Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

80 χρόνια από τη Σφαγή της Βιάννου

Δυόμιση χρόνια μετά την κατάληψη της Κρήτης από τα γερμανικά στρατεύματα, η στρατιωτική κατάσταση εξελισσόταν αρνητικά για τους Γερμανούς. Οι Σύμμαχοι πραγματοποίησαν μια επιτυχημένη απόβαση στη Σικελία το καλοκαίρι του 1943, ενώ στις αρχές Σεπτεμβρίου η ιταλική κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Μπαντόλιο (Pietro Badoglio) υπέγραψε ανακωχή. Πέρα από τις άμεσες συνέπειες που αυτό μπορεί να είχε για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ιταλία και την κεντρική Ευρώπη, οι Γερμανοί ανησυχούσαν για τον πιθανό αντίκτυπο των εξελίξεων αυτών στις κατεχόμενες χώρες, και δη στην Ελλάδα, όπου οι Ιταλοί διέθεταν την εποχή εκείνη 70.000 άντρες στα ελληνικά νησιά, εκ των οποίων περίπου οι μισοί (32.000) στην Κρήτη. Σχεδόν όλες οι ιταλικές δυνάμεις στην Κρήτη υπαγόταν στην 51η Μεραρχία Σιένα υπό τον στρατηγό Αντζέλικο Κάρτα (Angelico Carta), με έδρα τη Νεάπολη Λασιθίου.

Από τα τέλη Ιουλίου του 1943 ο Κάρτα είχε επικοινωνία με τους Βρετανούς, και διαπραγματευόταν την παράδοση των ιταλικών δυνάμεων στην Κρήτη σε αυτούς. Ωστόσο, οι συνομιλίες δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία όταν η Ιταλία υπέγραψε την ανακωχή, και ο Γερμανός διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» Μπρούνο Μπρόιερ (Bruno Bräuer) ζήτησε από τον Κάρτα να τον ενημερώσει άμεσα αν οι Ιταλοί θα συνέχιζαν να πολεμούν υπό γερμανική διοίκηση ή θα αφοπλίζονταν. Ο Κάρτα επιχείρησε να κερδίσει χρόνο, αλλά στις 10 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί τον επικήρυξαν και έστειλαν στρατεύματα στο Λασίθι. Ο Κάρτα βρισκόταν ήδη στη νότια ακτή της Κρήτης, απ’ όπου έφυγε λίγες μέρες αργότερα για την Αίγυπτο.

Στο μεταξύ, είχε διαδοθεί η φήμη ότι οι Σύμμαχοι θα πραγματοποιούσαν απόβαση στην Κρήτη, προοπτική που ανάγκασε τον Μπρόιερ να πάρει έκτακτα μέτρα. Με δεδομένο ότι δεν διέθετε μεγάλη αξιόμαχη δύναμη και η Ανώτατη Διοίκηση αρνούνταν να του στείλει ενισχύσεις, επιχείρησε να παραπλανήσει τη Συμμαχική κατασκοπεία μετασταθμεύοντας διαρκώς μονάδες από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό κατά τη διάρκεια της μέρας, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι έφταναν διαρκώς ενισχύσεις. Οι κινήσεις αυτές έπεισαν πολλούς δύσπιστους Κρητικούς ότι οι φήμες είχαν βάση, κι έτσι η έκκληση που έκανε ο Μανώλης Μπαντουβάς για στρατολόγηση επιπλέον αντρών στις επαρχίες Μαλεβιζίου, Πεδιάδος και Μονοφατσίου, υποσχόμενος να παράσχει μεγάλη ποσότητα οπλισμού, είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η διαφυγή του Ιταλού στρατηγού, η κινητοποίηση των Γερμανών και οι φήμες για συμμαχική απόβαση δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κλίμα. Ο Μπαντουβάς ήταν πεπεισμένος ότι σύντομα θα εκδηλωνόταν απόβαση στη νότια Κρήτη, και ήθελε να αναλάβει άμεσα δράση για να την υποστηρίξει. Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου 1943 ο Μπαντουβάς διέταξε μια ομάδα πέντε ανταρτών να συλλάβει τους τρεις Γερμανούς στρατιώτες του φυλακίου της Κάτω Σύμης Βιάννου. Στο φυλάκιο βρίσκονταν μόνο οι δύο, οι οποίοι αντιστάθηκαν και οι αντάρτες τους σκότωσαν. Οι αντάρτες έκρυψαν τα πτώματα σε μια σπηλιά, αλλά οι Γερμανοί τα βρήκαν. Στο μεταξύ, οι άντρες του Μπαντουβά συνέστησαν στους κατοίκους των γύρω χωριών να απομακρυνθούν, ώστε να αποφύγουν τα αντίποινα.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, μια διμοιρία του 11ου λόχου του 65ου συντάγματος, αποτελούμενη από 120 άντρες υπό τον λοχαγό Ρίχτερ, κινήθηκε από την Άνω Βιάννο προς την Κάτω Σύμη, προκειμένου να διαπιστώσει τι είχε γίνει. Εκτιμώντας ότι μπορεί να έπεφταν σε ενέδρα, οι Γερμανοί συνέλαβαν άντρες και γυναίκες από τα χωριά Βαχός και Αμιράς και τους έβαλαν μπροστά τους ως ασπίδα. Παρά ταύτα, οι αντάρτες χτύπησαν τους Γερμανούς στην τοποθεσία Κουτσουνάρι, μεταξύ Σύμης και Πεύκου, όπου κατάφεραν να απελευθερώσουν τους ομήρους και να σκοτώσουν 30 Γερμανούς. Παράλληλα, οι αντάρτες εξουδετέρωσαν τις γερμανικές φρουρές στη Βιάννο και την Άρβη, όπου έπιασαν αιχμάλωτους 12 Γερμανούς.

