Η «αθέατη» διάσταση του κινήματος των αγανακτισμένων δεν αφορούσε την πολιτική ούτε την οικονομία. Είχε να κάνει με την επάνοδο των πολιτών στις πλατείες, τις οποίες διεκδικούσαν και πάλι ως δημόσιους χώρους.
Πόσο διαφορετική έμοιαζε η Δημοτική Αγορά τα βράδια που ήταν γεμάτη με κόσμο; Πιο φιλόξενη και λιγότερο… τρομακτική.
Γιατί αυτό είναι το αίσθημα που κυριαρχεί σε πολλούς κατοίκους των Χανίων. Ενα αίσθημα φόβου για τις πλατείες και τα πάρκα της πόλης. Απρόσιτοι, σκοτεινοί, χώροι σε εγκατάλειψη.
Μοιραία, με τους Χανιώτες να φοβούνται να πλησιάσουν -ιδιαίτερα τα βράδια- τα πάρκα μετατρέπονται σε χώρους για άλλες… δραστηριότητες. Ούτε καν ασφαλή καταφύγια για τους αστέγους δεν είναι.
Εγκληματικότητα σε έξαρση, με τους νυχτερινούς διαβάτες να αποφεύγουν δρόμους και να μην αισθάνονται ασφάλεια.
Η ανασφάλεια, όμως, γεννά πολλά δεινά για μια κοινωνία. Και ιδιαίτερα, όταν μιλάμε για μικρές πόλεις, όπως τα Χανιά, τα προβλήματα αυτά γίνονται ακόμα πιο εμφανή.
Ξενοφοβία και ρατσισμός είναι παθογένειες που δεν θέλουν και πολύ για να κάνουν την εμφάνισή τους.
Στις προτεραιότητες, λοιπόν, των Αστυνομικών και Δημοτικών Αρχών θα πρέπει να είναι η επαναπόδοση των δημοσίων χώρων στους πολίτες, ώστε να ξανανιώσουν την πόλη πιο «δική τους», πιο οικεία.
Για να επιτευχθεί αυτό δεν είναι λύση οι επιχειρήσεις «σκούπα» και η «αστυνομοκρατία». Εχει αποδειχτεί αυτό από περιπτώσεις άλλων πόλεων με πρώτη και… καλύτερη την Αθήνα. Οι Αρχές πρέπει να βρουν τη χρυσή τομή. Για αυτό άλλωστε ονομάζονται και αρμόδιοι…
Η ανάπλαση της Σπλάντζιας έδειξε ότι, όταν μια Δημοτική Αρχή θέλει, μπορεί.