Τα γέρικα καράβια τα δεμένα στο μουράγιο
δεν τα κλαίω…
Τα πλοία τα καινούρια,
που τα ’χουνε δεμένα,
γι’ αυτά είναι που κλαίω…
Τον έβλεπα συχνά να κοιτάει τα χέρια του, να κουνάει το κεφάλι και… —
-Έχω τη γνώμη ότι είναι μελανώματα.
Προσπαθούσα να τον αποπροσανατολίσω, να βγάλει το μυαλό του από την έμμονη αυτή ιδέα που τον βασάνιζε άδικα.
Άλλες φορές πάλι τον άκουγα ψυχικά φουρτουνιασμένο.
—-Η μάνα μου κι ο πατέρας μου απ’ αυτόν πήγανε. Δεν θέλω να το ακούω, μα ο καρκίνος είναι μέσα μου. Αλλά κι αυτό το μελάνωμα που βλέπεις θα το πετάξω.
Σαράντα χρόνια αργότερα, στο Περιβόλι της Παναγίας, στον τόπο που ημερεύουν και οι άγριοι, που βλέπεις το Θεό και συνομιλείς με τους Αγίους, συχνά έλεγε στον πατέρα Ιάκωβο.
– Τη βλέπεις αυτή την παράξενη ελιά εδώ στο μάγουλό μου; Αυτή θα με φάει.
-—Εγώ ξέρω πως εμείς τρώμε τις ελιές. Όχι αυτές εμάς, απαντούσε ο μοναχός.
Από νέος, πες το τσιγάρο που πάντα κάπνιζε, πες τα ξενύχτια και τα ποτά, ήταν κι ο γονότυπος βεβαρημένος, συνέχεια σε γιατρούς και Νοσοκομεία πήγαινε.
Τελευταία χρόνια στο Υπουργείο που ήταν διευθυντής, η υγεία του είχε κλονιστεί ακόμη περισσότερο αλλά παρέμεινε στις επάλξεις δημιουργικός, μέχρι που το 1985, όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, ένα χειμωνιάτικο πρωινό στο γραμματοκιβώτιο του Πανεπιστημίου που έκανα έρευνα σε θέματα Γενετικής, ο κλητήρας βρήκε ένα γράμμα και μου το έφερε. Πλημμύρισα χαρά σαν είδα αποστολέα τον Αλέκο. Με το που το άνοιξα όμως η χαρά μου γίνηκε θλίψη.
-—Γεώργιε, έγραφε, όπως όλα τα έμβια όντα επί γης έχω κι εγώ το δικαίωμα να ζήσω, μα οι γιατροί με καταδικάσανε σε τρεις μήνες να στερηθώ τη χαρά της ανατολής του ήλιου και των πουλιών που κάθε αυγή κελαηδάνε. Δεν θα είμαι πια μεταξύ σας…
Το οδυνηρό χτύπημα που άξαφνα δέχτηκα με υποχρέωσε να κατέβω τους δεκαέξι ορόφους με τα πόδια, να σταθώ δίπλα στο χιονισμένο δρόμο αυτής της μεγαλούπολης, να κρεμαστώ στο τηλέφωνο για το κοινό, με το χιόνι να με τρυπάει και να μην καταλαβαίνω κρύο ή ζέστη, τίποτα, παρά μόνο την κραυγή, την ίδια κραυγή, ενός μελλοθάνατου.
-—Όλα τελειώσανε! Ελπίζω να με προλάβεις όταν γυρίσεις…
Καθώς επέστρεφα στο σκούρο κτήριο, άσπρος σαν το χιονάνθρωπο, ο ίδιος κλητήρας που μου είχε φέρει το γράμμα, μαύρος και γλυκομίλητος, μου έδωσε ένα μπουφάν να φορέσω και μου συνέστησε να κάτσω κοντά στο τεράστιο καλοριφέρ.
-—Είναι επικίνδυνο, μου είπε με ένα πατρικό νιάξιμο.
Ένα κουβάρι γίνανε τα σπλάχνα μου, αγωνιούσα, ξενύχτησα μέρες πολλές, τέλειωσα την έρευνά μου νωρίτερα και γύρισα Ελλάδα.
Το ίδιο απόγεμα βρέθηκα στην πολυκατοικία Μισαραλιώτου 1, κοντά στου Μακρυγιάννη. Στο δεύτερο όροφο.
Με περίμενε στη πόρτα.
