Παλιότερα κυριαρχούσε ο ήχος του σφυριού, οι φωνές και οι πλάκες των στιβανάδων, η μυρωδιά του δέρματος. Από αυτά μόνο το τρίτο απέμεινε σήμερα στην οδό Σκρύδλωφ, στα Στιβανάδικα, όπως έχει καθιερωθεί για τους Χανιώτες και τους Ελληνες επισκέπτες, στη Leather Street όπως λένε οι ξένοι τουρίστες. Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί που συνεχίζουν και δουλεύουν το δέρμα και το κοπίδι, τα σουβλιά και τα καρφιά; Οι επαγγελματίες υποδηματοποιοί, οι «στιβανάδες», είναι πλέον λίγοι. Μια κουβέντα με τους ανθρώπους αυτούς έχει πάντα ξεχωριστό ενδιαφέρον…
Γ. ΚΑΤΣΟΥΛΑΚΗΣ
Από τους νεότερους…
Ενας από τους νεότερους στιβανάδες της Σκρύδλωφ είναι ο κ. Γαβρίλης Κατσουλάκης. Πήρε το κατάστημα από τον πατέρα του και το συνέχισε. Πλέον, πέρα από τις μπότες, τα στιβάνια, τα αγροτικά μποτάκια, τα κλασικά παπούτσια, φτιάχνει και σανδάλια, όλα χειροποίητα. «Την τέχνη την έμαθα από τον πατέρα μου και τη συνέχισα. Το χειροποίητο παπούτσι διαφέρει, δεν συγκρίνεται. Ολη η δουλειά γίνεται πάνω στο δέρμα και το παπούτσι προσαρμόζεται πάνω στα πόδια του πελάτη», μας επισημαίνει. «Δουλειά υπάρχει, να ?ναι καλά οι τουρίστες, αλλά και οι ντόπιοι καθώς πολλοί γνωρίζουν το κατάστημα από παλιά. Κερδίζουμε τα προς το ζην. Δεν είναι δουλειά για να βγάλεις πολλά λεφτά, το παλεύεις για ένα μεροκάματο», σημειώνει. Ο Γαβρίλης είναι εκ των λίγων νέων που συνέχισαν τη δουλειά των πατεράδων τους. «Κακά τα ψέματα λίγοι θέλουν αυτή τη δουλειά γιατί δεν είναι και εύκολη. Θέλει την τέχνη της, θέλει προσπάθεια πολλή», τονίζει.
Στα χρόνια που διατηρεί το κατάστημα έχει πουλήσει χιλιάδες παπούτσια. «Μου ήρθε ένας άνθρωπος εδώ και μου λέει θέλω ένα ζευγάρι μπότες, όπως έχεις φτιάξει του ξαδέλφου μου στην Αμερική. Τέτοια περιστατικά έχουμε πάρα πολλά. Γενικά ο κόσμος το εκτιμά το χειροποίητο παπούτσι. Ξέρει ότι είναι αποτέλεσμα σκληρής και επίμονης δουλειάς και γίνεται με πολύ μεράκι», είναι τα λόγια του.
Σπουδές και δουλειά
«Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων. Είχε ο πατέρας μου, όμως, τη δουλειά αυτή και έμεινα. Αν το μετάνιωσα; Και ναι και όχι. Είναι όμως και αυτή η δουλειά που αγάπησα γιατί γεννήθηκα εδώ», αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Α. ΤΣΑΦΑΡΑΚΗΣ:
«Εχω φτιάξει πάνω από 90.000 ζευγάρια»
«Πριν από χρόνια ένας δερματέμπορας είχε καθίσει με το κομπιουτεράκι και είχε υπολογίσει πόσα παπούτσια έφτιαχνα την ημέρα, πόσα τον μήνα και υπολόγισε πως στη ζωή μου έκαμα πάνω από 90.000 ζευγάρια. Μικρός αριθμός ε;», μας λέει χαμογελώντας ο 80χρονος Αντώνης Τσαφαράκης. Στο βάθος του καταστήματος, που διατηρεί πλέον ο γιος του, συνεχίζει να παλεύει με τα δέρματα, να κόβει, να κολλά, να προκώνει, να σχεδιάζει. Ενας στιβανάς με τα όλα του. Πρωτοβρέθηκε στη Σκρύδλωφ το 1960 καθώς μέχρι τότε έκανε την ίδια δουλειά στον Κεφαλά Αποκορώνου. «Η εικόνα του δρόμου τότε δεν είχε σχέση με αυτήν που βλέπουμε σήμερα. Ηταν τότε στη μια γραμμή οι στιβανάδες, στην άλλη ήταν περισσότερο παπλωματάδες και άλλοι διάφοροι», θυμάται. Τα «Στιβανάδικα» ήταν ο δρόμος όπου ψώνιζε η φτωχολογιά των Χανίων κυρίως. «Εδώ ήταν τα παπούτσια για τους φτωχούς, υπήρχαν άλλα μαγαζιά πιο πολυτελή στην υπόλοιπη πόλη για τα πιο μεγάλα πορτοφόλια. Εμείς φτιάχναμε παπούτσια για τον αγρότη, τον εργάτη, όποιον τέλος πάντων μπορούσε, αλλά και παπούτσια για τους γαμπρούς, τις νύφες, για την προίκα. Μόλις βγήκαν οι κόλλες άλλαξε η ζωή μας. Μέχρι τότε τα ράβαμε με τα σουβλιά το κάθε παπούτσι. Με τις κόλλες βελτιώσαμε πολύ τη ζωή μας. Οσο για το δέρμα, το αγοράζαμε από καταστήματα εδώ, αλλά και στα Ταμπακαριά», αφηγείται ο κ. Αντώνης όση ώρα δουλεύει πάνω σε μια μπότα.
ΑΛΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
Με περίσσια τέχνη τη γυρίζει γύρω – γύρω, κόβει το δέρμα, καρφώνει τις πρόκες που τη στηρίζουν. Σταματά, όμως, γιατί «όταν μιλάς δεν κάνει να δουλεύεις». Ξαναγυρίζουμε στο παρελθόν. «Τώρα λένε για δύσκολη ζωή, αλλά τότε ήταν πραγματικά δράμα η κατάσταση, η φτώχεια πολύ μεγάλη. Βέβαια δεν ξέρω που θα φτάσουμε και εμείς τώρα. Ηταν όμως και ωραία εποχή. Δεν υπήρχε η τηλεόραση και ο κόσμος ξεσπούσε στο πείραγμα και στον χαβαλέ και το κλίμα ανάμεσα στους ανθρώπους την ωραίο», λέει.
Ηταν μετά το ?70 που ο δρόμος άρχισε να παίρνει πιο τουριστική εικόνα. Στην αρχή ήταν οι χίπηδες με τα σακίδια, έπειτα και οι υπόλοιποι τουρίστες. Τώρα ο δρόμος απευθύνεται κυρίως στους επισκέπτες της πόλης. «Λίγοι είναι αυτοί που κατασκευάζουν την πραμάτεια τους. Τα περισσότερα προϊόντα είναι από βιοτεχνίες… αν ήταν και ελληνικές καλά που θα ?ταν. Εισαγωγής είναι πολλά από αυτά και κινέζικα κυρίως», αναφέρει ο συνομιλητής μας, όταν τον ρωτάμε πως βλέπει τον δρόμο σήμερα.
Η σύγκριση ανάμεσα σε χειροποίητο και βιομηχανικό παπούτσι εύλογη και αναμενόμενη. «Το χειροποίητο είναι και καλό παπούτσι. Ελαφρύ, ευλύγιστο και ανθεκτικό. Εχει βέβαια και ο καθένας από εμάς την τεχνική και τη λεπτότητά του. Συνομήλικοι είμαστε με τον Λευτέρη Πιρπινάκη, μια ζωή εδώ στα Στιβανάδικα, άλλα παπούτσια βγάζει αυτός άλλα εγώ. Νέους να ασχοληθούν δεν βλέπω, ο γιος μου μαθαίνει και με ακολουθεί. Θέλει όμως υπομονή, να είσαι αποφασισμένος ότι θα αφιερώσεις ένα 8ωρο καθισμένος στην καρέκλα σου. Διαφορετικά δουλειά δεν γίνεται. Προσωπικά δεν θα την άλλαζα. Μου αρέσει η δουλειά αυτή, είναι το μεράκι μου…», καταλήγει.
Πελάτης 50ετίας
Χρόνια επαγγελματίες οι στιβανάδες έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τους πελάτες τους. «Δεν είναι λίγοι αυτοί που και παπούτσι να μην παραγγείλουν περνάνε για ένα καλημέρα για να πούμε δυο λόγια. Εχω πελάτη που του φτιάχνω παπούτσια εδώ και 50 χρόνια. Μια ζωή ολόκληρη και δεν είναι και ο μόνος», αναφέρει ο κ. Αντώνης.
Λ. ΠΙΡΠΙΝΑΚΗΣ:
«Το χειροποίητο είναι και καλό…»
Εβδομήντα δύο χρόνια στα Στιβανάδικα έχει συμπληρώσει ο κ. Λευτέρης Πιρπινάκης. Ξεκίνησε να δουλεύει σε ηλικία 8 ετών ως παραγιός και σήμερα έχει φτάσει τα 80. Το μαγαζί του αποτελεί χώρο συνάθροισης για τους παλιούς. Ανάμεσα στα δέρματα, στα παπούτσια και στα μηχανήματα ξεχωρίζουν δημοσιεύματα του ξένου και του ελληνικού Τύπου και φωτογραφίες. Λίγα λεπτά αν καθίσεις δίπλα του θα δεις σίγουρα κάποιο τουρίστα να τον φωτογραφίζει, ενώ δουλεύει πάνω σε ένα ζευγάρι στιβάνια.
