Μεικτά συναισθήματα και προβληματισμό προκαλεί η έκθεση για την παγκόσμια φτώχεια που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Παγκόσμια Τράπεζα και δημοσιεύτο το Βήμα. Διότι ναι μεν η ακραία φτώχεια – σ’ αυτή θεωρείται ότι βρίσκονται όσοι ζουν με λιγότερα από 1,9 δολ. ημερησίως (σε τοπικό νόμισμα) – υποχωρεί παγκοσμίως, αλλά με μια γεωγραφική εξαίρεση: την υποσαχάρια Αφρική, όπου εξακολουθεί να αυξάνεται και να πλήττει το 41,1% του πληθυσμού – μιλάμε για 413 εκατομμύρια ανθρώπους.
Από το 1990, μετά δηλαδή την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (1989) που συμβολίζει την απαρχή της νέας παγκοσμιοποίησης, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει με λιγότερα από 1,9 δολάρια την ημέρα και βρίσκεται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας έχει περιοριστεί από το 35,9% στο 10%, σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, που σημειωτέον ότι πραγματοποιείται κάθε τρία χρόνια.
Συγκεκριμένα, το 1990 ο πληθυσμός των ανθρώπων στον πλανήτη ήταν 5,3 δισεκατομμύρια. Εξ αυτών τα 1,9 δισ. ζούσαν κάτω από το κατώφλι της ακραίας φτώχειας. Το 2015, τη χρονιά δηλαδή κατά την οποία η Παγκόσμια Τράπεζα συνέλεξε τα στοιχεία της έρευνάς της, ο πληθυσμός του πλανήτη είχε φθάσει τα 7,4 δισεκατομμύρια. Και ο αριθμός όσων διαβιούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας είχε περιοριστεί στα 734 εκατομμύρια.
Η Παγκόσμια Τράπεζα πιστώνει τη θεαματική μείωση της ακραίας φτώχειας, κυρίως στην Ανατολική Ασία, στην Κίνα και στην Ινδία, στην οικονομική παγκοσμιοποίηση. «Τα τελευταία 25 χρόνια πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν από την ακραία φτώχεια. Ουδέποτε στην Ιστορία το ποσοστό της φτώχειας δεν ήταν τόσο χαμηλά όσο είναι σήμερα» σημειώνει ο πρόεδρος του διεθνούς Οργανισμού Τζιμ Γιονγκ Κιμ.
Αφρικανική εξαίρεση
Δυστυχώς υπάρχει μια γεωγραφική περιοχή του πλανήτη όπου η φτώχεια, αντί να μειώνεται, αυξάνεται. Είναι η υποσαχάρια Αφρική, όπου συγκεντρώνονται οι περισσότεροι ακραία φτωχοί στον πλανήτη – 413 εκατομμύρια από τα 736 συνολικά. Από τις 27 χώρες, άλλωστε, με τον μεγαλύτερο πληθυσμό ακραία φτωχών κατοίκων, οι 26 είναι χώρες της λεγόμενης Μαύρης Αφρικής. Σημειωτέον ότι, εκτός από τις αφρικανικές χώρες, επίσης στη Συρία και στην Υεμένη παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αύξηση της ακραίας φτώχειας – λόγω των πολεμικών συρράξεων ασφαλώς.
Σε απόλυτους αριθμούς η χώρα με τους περισσότερους ανθρώπους που ζουν με λιγότερα από 1,9 δολάρια την ημέρα είναι η Ινδία. Συνολικά από τα 1,3 δισ. κατοίκους της Ινδίας τα 170 εκατ. (σε ποσοστό 13%) ζουν κάτω από συνθήκες ακραίας φτώχειας. Τα στοιχεία αυτά αφορούν, βεβαίως, το έτος 2015. Το 2018, όπως σημειώνουν οι ερευνητές της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Νιγηρία θα ξεπεράσει την Ινδία σε απόλυτο αριθμό φτωχών (θα φθάσουν τα 190 εκατομμύρια).
Η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχουν θέσει ως στόχο την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας έως το έτος 2030. «Ο στόχος αυτός μοιάζει ανέφικτος και θα έπρεπε μάλλον να αναθεωρηθεί, να επιδιωχθεί για παράδειγμα η μείωση της ακραίας φτώχειας στο 3% του παγκόσμιου πληθυσμού στον χρονικό αυτόν ορίζοντα» σημειώνουν αναλυτές στη γαλλική εφημερίδα «Le Figaro».
Φαύλος κύκλος
Στην υποσαχάρια Αφρική, «ακόμα και με τους πλέον αισιόδοξους υπολογισμούς, το ποσοστό της ακραίας φτώχειας θα παραμείνει διψήφιο το 2030», όπως παραδέχονται οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας – υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για τον «αδελφό» διεθνή οργανισμό του ΔΝΤ που ιδρύθηκε το 1944 στο Μπρέτον Γουντς και έχει ως στόχο την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας.
Ενας από τους λόγους για τους οποίους θεωρείται ανέφικτη η μείωση της φτώχειας στη Μαύρη Αφρική είναι το γεγονός ότι η γονιμότητα είναι πολύ υψηλότερη στα φτωχά νοικοκυριά. «Από τα 7,9 παιδιά που έχει κάθε νοικοκυριό κατά μέσον όρο τα 3,5 παιδιά κάτω των 14 ετών μεγαλώνουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, με οδυνηρές συνέπειες για τη διατροφή και την εκπαίδευσή τους» σημειώνει στην έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στον φαύλο αυτόν κύκλο διαιώνισης της φτώχειας προστίθενται «οι εθνικές συγκρούσεις, οι οικολογικές καταστροφές και η διαφθορά των τοπικών κυβερνήσεων», σημειώνει ο διεθνής οργανισμός.