφράστηκαν από εκατοµµύρια εργαζοµένων, συνδικάτων, επιστηµονικών φορέων, κοµµάτων αλλά και επιφανών προσωπικοτήτων (Πικάσο, Πωλ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν, Πάµπλο Νερούδα, Τσάρλι Τσάπλιν, Ναζίµ Χικµέτ κ.ά.), η κυβέρνηση Πλαστήρα προχώρησε στην εκτέλεση των τεσσάρων.
Στις 30 Μάρτη 1952, 4 παρά 10 το πρωί, µέρα Κυριακή – που δεν εκτελούσαν ούτε οι ναζιστές – εκτελέστηκαν στου Γουδή οι Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούµενος και ∆ηµήτρης Μπάτσης.
«(…) Η ζωή µου συνδέεται µε την Ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του (…) ∆εκάδες φορές µπήκε µπροστά µου το δίληµµα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις µου, την ιδεολογία µου, είτε να πεθάνω, παραµένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίµησα τον δεύτερο δρόµο και σήµερα τον ξαναδιαλέγω».
Από τότε, όπως έγραψε ο ποιητής µας Γιάννης Ρίτσος: «η µεγάλη µέρα της τριάντα του Μάρτη» µπήκε «στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των µαρτύρων της ειρήνης»
*Ο Σπύρος ∆αράκης είναι πρώην πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
πρώην ∆ήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