Σεπτέμβριος. Το πρώτο κουδούνι. Η αυλή βουίζει σαν μελίσσι. Στην αίθουσα στριμώχνονται παιδικά κεφαλάκια με την έξαψη του καλοκαιριού φανερή ακόμα στο πρόσωπο. Με μια κρυμμένη αγωνία στο βλέμμα σε κοιτάζουν ζωηρά, διερευνητικά, γεμάτα περιέργεια. Σε δοκιμάζουν, σε μετρούν. Η αυλαία έχει μόλις ανοίξει κι εσύ έτοιμος για την πρώτη πράξη, το πρώτο μάθημα.
– “Καλημέρα παιδιά”.
Το ταξίδι σου στις σχολικές αίθουσες και τις παιδικές ψυχές έχει αρχίσει.
Πέντε εκπαιδευτικοί ανατρέχουν πίσω στο παρελθόν και αφηγούνται στις “διαδρομές” στιγμιότυπα από την πρώτη τους μέρα ως δάσκαλοι στο σχολείο.
Θυμούνται πρόσωπα, γεγονότα, την ατμόσφαιρα της σχολικής τάξης. Μοιράζονται την αγωνία τους. Το βάπτισμα του πυρός που μένει αξέχαστο όσα χρόνια κι αν πέρασουν…
Σταμάτης Αποστολάκης, δάσκαλος
(Από το προς δημοσίευση έργο: «Ιστορίες μιας Ζωής»)
1952: Πρωτοδιόριστος στον Σέμπρωνα
Πρωτοδιόριστος δάσκαλος στον Σέμπρωνα. Πρώτη του Νοέμβρη του 1952 διορίστηκα από τη Νομαρχία Χανίων «κοινοτικός δάσκαλος» στο Δημoτικό Σχολείο Σέμπρωνα. Εφτασα από το χωριό μου (Καμπανός) γύρω στις δέκα το πρωί πεζοπορώντας κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα. Δρόμος δεν υπήρχε τότε.
Σκέφτηκα, φτάνοντας, να πάω στο σχολείο πρώτα κι ύστερα να συνεχίσω ως την εκκλησία για να χτυπήσω την καμπάνα να μαζευτούν «τα δασκαλάκια».
Ηταν βροχερό πρωινό και ήμουν ήδη απ´ έξω απ´ το σχολείο. Παραξενεύτηκα, γιατί η καπνοδόχος του κάπνιζε και η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Σε λάθος σχολείο, σκέφτηκα, μ´ έστειλαν… Μπαίνοντας μέσα ξαφνιάστηκα. Ενας μεσοκαιρίτης δάσκαλος καθόταν κοντά στη σόμπα, μ´ ένα μικρό παιδάκι κάπου δυο χρονών στα γόνατά του, κι ολόγυρά του καμιά εικοσαριά μαθητούδια όλων των τάξεων.
– «Καλημέρα σας», είπα δισταχτικά. «Αποστολάκης, νεοδιόριστος δάσκαλος εδώ!».
– «Δημητριάδης, συνάδελφος», μου απαντά εκείνος, «από τα Παλαιά Ρούματα».
– «Κι εγώ τότε τι ζητάω εδώ, ψέλλισα, διτάξιο θα κάμουν με είκοσι παιδιά;».
– «Οχι», μου λέει! «Ασφαλώς θα με απέλυσαν πάλι, και πριν μου το κοινοποιήσουν ’στείλαν κιόλας τον… αντικαταστάτη μου».
Εγώ συγκλονίστηκα, δεν το πίστευα… κι έμεινα άφωνος! Ωστόσο, επέστρεψε η σύζυγός του, πήρε το μωρό κι έφυγε για το σπίτι της. Κι εγώ είπα πως πάω για λίγο σε συγγενικό σπίτι κι έφυγα τρεχάτος για το Σελί, που υπήρχε καφενείο με τηλέφωνο.