Θέλοντας να προλάβει τα χειρότερα, το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Μπαντουβάς ζήτησε οι αιχμάλωτοι να μεταφερθούν σε ένα σπήλαιο και να φρουρούνται, ενώ λίγο αργότερα τους ζήτησε να γράψουν ένα μήνυμα στον διοικητή τους ότι ο άμαχος πληθυσμός δεν συμμετείχε στη μάχη και ότι οι αντάρτες τους φέρονται καλά, αλλά αν αρχίσουν αντίποινα θα εκτελεστούν. Οι αιχμάλωτοι έγραψαν το γράμμα, αλλά ο υποστράτηγος Μίλερ άργησε να το λάβει. (Βέβαια, είναι πολύ πιθανό ότι ακόμα και αν το λάμβανε εγκαίρως, δεν θα αντιδρούσε διαφορετικά.) Ερμηνεύοντας τις επιθέσεις των ανταρτών ως μέρος μιας επικείμενης συμμαχικής απόβασης στην Κρήτη, ο Μπρόιερ αποφάσισε να αντιδράσει αποφασιστικά και να εξουδετερώσει την απειλή «εν τη γενέσει». Στις 13 Σεπτεμβρίου διέταξε 2.000 άντρες από το Ηράκλειο και την Ιεράπετρα να σπεύσουν στη Βιάννο, δίνοντας την εξής διαταγή: «Καταστρέψατε την επαρχία Βιάννου. Εκτελέσατε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, όλους τους άρρενες άνω των 16 ετών, καθώς και όσους συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας».

Την ίδια μέρα μερικοί Γερμανοί έφτασαν στο χωριό Άγιος Βασίλειος, όπου «εφέρθησαν μετά μεγάλης ηπιότητος, βεβαιούντες τας γυναίκας ότι δεν θεωρούν τους χωρικούς υπεύθυνους δι’ όσα οι αντάρται κάμνουν, και ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτε, αρκεί να τους φιλοξενήσουν, όπερ και εγένετο. Επίσης προκήρυξαν ότι όσοι ευρεθούν εις τας οικίας των δεν πρόκειται να υποστούν καμμίαν τιμωρίαν, αν όπως απουσίαζον, θα ετιμωρούντο αι γυναίκες και τα τέκνα των, και αι οικίαι των θα εκαίοντο». Η είδηση διαδόθηκε στα γύρω χωριά, και πολλοί που είχαν καταφύγει στα βουνά αποφάσισαν ή πείστηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Την επομένη μέρα, 14 Σεπτεμβρίου (γιορτή του Τιμίου Σταυρού) οι Γερμανοί έδειξαν τις «αγαθές» προθέσεις τους. Από νωρίς το πρωί εισέβαλαν σε αρκετά χωριά της περιοχής (Αμιράς, Βαχός, Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Άγιος Βασίλειος, Πεύκος, Επάνω και Κάτω Σύμη), όπου προχώρησαν σε μαζικές εκτελέσεις, λεηλασίες και κάθε είδους καταστροφές.

