Τα γεωλογικά μυστήρια, που περιβάλλουν την ιστορία της Κρήτης, βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνας Αμερικανών επιστημόνων, οι οποίοι, σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Ηράκλειο, αναζητούν πληροφορίες για τη «γέννηση» του νησιού, από τις οποίες ενδέχεται να προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα για την ύπαρξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου στην περιοχή μας.
Ο Καρλ Γουέγκμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, μίλησε στα «Χανιώτικα νέα», ως επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας που βρέθηκε πέρυσι στο νησί.
Από την έρευνα αυτή προέκυψε και είχει παρουσιαστεί πέρυσι ένα νέο στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο η Κρήτη πρωτοκατοικήθηκε πριν από 130.000 χρόνια, βάζοντας τέλος στην επικρατούσα άποψη που ήθελε τους πρώτους ανθρώπους να πατάνε στο νησί πριν από 32.000 χρόνια.
Αναφορικά με αυτή την ανατροπή ο κ. Γουέγκμαν εξήγησε στα «Χ.Ν.» ότι από την έρευνά του προέκυψε η χρονολόγηση εργαλείων που είχαν εντοπιστεί, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει ο ίδιος τη διαδρομή που ακολούθησαν οι πρώτοι άνθρωποι που έφτασαν στο νησί.
«Δεν ξέρουμε αν ήρθαν από την Αφρική, από την Πελοπόνησο ή από το Αιγαίο», σημειώνει ο Αμερικανός καθηγητής, εξηγώντας ότι «αυτό είναι δουλειά των αρχαιολόγων, που ενδεχομένως θα πρέπει να συγκρίνουν όποια ίχνη DNA βρεθούν με αντίστοιχα ίχνη από άλλες περιοχές της Αφρικής ή της Μεσογείου».
Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ο Καρλ Γουέγκμαν και η ομάδα του μελετούν αποκλειστικά τα γεωλογικά φαινόμενα που συντελούνται στην Κρήτη. Στην προσπάθεια αυτή έχει τη στήριξη του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης και συνεργάζεται με τον Χαράλαμπο Φασουλά, διδάκτορα Τεκτονικής Γεωλογίας και υπεύθυνο στο Τμήμα Γεωποικιλότητας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Ηράκλειο.
Ο κ. Φασουλάς δήλωσε στα «Χ.Ν.» ότι το ενδιαφέρον του Γουέγκμαν για την Κρήτη ξεκινά από τα χρόνια που έκανε το διδακτορικό του. «Τότε, θέλαμε να δούμε κατά πόσο και με τι ρυθμούς τα τελευταία 10 – 20.000 χρόνια ανυψώνονται κάποιες περιοχές στην Κρήτη και την αιτία αυτού του φαινομένου», ανέφερε ο κ. Φασουλάς.
Κατά τον Γουέγκμαν η Κρήτη δεν υπήρξε ποτέ συνδεδεμένη με την ξηρά, «αλλά αναδύθηκε από τη θάλασσα πριν από 5.000.000 χρόνια αρχικά ως ένα σύμπλεγμα νησιών», όπως σημείωσε ο Αμερικανός καθηγητής, εξηγώντας ότι «οι τεκτονικές πλάκες έσπρωχναν η μία την άλλη, η αφρικανική έσπρωχνε την ευρασιατική με αποτέλεσμα να αναδυθεί η Κρήτη, η οποία είναι κομμάτι της ευρασιατικής, γεγονός που δείχνει ότι το νησί δεν ήταν ποτέ συνδεδεμένο με τη βόρεια Αφρική».
Πάνω στην παρατήρηση αυτή του Γουέγκμαν ο Χαράλαμπος Φασουλάς συμπλήρωσε ότι «την περίοδο αυτή πριν από 5.000.000 χρόνια, το σύμπλεγμα των νησιών που αναδύθηκε είχε πολύ χαμηλό υψόμετρο, το πολύ 500 μέτρα. Το τελικό σχήμα της Κρήτης είναι αποτέλσμα πιο πρόσφατων διεργασιών πριν από 1.000.000 χρόνια. Νωρίτερα ήταν ένα σύμπλεγμα νήσων με στενά κανάλια. Για παράδειγμα η απόσταση της Γραμπούσας με τα Αντικύθηρα ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα και άλλαζε ανάλογα με τη στάθμη της θάλασσας».
Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΓΟΥΕΓΚΜΑΝ
Το αντικείμενο της έρευνα του Γουέγκμαν, που θα συνεχιστεί τον επόμενο Μάιο, οπότε θα βρεθεί ξανά στο νησί ο καθηγητής με την ομάδα του, είναι το γεωλογικό φαινόμενο της βύθισης και ανύψωσης των ακτογραμμών. Η έρευνα θα γίνει και πάλι σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και ο κ. Φασουλάς εξηγεί στα «Χ.Ν.» ποια είναι τα γεωλογικά φαινόμενα που θα μελετηθούν.
«Η νοτιοδυτική Κρήτη παρουσιάζει ανύψωση μέχρι 9 μέτρα, γεγονός που αποδίδεται στον πολύ μεγάλο σεισμό του 365 που σήκωσε σχεδόν τη μισή Κρήτη, όπως υποστηρίζουν τουλάχιστον οι περισσότεροι συγγραφείς.