Σε λίγα λεπτά έφτασα. Πήρα τον θείο μου τηλέφωνο στα Χανιά. Ηταν γενικός Διευθυντής Γεωργίας Κρήτης κι είχε αδελφικό του φίλο τον Προϊστάμενο της Δημοτικής Εκπαίδευσης Κρήτης κ. Ματθαιάσο, και του λέω:
– «Θείο, εγώ δεν θέλω στο Σέμπρωνα· και φεύγω πίσω για το χωριό μου».
– «Εχεις φάει το κουτόχορτο», μου απαντά θυμωμένος.
«Το ξέρεις πως μόνο στο Επανοχώρι έχει κενή θέση κι είναι πάνω από 80 τα παιδιά κι είναι και βεντέτα επικίνδυνη στο χωριό»;
– «Δεν πειράζει θείο. Εμένα δεν μ´ ενοχλεί κανείς γιατί δεν υπάρχει λόγος».
Κι ο θείος, μου κλείνει το τηλέφωνο με ένα αόριστο: «Θα δούμε».
Κι εγώ παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Ώσπου να επιστρέψω βραδιασμένα στο πατρικό μας, είχε φέρει ο αστυνόμος στο σπίτι την διαταγή της Γενικής Επιθεώρησης Κρήτης με την τοποθέτησή μου στο Διτάξιο Δημοτικό Σχολείο Επανοχωρίου…
Αλλά τα της υπηρεσίας μου εκεί από 3/11/1952 μέχρι 24/6/1953, μια άλλη φορά…
Βαγγέλης Κακατσάκης, δάσκαλος
´Μόνος με τους πρώτους μαθητές´
(Στη μνήμη του Γιώργου Ι. Ηλιάκη και του Μανόλη Γ. Βακάκη*)
Μέσα της δεκαετίας του 1970.
Ημερα και ήρεμα, γλυκά σαν το λάδι, τούτα τα σεπτεμβριανά πρωινά στις Στρόβλες Σελίνου. Εχω έρθει εδώ απ´ τις 9 του μήνα, έχουν περάσει κιόλας 11 μέρες από τότε κι έχω πια συνηθίσει τα χρώματα και τα αρώματα τους, τις εικόνες και τους ήχους τους. Στο όμορφο, καταπράσινο τούτο χωριό έχω διοριστεί δάσκαλος. το σημερινό πρωινό, ωστόσο, είναι ξεχωριστό. Είναι η ημέρα του Αγιασμού, η ημέρα που αρχίζουν επισήμως τα μαθήματα, η ημέρα που βρίσκομαι μόνος, ενώπιον των μαθητών μου.
Να ´μαι κιόλας στητός, πάνω στην έδρα, κάτω απ´ την εικόνα των Τριών Ιεραρχών. Ο παπα Παντελής έχει μόλις φύγει και οι βόστρυχοι του θυμιάματος πλανώνται ακόμα στην αίθουσα.
Μέσα απ´ αυτούς βλέπω, όλους μαζί κι έναν έναν χωριστά τους τριάντα έξι μαθητές μου. Νιώθω τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου, τ´ αυτιά τους σε αναμονή, τις καρδιές τους ορθάνοιχτες.
«Δώσε μου, Κύριε, απλότητα και βάθος, κάμε να μην είμαι περίπλοκος, ούτε κοινότυπος στο καθημερινό μου μάθημα. Κάμε να υψώνω τα μάτια πάνω από το πληγωμένο μου στήθος μπαίνοντας κάθε μέρα στην τάξη μου…».
Στην προσευχή μιας χιλιανής δασκάλας, της Γαβριέλας Μιστράλ, που διάβασα τις προάλλες κολλημένο το μυαλό μου. Είμαι κιόλας μέσα στην τάξη μου, στις έξι σε συσκευασία μιας, τάξης μου. Αυτός είναι ο Παντελής, αυτή είναι η Γεωργία, αυτός είναι η Αντώνης, αυτή είναι η Αλεξία… Τα Στροβλιανάκια τα ξέρω όλα ή σχεδόν όλα, κάποια απ´ αυτά έρχονταν μάλιστα στο σχολείο για να παίξουν ή για να με βοηθήσουν στις δουλειές που έπρεπε να γίνουν, απ´ τις 10 μέχρι τις 20 του μήνα, τα περισσότερα όμως παιδιά απ´ το διπλανό χωριό, τους Αλυγούς, που θέλουν μισή ώρα με τα πόδια για να ´ρθουν, όχι.