Ένα εντυπωσιακό περιστατικό έλαβε χώρα στο χωριό Αμιράς, όπου «οι κάτοικοι, κατά σύστασιν του Δημάρχου, τους υπεδέχθησαν εις την είσοδον του χωρίου κρατούντες οίνον, ρακήν και εδέσματα. Εκείνοι, έχοντες κυκλώσει εν τω μεταξύ όλην την περιοχήν, συνέλαβον τους άνδρας όλους -περί τους 100- τους οποίους άνευ διαδικασίας εξετέλεσαν μέχρις ενός ολίγον κατωτέρω της δημοσίας οδού. Η κατά τμήματα εκτέλεσις αυτών διήρκεσεν από της 10ης πρωϊνής μέχρι της 4ης απογευματινής. Εν τω μεταξύ εφόνευον και όσους γέροντας και αναπήρους εύρισκον εντός των οικιών, μη δυναμένους να κινηθούν, [ενώ] πλήθος ικανοί εφονεύθησαν εντός των κτημάτων των ή και καθ’ οδόν». Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, μόνο στο χωριό Αμιράς σκοτώθηκαν 117 άτομα. Στη συνέχεια, «Εκ των εκτελεστών άλλοι απεχώρησαν εις τον Κρεββατάν και άλλοι έμειναν εις τον Αμιράν, εγκατασταθέντες δε εις μίαν αυλήν ολίγον απέχουσα από του τόπου της εκτελέσεως ήρχισαν να τρώγουν και να διασκεδάζουν περιπαίζοντες τας ολοφυρόμενας γυναίκας και μιμούμενοι τας κραυγάς της απελπισίας των: «Παναγία μου! Παναγία μου!». Όταν αργότερα απεχώρησαν και αυτοί, αι γυναίκες ετόλμησαν να πλησιάσουν τον τόπον της εκτελέσεως. Τα πρόσωπα των νεκρών ήσαν παραμορφωμένα, διότι οι Γερμανοί εσκόπευον επί της κεφαλής των εκ του πλησίον και δι’ αυτό η αναγνώρισις εγίνετο συχνά εκ των ενδυμάτων μόνον. «Τα μυαλά του πατέρα μου και του αδερφού μου ήσαν χυμένα χάμω», μας είπε μια γυναίκα. Μία άλλη: «Το γιό μου γουλιά γουλιά τον έπαιρνα και τον έβανα στο σακκί, και πήγα και τον έθαψα». Και η ταφή των απέβη δυσχερεστάτη, διότι οι μεν ελάχιστοι υπολειφθέντες άνδρες του χωρίου εξηκολούθουν να παραμένουν στα όρη, το δε νεκροταφείον έκειτο εις απόστασιν 20΄ επί υψώματος. Δι’ αυτό τινές εκ των εκτελεσθέντων παρέμειναν άταφοι και κατεσπαράχθησαν υπό των κυνών».

Παρόμοια περιστατικά έλαβαν χώρα και σε άλλα χωριά της επαρχίας, όπου οι Γερμανοί σκότωναν όσους άντρες έβρισκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Στο χωριό Βαχός ζήτησαν πριν την εκτέλεση από τον πρόεδρο της κοινότητας Ηρακλή Πνευματικάκη να υπογράψει έγγραφη αποδοκιμασία των ανταρτών, αλλά αυτός απάντησε «Εγώ την υπογραφή μου δεν την ατιμάζω». Στη συνέχεια εκτέλεσαν όλους τους συλληφθέντες (23 άντρες, εκ των οποίων επέζησαν τρεις). Τα σπίτια του χωριού λεηλατήθηκαν, αλλά δεν πυρπολήθηκαν. Στο Κεφαλοβρύσι οι κάτοικοι επίσης πρόσφεραν ρακή και εδέσματα στους Γερμανούς, αλλά αυτοί τους συνέλαβαν, και αφού έδιωξαν τα γυναικόπαιδα, τους εκτέλεσαν όλους (33 συνολικά, από τους οποίους επέζησαν τρεις). Και σε αυτή την περίπτωση οι Γερμανοί λεηλάτησαν το χωριό, αλλά δεν το έκαψαν.