«Δυστυχώς, δεν τα προτιμάνε τα χειροποίητα, παρά οι ξένοι κυρίως. Οι δικοί μας θέλουν τα… κινέζικα», λέει ο παλιός στιβανάς. Σε ένα διάλειμμα της εργασίας του μας ανοίγει κουβέντα για τη δουλειά του. «Το χειροποίητο παπούτσι είναι ποιοτικά άριστο και 10 χρόνια αντέχει χωρίς αμφιβολία. Το ταιριάζεις απόλυτα στο πόδι. Κοστίζει παραπάνω, αλλά αξίζει και ο κόσμος το αναγνωρίζει ότι είναι καλύτερο. Εμείς δουλεύουμε 100% με δέρμα», λέει και θυμάται. «Οταν ξεκινούσα πριν από 70 χρόνια κάναμε μια εβδομάδα και πιο πολύ για να βγάλουμε ένα ζευγάρι. Τότε δεν είχαμε και κόλλες και έπρεπε να τα ράβουμε τα παπούτσια με τα χέρια. Μεγάλη ταλαιπωρια. Ξεκινώντας ως παραγιός η δουλειά μου ήταν να ξεζεβλώνω τις πρόκες και να τις ισιώνω για να τις επαναχρησιμοποιούσε ο μάστορας. Δύσκολες εποχές, πείνα και Αγιος ο Θεός. Επαιρνα τις φασόλες τις ξινισμένες, τις έφερνα μπροστά μου και έλεγα ´ξινισμένες ή όχι θα σας φάω, θέλετε δεν θέλετε´ και τις έτρωγα. Κακό δεν έπαθα. Φαντάσου τι περνούσαμε. Και τι δουλειά ρίχναμε, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να έχω καθίσει ποτέ Κυριακή σπίτι μου. Σαν να μου ?δωσε ευχή ο Θεός: ´εσύ Πιρπινάκη να μην σταματήσεις να δουλεύεις ποτέ σου´», λέει.
ΧΑΒΑΛΕΣ
Παλιά οι στιβανάδες είχαν τη φήμη των «πειραχτηριών» και των «χαβαλέδων». Τα περιστατικά που θυμάται ο κ. Λευτέρης πάμπολλα. «Ηθελε να περάσει γυναίκα από τον δρόμο και τότε όλοι οι στιβανάδες μαζί για να την πειράξουν κτυπούσαν τα σφυριά τους. Γινόνταν χαλασμός. Γι? αυτό και οι κυρίες της… καλής κοινωνίας δεν άφηναν τις κόρες τους να περάσουν από εδώ γιατί λέει ήταν οι αλήτες. Εμείς πλάκα κάναμε. Θυμάμαι επίσης που είχαμε έναν σπάγγο και δέναμε λεφτά. Το αφήναμε στη μέση του δρόμου, περνούσε ο διαβάτης, έκανε να το πάρει και το τραβούσαμε… τι πλάκες γίνονταν. Οποιος δεν μας άρεσε πάλι έτρωγε ζάρπες. Ενας Κελαϊδής μακαρίτης τώρα, έριχνε ζάρπα και ακούγοντας ως την Αγορά».
ΙΑΠΩΝΕΖΟΣ ΜΕ ΣΤΙΒΑΝΙΑ
Το μέλλον ανησυχεί και τον κ. Λευτέρη. Το μέλλον της δουλειάς παραμένει δυσοίωνο καθώς ελάχιστοι είναι οι νέοι που ενδιαφέρονται να μάθουν την τέχνη του στιβανά. «Θέλει κότσια, δεν είναι εύκολο. Αν αντέξει το επάγγελμα ουδείς δεν ξέρει. Δεν υπάρχουν και ´κορδελιάστρες´, αυτές που ράβουν το δέρμα. Εχει έρθει μια γυναίκα από την Αθήνα και ράβει τα δέρματα σε όλους τους στιβανάδες, διαφορετικά και εμείς θα πηγαίναμε στα σπίτια μας», εξηγεί. Και θυμάται τον Ιαπωνέζο που μπήκε στο μαγαζί του με ένα περιοδικό της χώρας του που είχε φωτογραφία με τον κ. Λευτέρη να φτιάχνει ένα ζευγάρι λευκές μπότες και του είπε: «Αυτές θέλω. Το φαντάζεσαι Ιαπωνέζος με στιβάνια;».
«Παπούτσια δωρεάν για ξυπόλυτους»
«Χρειάστηκε να πάω 17 ετών για να βάλω παπούτσια. Εγώ που δούλευα μέσα στα στιβανάδικα. Κομματάκια δέρμα, μπαλωματάκια, τα ένωσα και έκανα παπούτσια. Βλέπω καμιά φορά τα τσιγγανάκια και λέω κοίτα πως ήμουν και εγώ. Και τους φωνάζω ελάτε να πάρετε παπούτσια. Τζάμπα τα δίνω… νιώθω ότι ξαναζώ τέτοιες στιγμές και τότε δεν μου βρέθηκε κανείς να μου πάρει ένα παπούτσι… Ετσι τώρα όποτε δω ξυπόλυτο παιδί του λέω πάρε ένα ζευγάρι παπούτσια», λέει με συγκίνηση ο κ. Λευτέρης.