Δεν με τρομάζει ο αριθμός! Τι ´ναι 36 παιδιά, μπροστά στα 200 που είχα να κουλαντρίζω, πέρυσι, όντας επιμελητής, στο Οικοτροφείο Αρρένων που έφτιαξε ο Παππούς, μέσα σ´ όλα τ´ άλλα ιδρύματα στο Καστέλλι; Ούτε πως θα κάνω μάθημα μέσα σε μία αίθουσα σε έξι διαφορετικές τάξεις με τρομάζει. Η καλύτερή μου, όταν έλειπε ο δάσκαλος του μονοθέσιου πειραματικού σχολείου της Μαρασλείου Ακαδημίας, όπου σπούδαζα, και με έστειλε ο καθηγητής μου της Διδακτικής να κάνω μάθημα. Όλα εύκολα στην θεωρία…
Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να γράψω τι έγινε στη συνέχεια, την ημέρα εκείνη, που πήρα το βάφτισμα του δασκαλικού πυρός, όταν πέρασαν τα λίγα δευτερόλεπτα της αμηχανίας. Να πω μόνο τούτο. Ότι έκανα όλα, μα όλα τα μαθήματα που όριζε το πρόγραμμα της Παρασκευής, σε όλες τις τάξεις. Και ότι σκόλασα τα παιδιά, εκεί γύρω στις 4.30μ.μ., δύο περίπου ώρες, μετά τον κανονικό. Και ότι δεν πεινούσα καθόλου…
* Ανάμεσα στους πρώτους μου μαθητές και τα δύο αυτά επίσης ωραία παιδιά που πέρασαν στην αντίπερα όχθη.
Τριανταφυλλιά Γιαννουλάκη – Μπαδογιάννη, δασκάλα
Τα τρεμάμενα βήματα του ´πρωτάρη´
Οι αναμνήσεις, γλυκά νανουρίσματα του μυαλού, χαράζουν το παρελθόν και συντροφεύουν το μέλλον. Ο πρώτος διορισμός ήταν το 1986 ως αναπληρώτρια, στο μονοθέσιο δημοτικό στο χωριό Κάμποι. Ακόμα θυμάμαι την αγωνία και τον ενθουσιασμό της πρώτης μέρας. Τα όνειρα, την αισιοδοξία, την όρεξη για δουλειά. Τα τρεμάμενα βήματα του «πρωτάρη», την ανασφάλεια λόγω έλλειψης εμπειρίας.
Δεκατέσσερα παιδικά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου. Δεκατέσσερις διαθέσιμες αγκαλιές, που ήθελα να τις ζεστάνω και να με ζεστάνουν. Με την πρώτη ματιά κατάλαβα το δέσιμο που θα γινόταν μεταξύ μας.
Ήξερα ότι αυτά τα παιδιά είχαν περιορισμένες ευκαιρίες και ένιωθα το βάρος της ευθύνης απέναντί τους, να βάλω γερές βάσεις για να εξελιχθούν με τον καλύτερο τρόπο σε όλους τους τομείς.
Τα παιδιά ήταν φιλότιμα, πρόθυμα, συνεργάσιμα και με όρεξη να μάθουν. Μετά το σχόλασμα τα περισσότερα παιδιά δούλευαν στις ελιές ή στα πρόβατα για να βοηθήσουν την οικογένειά τους. Θυμάμαι το μαθητή Ν. Γελασάκη που ερχόταν με τα πόδια στο σχολείο από μια απομακρυσμένη και απομονωμένη γειτονιά, ολόκληρο ταξίδι κάθε πρωί. Μονοθέσιο το σχολείο, χωρίς άλλο δάσκαλο κι έτσι ακόμα και στα διαλείμματα ήμουν παρέα με αυτά τα παιδιά.