Οταν συμβεί ένας ισχυρός σεισμός, που σηκώνει μεγάλα τμήματα της ξηράς, τότε οι παλιές ακτογραμμές παραμένουν σαν ίχνη πάνω στα πετρώματα στα βράχια της ξηράς, σε μεγαλύτερο υψόμετρο από τη στάθμη της θάλασσας.
Αυτό για παράδειγμα φαίνεται σε πολλές περιοχές της Δυτικής Κρήτης σαν ένα οριζόντιο αυλάκι που έχει σκαφτεί πάνω στον βράχο. Και αυτό το αυλάκι έχει πολλές φορές απολιθώματα από ζώα, εκεί που σκάει το κύμα είτε μαλάκια -σαν κοχύλια- είτε κοράλλια. Αυτές οι παλιές ακτογραμμές φαίνονται σε ψηλότερο σημείο από τη στάθμη της θάλασσας σαν αποθέσεις στις ακτές, δηλαδή βότσαλα και άμμος. Μελετώντας με τον Γουέγκμαν τις ακτογραμμές και χρονολογώντας τα απολιθώματα, μπορούμε να βγάλουμε στοιχεία για το πότε αυτή η ακτογραμμή ήταν στο επίπεδο της θάλασσας».
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Ο κ. Φασουλάς, παρουσιάζοντας το αντικείμενο της έρευνας, εξηγεί συνέχεια την ανατροπή που έφερε η μελέτη του Γουέγκμαν:
«Στη Δυτική Κρήτη υπάρχουν αλλεπάλληλες παλιές συνεχόμενες ακτογραμμές, άρα η περιοχή σταδιακά ανασηκωνόταν. Εκτός από ανύψωση υπάρχει και το αντίστροφο φαινόμενο όπου για κάποιο λόγο η ξηρά βυθίζεται, άρα η παλιά ακτογραμμή είναι κάτω από τη στάθμη της θάλασσας και δεν μπορούμε να την παρατηρήσουμε. Θα την παρατηρήσουμε όταν γίνει μια απότομη ανύψωση της ξηράς και αυτές τις παλιές ακτογραμμές τις βγάλει πάνω από τη στάθμη της θάλασσας.
Στη Δυτική Κρήτη παρατηρούνται και τα δύο φαινόμενα, δηλαδή ότι η ξηρά είχε βυθιστεί αρχικά και στη συνέχεια ανυψώθηκε στα 9 μέτρα. Αυτά τα δύο φαινόμενα επιχειρείται να συσχετιστούν επιστημονικά.
Τη δεκαετία του ’50 έγινε στην Αλάσκα ένας ισχυρός σεισμός 9,4 Ρίχτερ. Πριν από τότε οι παράκτιες περιοχές βυθίζονταν κάτω από τη θάλασσα. Με τον σεισμό αυτό όλες οι παλιές βυθισμένες ξηρές βρέθηκαν πάνω από τη θάλασσα, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που έγινε στα Χανιά. Υπήρχε βύθιση και με τον μεγάλο σεισμό του 365 ανέβηκαν.
Μπορεί κάποιος να πει ότι αν συμβαίνει αυτό το φαινόμενο σε μια περιοχή, δηλαδή το να ανεβαίνει η θάλασσα ή να βυθίζεται η ξηρά, μπορεί να είναι πρόδρομο φαινόμενο μεγάλου σεισμού. Αυτή ήταν η επικρατούσα θεωρία την οποία ο Γουέγκμαν ανέτρεψε.
Υποστήριξε ότι ένας σεισμός δεν μπορεί να προκαλέσει αυτό το φαινόμενο, λέγοντας ότι το 365 δεν είχαμε έναν, άλλα 2 – 3 μεγάλους σεισμούς, που σιγά – σιγά σήκωσαν την ξηρά προς τα πάνω».
ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Οι έρευνες του Γουέγκμαν δεν αφορούν την αναζήτηση υδρογονανθράκων στην Κρήτη, αλλά από τα αποτελέσματα της μελέτης του μπορεί να προκύψουν χρήσιμα στοιχεία. Οπως ανέφερε ο Αμερικανός καθηγητής στα «Χ.Ν.», «δεν ασχοληθήκαμε με αυτό το θέμα, αν και η δουλειά που κάνουμε, θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες που πραγματοποιεί η ελληνική κυβέρνηση. Εμείς εξετάζουμε τη γεωλογική εξέλιξη του νησιού, η οποία δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη υδρογονανθράκων, αλλά μπορούμε να παρέχουμε στοιχεία».
Ο κ. Φασουλάς, από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, εξήγησε στα «Χ.Ν.» τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη η έρευνα του Γουέγκμαν.
«Στην έρευνα αναζητείται η ηλικία και ο μηχανισμός με τον οποίο δημιουργούνται τεκτονικά βυθίσματα -οι μεγάλες λεκάνες- είτε πάνω στην ξηρά είτε μέσα στη θάλασσα. Ετσι, γνωρίζοντας τον μηχανισμό που σχηματίστηκαν οι λεκάνες -όπως για παράδειγμα της Μεσσαράς ή αυτής που βρίσκεται ανάμεσα στη Γαύδο και στα Λευκά Ορη- και τους ρυθμούς που αναπτύσσονται και βαθαίνουν, μπορούμε να κάνουμε εκτίμηση για τι πάχος έχουν τα ιζήματα και τις συνθήκες που επικρατούν στα βάθη των λεκανών.
Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με άλλες σεισμικές παρατηρήσεις, μπορούν να δώσουν ενδείξεις για την ύπαρξη ή όχι υδρογονανθράκων σε μια περιοχή».