Τα μαλλιά του πιο μακριά, κάπως αραιωμένα κι όπως πάντα καλοχτενισμένα. Τα απύθμενα μάτια του εκπέμπανε γαλήνη και πραότητα κι ο αγαπημένος του σύντροφός ο Άρης, ένα αξιαγάπητο καθαρόαιμο Δαλματίας, προσπαθούσε με τις αισθήσεις και το ένστικτό του να με αναγνωρίσει, να με καταγράψει στο δικό του αρχείο.
Καθίσαμε αναπαυτικά, αυτός στον καναπέ, αγχωμένος εγώ σε μια καρέκλα, και αντί θεατρικά και φιλοσοφία, χειμαρρώδης κι εκστασιασμένος σήμερα, κάτι πρωτόγνωρο, προτού καλά – καλά τον ρωτήσω για την υγεία του, εντόπισε την κουβέντα μας στη θρησκεία.
—-—Με τη βοήθεια του Θεού έκανα μια εγχείρηση δύσκολη στο ήπαρ και πέτυχε· νιώθω πολύ καλά. Κι έτοιμος.
—-—Έτοιμος; Ρώτησα δειλά κι ένοιωσα το πυρωμένο σίδερο να με σουβλίζει.
-——Για όλα, Γεώργιε.
-——Μα Αλέκο, εσύ, ο θεατράνθρωπος…
—-—Ναι, άλλαξα. Εξομολογήθηκα, ζήτησα συγχώρεση κι ελπίζω η Παναγία να με λυπηθεί.
Η αντίδρασή μου ήταν να μείνω στήλη άλατος, να κοιτώ μπροστά μου και να βλέπω τα αόρατα και με προσπάθεια μεγάλη να τολμήσω την επόμενη ερώτηση.
-—Η αλλαγή αυτή έχει να κάνει με την αρρώστια σου;
—-—Φυσικά.
—-—Για πες μου;
—-—Η θεία μου Μαρία, ξέρεις της μητέρας μου η αδερφή, η μόνη που με νοιάστηκε, κάθε μέρα μου έλεγε να πάμε στην εκκλησία, μα δεν ήθελα. Με πίεζε να φωνάξει παπά να κάνει αγιασμό, αγρίευα. Ένα βράδυ όμως, όταν απελπισμένος χώθηκα στα κλινοσκεπάσματα κι αυτή κάτι καθάριζε μέσα, κοιμήθηκα χωρίς να προλάβω να της πω ούτε καληνύχτα. Κι ήρθε μια νύχτα φρίκης κι ελπίδας, πόνου κι αναγέννησης μαζί. Μια νύχτα που θαρρείς κράτησε αιώνες κι ας ήταν ο ύπνος μου λίγες μόνο ώρες. Δεν ξέρω αν ήμουνα κοιμισμένος ή ξυπνητός, όταν στο πηχτό σκοτάδι μια λάμψη με τύφλωσε. Κι αμέσως φάνηκε αργοκίνητη μια φιγούρα που όσο πλησίαζε αντί να μεγαλώνει μίκραινε, έφευγε η λάμψη κι έπεσε πάλι σκοτάδι. Ξαφνικά όμως μια λάμψη, ένα φως, όπως τους προβολείς στο θέατρο με χιλιάδες ρεφλέκτορες, εστιάστηκε και φάνηκε καθαρά το αγιασμένο, το πονεμένο πρόσωπο μιας μάνας που είδε τον γιο της στο Σταυρό απάνω. Και την άκουσα να λέει: «Μη κλαις Αλέξανδρε. Θα γίνεις καλά. Έλα κοντά μου».
Ένα ρίγος με τρύπησε, η ψυχή μου βγήκε θαρρείς, γίνηκε πτηνό και πέταξε κι ο αμαρτωλός ξύπνησα χωμένος στον ιδρώτα…
Κι έζησε άλλα 22 χρόνια ο θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Γαλανός που είχε γράψει τα ´Κόκκινα Φανάρια´…
Γιώργος Καμβυσέλλης
Giorgiok1936@yahoo.gr
Το Άγιο Όρος ανήκε στην Παναγία για να διδάξει το λόγο του Θεού, γι’ αυτό λέγεται και το Περιβόλι της Παναγίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του γράφοντος «Από τα ´Κόκκινα Φανάρια´ στο Περιβόλι της Παναγίας» που δημοσιεύεται μετά από παράκληση πολλών φίλων.