Η μεταφορά μου στο σχολείο το πρωί είχε μια δόση αλχημείας. Μέχρι το χωριό Κατωχώρι που ήταν διθέσιο με έπαιρναν στο αυτοκίνητό τους δυο συνάδελφοι, ο Δημήτρης Γρυσπολάκης και η Χρυσούλα Γαλανάκη.
Στη συνέχεια ο Κώστας, ένα νέο παιδί τότε, με μετέφερε στο σχολείο με το αγροτικό του ως ταξί. Κάπως έτσι αργότερα ο Κώστας έφυγε από το χωριό και άσκησε το επάγγελμα του ταξιτζή στα Χανιά. Το μεσημέρι επέστρεφα με το λεωφορείο. Δίπλα στη γραφική πλατεία του χωριού ήταν το σχολείο και η εκκλησία. Η τάξη μας είχε μια ξυλόσομπα στη μέση και γύρω της κύκλος-αγκαλιά τα θρανία.
Τα παιδιά έφερναν από το σπίτι ξύλα. Η πρώτη προσπάθεια να ανάψω τη σόμπα, έκανε τους καπνούς να βγουν από τα παράθυρα και εμάς να τρέξουμε έξω από την πόρτα.
Αμέσως κατάλαβα ότι η διδασκαλία που επρόκειτο να κάνω σε αυτά τα παιδιά, είχε πολλά να με διδάξει.
Δύο μόνο από τα παιδιά είχαν δει από κοντά τη θάλασσα! Φέραμε στην τάξη φωτογραφίες της θάλασσας, διαβάσαμε ποιήματα, τη ζωγραφίσαμε και συλλέξαμε σχετικές πληροφορίες. Οπως ήταν φυσικό η τελική εκδρομή είχε προορισμό τη θάλασσα. Υπήρχε όμως ένα πρακτικό πρόβλημα…
Οι γονείς επιθυμούσαν να συμμετέχουν στην εκδρομή αλλά να υπάρχουν δυο λεωφορεία, ένα για τους πράσινους και ένα για τους μπλε πολιτικά χρωματισμένους.
Μην ξεχνάτε ότι εκείνη την εποχή οι πολιτικές αντιπαραθέσεις χρωμάτιζαν την καθημερινότητα.
Αν και το κόστος της εκδρομής ανέβαινε κατακόρυφα, τελικά δυο λεωφορεία μας κατέβασαν στην παραλία και δυο τραπέζια στρώθηκαν στην ταβέρνα. Ωστόσο το κέφι ήταν αμείωτο. Μόνο που ο παπα Μανώλης Χατζηδάκης (που τώρα λειτουργεί στο χωριό Αλικιανός) και εγώ πηγαίναμε από το ένα τραπέζι στο άλλο.
Αλησμόνητη η φιλοξενία των κατοίκων, τα μεσημεριανά τραπέζια μέχρι να έρθει το λεωφορείο ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν παιδιά στο σχολείο, τα διαρκή τραταρίσματα στο καφενείο.
Θυμάμαι τη ζεστασιά των κατοίκων, τα γλυκά παιδικά χαμόγελα. Οι όποιες τοτινές δυσκολίες τώρα καταχωρούνται ως δυνατές εμπειρίες.
Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα αισθάνομαι το ίδιο καρδιοχτύπι όταν αρχίζει το νέο σχολικό έτος.
Εύχομαι η νέα σχολική χρονιά να πλουτίσει θετικά τις αναμνήσεις των συναδέλφων και να δώσει σε όλους τους μαθητές την ευκαιρία να αγαπήσουν το σχολείο.
Χρύσα Μαρουσάκη, νηπιαγωγός
´Θα κερδίσω την εμπιστοσύνη τους;´
Δυο χρόνια στη Σχολή Νηπιαγωγών ένιωσα ότι με έφεραν πιο κοντά στ’ όνειρό μου.
Αυτό που είχα από μικρή. Να κάνω ένα επάγγελμα σχετικό με τα παιδιά. Παιδίατρος ή νηπιαγωγός είχα πει, θυμάμαι.
