«Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ’ ένα τρένο/ Αθήνα Λάρισα ωραία Θεσσαλία/ στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο/ με μια πληγή από παλιά μελαγχολία./ Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι/ μ’ έναν καιρό που όλο σκέπτεται να βρέξει/ Νοέμβρης μήνας…// Νοέμβρης μήνας με καράβι ταξιδεύει/ Χανιά, Ηράκλειο και κόλπο Μιραμπέλου/ του Μεθυστή τα πανηγύρια μνημονεύει/ Αγίου Μηνά και Μιχαήλ του Αρχαγγέλου.// Το Ρεθεμνιώτικο σκοπό παίζει στη λύρα/ και λέει του έρωτα τα πάθη και τη μοίρα./ Νοέμβρης μήνας με το ΚΤΕΛ στην Πάτρα πάει/ μέρα γιορτής νιώθει το κρύο ν’ αντριεύει/ αφού ευχήθηκε στην πόλη π’ αγαπάει/ τριάντα μέρες στη βαλίτσα του μαζεύει./ Η μοναξιά του σαν ανήμερο θηρίο/ και φεύγει μ’ ένα κουρασμένο λεωφορείο./ Νοέμβρης μήνας…». Το τραγούδι του Παντελή Θαλασσινού (στίχοι: Ηλία Κατσούλη) “Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει”. Νοέμβρης μήνας… Ο μήνας που παραλαμβάνει το “μ” που δεν το ήθελε ο Οκτώβρης να το παραλάβει απ’ τον Σεπτέμβρη και το είχε αφήσει έκθετο. Ο μήνας με τα πολλά, ίσως τα πιο πολλά απ’ όλους, ονόματα που του έδωσε ο λαός μας. Κρασομηνάς και Λιομαζωχτής τα πιο γνωστά. Κρασομηνάς, γιατί την τρίτη μέρα του, γιορτή του Άι Γιώργη του λεγόμενου Μεθυστή, ανοίγουμε τα βαρέλια με τα καινούρια κρασιά και Λιομαζωχτής, γιατί αυτόν τον μήνα βγαίνουμε στις ελιές. Να προσθέσω σ’ αυτά το “Βροχάρης”, γιατί πέφτουν οι πρώτες μαζεμένες βροχές, το “Σκιγιάτης”, γιατί μεγαλώνει η νύχτα και η γη σκιάζεται, το “Χαμένος” επειδή η διάρκεια της ημέρας είναι μικρή κι η δουλειά χάνεται, το “Παχνιστής”, επειδή κλείνουν τα ζώα στο παχνί και το “Νιαστής” επειδή γίνονται τα τελευταία οργώματα (νεάσματα)… Στα… “αζήτητα” αναζητήστε αυτές τις λέξεις, εκεί τις καταχώνιασαν οι εξελίξεις… Νοέμβρης μήνας… «Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης/ με σημαίες παντού χθεσινής βροχής/ παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα -/ δύο τρία φύλλα μόνο εστίαζαν υπάρχοντας./ Το στρογγυλό λιβάδι σαν περιβραχιόνιο/ στην ελεύθερη εξάπλωση της φύσης/ και πάλι έσκυβα να πιω μέσα από την ίδια ακινησία/ που έπιναν σκυμμένα εκείνα τα μουλάρια./ Αστραφτερή η διάταξη του ήλιου/ πάνω στο τρίχωμά τους/ δεμένη χαλαρά σε ζουζουνιού κορμό, για να μη φύγει». Από το ποίημα “Ατροφικό ένστικτο” της Κικής Δημουλά.
«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»…
«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/ κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει, στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει/ στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.// Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες./ Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,/ στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,/ μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.// Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,/ χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε./ Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις./ Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./ Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε.» Κώστας Καρυωτάκης, (Από την ποιητική του συλλογή “Ελεγεία και Σάτιρες”, 1927). Και σαν πρόλογος μα και σαν επίλογος στα που έγιναν, έτσι όπως έγιναν, στην παρέλαση για την 28η Οκτωβρίου στον δήμο Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας, με τα “ξεκούρδιστα στρατιωτάκια” το παραπάνω σονέτο. Για έναν ευρύτερο προβληματισμό. Κυρίως, όμως, στα όσα ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν. Μα και σε όσα γράφτηκαν και σε όσα θα γραφτούν… Και οι γνωστοί στίχοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ωστόσο, στο νου μου: “Καημένε Μακρυγιάννη, να ‘ξερες/ γιατί το τζάκισες το χέρι σου./ Το τζάκισες για να χορεύουν σέικ/ τα κωλόπαιδα”. Χωρίς αυτό να σημαίνει αν τους προσυπογράφω ή δεν τους προσυπογράφω. Ως υπήρξαν ωραίοι, τους φαντάστηκα εγώ να επανέρχονται στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης, οι ήρωες του 1940, προς τιμήν των οποίων έγινε η παρέλαση, και στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με το χαμόγελο στα χείλη, όπως τότε, βέβαιοι ότι έκαμαν το χρέος τους. Εστω πικρό το χαμόγελο, για τα που έλαβαν χώρα. Οχι δεν αλλοιώνει την ωραιότητα η όποια πικρία, δεν εξαφανίζει τη χαρά για την εκπλήρωση του χρέους η όποια απρέπεια. Η σημερνή ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία οχαδερφική, μια κοινωνία κατακερματισμένη, μια κοινωνία με πολλούς και διάφορους αδέξιους βηματισμούς, το ξέρουν… Επιμένουν να ελπίζουν, ωστόσο. Επιμένουν να πιστεύουν, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός βιβλίου του Ασίζ Νεσίν ότι “Ετσι ήρθαν τα πράγματα, μα έτσι δεν θα πάνε”… Ιδού, πεδίον δόξης λαμπρόν. Οι καιροί δεν περιμένουν!