Τώρα πια με το πτυχίο στο χέρι -διαβατήριο γνώσης και σιγουριάς- φανταζόμουν ήδη τον εαυτό μου ταξιδιώτη στο παιδικό μου όνειρο.
Εκεί υπήρχε μια τάξη με γελαστά όμορφα προσωπάκια, μα και κάποια φοβισμένα στο πρώτο πέταγμά τους από την αγκαλιά της μαμάς.
Πώς θα με δέχονταν αλήθεια! Θα τα κατάφερνα να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και να βρω μια θέση στην καρδούλα τους! Γιατί ήξερα ότι αυτή τη θέση έπρεπε να ψάξω.
Δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή μου καλούμαι σαν αναπληρώτρια να υπηρετήσω για δυο μήνες στον Πλάτανο Κισάμου.
Μια δρασκελιά μου φάνηκε το χωριό, μα την άλλη μέρα βγήκαν περισσότερες.
Το πρωί ξύπνησα από τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς μου. Προσπαθώ να θυμηθώ τα συναισθήματα. Χαρά, ανησυχία, ελπίδα, φόβος, αισιοδοξία, ανασφάλεια. Προσπάθησα να διώξω κάθε τι αρνητικό που έπνιγε τη χαρά μου, ν’ αφήσω την ελπίδα και την αισιοδοξία να βάψουν τους τοίχους της τάξης με χαρούμενα χρώματα, για να υποδεχτώ τα πρώτα μου παιδάκια.
Ποιο βιβλίο αλήθεια μπορεί να με βοηθήσει τούτη την ώρα. Ποια θεωρητική γνώση είναι ικανή από μόνη της να σώσει την κατάσταση. Αλλο θεωρία… άλλο πράξη! «Και τώρα εδώ σε θέλω», είπα στον εαυτό μου στη θέα του πρώτου παιδιού.
«Καλημέρα!!!», βγήκε η φωνή μου κατευθείαν από το επίκεντρο του σεισμού!
«Καλημέρα κυρία», ψέλλισε εκείνο.
Ανταλλάξαμε τα ονόματά μας και μπήκα στο ρόλο της άνετης και έμπειρης καλύπτοντας με χρυσόσκονη το άγχος και την ανασφάλειά μου. Ηθελα σε πρώτη φάση να με συμπαθήσουν, να κερδίσω και τα δύσκολα, να προλάβω να δώσω όλες μου τις γνώσεις μέσα σε δυο μήνες!
Οταν ήρθε και το τελευταίο παιδί και η πόρτα έκλεισε, έρχεται αβίαστα στο μυαλό μου η πρώτη ερώτηση: «Και τώρα τι; Πρόγραμμα ή ελεύθερες δραστηριότητες;».
Ηταν δυο μήνες πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς, τα παιδιά είχαν ήδη κατακτήσει αρκετές γνώσεις, ένα κλίμα είχε ήδη διαμορφωθεί και η απουσία της δασκάλας τους είχε αφήσει το στίγμα της. Έπρεπε να καταλάβουν ότι είμαι μια άλλη δασκάλα και όχι η συνέχεια της προηγούμενης. Δεν ήταν εύκολο και φάνηκε στη συνέχεια.
«Η κυρία μας έκανε αυτό, με την κυρία κάναμε εκείνο…».
Άφησα τη γνώση μου την παιδαγωγική να συμμαχήσει με το ένστικτο και το συναίσθημα για να κάνω λιγότερα λάθη ασκώντας ευσυνείδητα το έργο μου, μα πάνω απ’ όλα για να έχω γύρω μου παιδιά ευτυχισμένα!
Γίναμε τελικά μια καλή παρέα, γελάσαμε πολύ και τώρα πια 18 χρόνια στην τάξη, μπορώ να πω ότι:
«Κι αν στα όνειρά μας ήρθε καταιγίδα
κι αν στην τσέπη λιγοστεύουν τα ευρώ
μες στην τάξη μου θαρρώ είν’ η ελπίδα
και αξίζει να την ψάξω να τη βρω!»
Μανόλης Χατζηπαναγιώτου, δάσκαλος
´Μαθητευόμενος κουρέας στο κεφάλι τους!´
1994. Ο Σεπτέμβρης έφτανε πια στα μισά του. Τα πιο πολλά σχολεία είχαν κάνει αγιασμό μέρες τώρα. Στο Σφακοπηγάδι όμως περίμεναν όπως πάντα τους αναπληρωτές. Κι ένας αναπληρωτής στέκεται τώρα μπρος σε 13 κεφάλια, 26 μάτια, άλλα τόσα αυτιά. Τι να πει όμως; Τα πόδια του ζέχνουν ακόμη τα στρατιωτικά άρβυλα, ένα μήνα απολυμένος. Τα ρούχα του μυρίζουν την καραβίλα της ΑΝΕΚ. Μόλις ήρθε στα Χανιά. Ετσι ήταν τότε, ένα τηλέφωνο στη Μακεδονία τη Δευτέρα, και Τρίτη – Τετάρτη προσγειωμένος στην ημιορεινή Κίσαμο, να κοιτάς στα μάτια τα παιδιά και να απορείς τι στο καλό κάνεις εδώ πέρα. Να απορούν και τα παιδιά «τι σόι φρούτο είναι πάλι αυτός που μας έλαχε», αλλά δεν το λέγανε, παιδιά σεβαστικά βλέπεις. Γιατί τό ‘χουν αυτό τα χωριά: τα παιδιά μικρά αγριμάκια, ζόρικα και μπελαλίδικα. Αλλά το δάσκαλο να τον σέβονται, έτσι τους είχαν μάθει οι γονείς τους. Η πρώτη μέρα κύλησε όπως-όπως λίγο με τον παπά, λίγο με τα παιδιά. Τη δεύτερη μέρα, σφιγμένος από την αγωνία (πώς θα περάσει ή ώρα;) πρωινιάτικα κατέφυγα στα τετριμμένα: Ορθογραφία! Αυτό δεν έκανε και η δική μου δασκάλα; Αυτό θα κάνω κι εγώ. Ετσι κάνουμε όλοι. Αφού σπουδάσουμε τα πάντα, θεωρίες, ψυχολογίες και δε συμμαζεύεται, στην αρχή προσπαθούμε να ανασύρουμε τις μνήμες του παραδοσιακού σχολείου για να πορευτούμε, ώσπου να στυλωθεί το ηθικό μας. Αρχίζω την υπαγόρευση και ω! του θαύματος, τα παιδιά κάνουν ησυχία! Μαθημένα τόσα χρόνια στα θρανία, είχαν τ’ αυτιά τους ανοιχτά. Μόνη παρενόχληση στη φωνή μου κάποια μύγα ξεχασμένη από τον Αύγουστο. Παιδαγωγική βγαλμένη από τα σκονισμένα ντουλάπια, αλλά τι ανακούφιση! Ελέγχω την τάξη! Και η σκέψη ότι ίσως τελικά τα καταφέρω. Τελικά τα παιδιά με ανέχτηκαν, μαθητευόμενο κουρέα στο κεφάλι τους. Τα σπίτια τους άνοιξαν για κρασί και καλτσούνι. Τώρα μένω με την ανάμνηση των 13 αυτών μαθητών και τις ενοχές για τις δασκαλίστικες τσαλαβούτες της πρώτης χρονιάς.
Ας είστε καλά όπου κι αν είστε. Δεν σας ξεχνώ Νίκο Κ., Βασίλη, Πολύδωρε, Στέλλα, Ιωάννα Ρ., Βασιλική Π., Τάσο, Γιώργο, Βασιλική Ρ., Νικόλα Σ., Νίκο Σκ. Ιωάννα Κ. Δεν σε ξεχνώ Φώντα.
Ας είναι καλά και το Σφακοπηγάδι με το σχολειό του, ας ελπίσουμε να μην πέσει κι αυτό θύμα των νέων καιρών και του ´εξορθολογισμού´.