Στο χωριό Κρεββατάς σκότωσαν 21 άντρες, «τους μεν ακμαίους ομαδικώς, τους δε γέροντας και ασθενείς εντός των οικιών των και δύο εις τα πέριξ του χωρίου». Στο χωριό αυτό «ο ιερεύς παρουσιάσθη ενώπιον των Γερμανών υψών τον Σταυρόν και εξορκίζων αυτούς να λυπηθούν τους κατοίκους. Εις απάντησιν οι Γερμανοί πυροβόλησαν εναντίον του, και ενώ πληγωμένος εσύρετο δια να καταφύγη εις τινά οικίαν, έρριψαν εκ νέου εναντίον του και τον αποτελείωσαν. Μετά την εκτέλεσιν συγκεντρώθηκαν εις τον Κρεββατάν και τα εκτελεστικά αποσπάσματα Βαχού, Αμιρά και Κεφαλοβρύσου και υπό τους ήχους φωνογράφου ήρχισαν να διασκεδάζουν […] και έπειτα μεθυσμένοι εχόρευαν επί των πτωμάτων των εκτελεσθέντων φωνάζοντες «Χάιλ Χίτλερ» και «Ζήτω η Γερμανία» (ελληνιστί)». Μετά το «γλέντι» και προτού φύγουν από το χωριό, έκαψαν 70 σπίτια.

Την ίδια μέρα οι Γερμανοί σκότωσαν άλλους 31 άντρες στο χωριό Άγιος Βασίλειος. Εκεί, ένας άντρας «συλληφθείς καθ’ ην στιγμήν εζήτει να διαφύγη κρατών την τριετήν θυγατέρα του, περιελήφθη εις την ομαδικήν εκτέλεσιν, υποχρεωθείς να κρατή το τέκνον του. Διαφυγών τας σφαίρας έπεσε κατά γης προσποιηθείς τον νεκρόν. Επειδή όμως το νήπιον έκλαιε, ένας Γερμανός στρατιώτης το επυροβόλησε εκ του πλησίον και το εφόνευσεν. Ο δυστυχής πατήρ έμεινεν επί ώρας ακίνητος, με τα αίματα και το διεσκορπισμένον μυαλόν του τέκνου του επί του προσώπου του, μέχρις ου οι Γερμανοί, αφού έφαγαν και διασκέδασαν, απεχώρησαν».

Στο χωριό Πεύκος οι Γερμανοί σκότωσαν 5 άντρες στις 12 Σεπτεμβρίου, ενώ πήγαιναν στη Σύμη, και άλλους 14 στις 14 Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά σε αρκετά σπίτια και το έκαψαν. Στην Κάτω Σύμη σκότωσαν στις 14 Σεπτεμβρίου 23 άτομα, εκ των οποίων και μια γυναίκα, που κάηκε μέσα στο σπίτι της όταν το πυρπόλησαν. Στην Άνω και Κάτω Σύμη καταστράφηκαν συνολικά 245 σπίτια, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά του οικισμού Λουτράκι. Την ίδια μέρα συνέλαβαν και εκτέλεσαν 10 άντρες από τα χωριά Άνω Βιάννος, Συκολόγος και Καλάμι, ενώ συνέλαβαν άλλους 137 άντρες, τους οποίους μετέφεραν στο Γυμνάσιο της Άνω Βιάννου, όπου κρατούνταν ως όμηροι περίπου άλλοι τόσοι.

Στις 15 Σεπτεμβρίου μια ισχυρή γερμανική δύναμη υπό τον ταγματάρχη Μάρτεν συνέχισε τα αντίποινα στα γειτονικά χωριά της επαρχίας Ιεράπετρας. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στα Γδόχια 35 άντρες, τους 17 ομαδικά με πολυβόλο στη θέση Καρτσανά, και τους υπόλοιπους μέσα στο χωριό ή σε χωράφια. Τα σπίτια του χωριού καταστράφηκαν όλα ανεξαιρέτως (περί τα εκατό). Στο χωριό Χριστός εκτέλεσαν 7 άντρες, στο χωριό Μουρνιές 21, στο Μύρτο 24, στις Μάλλες 17, στη Ρίζα 18, στους Μύθους 4 και στον Παρσά 7 άντρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί δεν επιχείρησαν να ανέβουν στα κοντινά βουνά (Όρη Δίκτη) για να βρουν και εξουδετερώσουν τους αντάρτες, αλλά προτίμησαν να ξεσπάσουν στους άοπλους χωρικούς. Εξίσου αδικαιολόγητο είναι το ότι και οι αντάρτες δεν επιχείρησαν να κατέβουν και να προστατέψουν ή να τους φυγαδέψουν, έστω και σε μικρές ομάδες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να αφεθούν ανενόχλητοι να συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο.

Στις 16 Σεπτεμβρίου ο τοποτηρητής της Μητρόπολης Κρήτης αρχιμανδρίτης Ευγένιος (κατά κόσμον Ευάγγελος) Ψαλιδάκης έμαθε για τις εκτελέσεις και τις καταστροφές στη Βιάννο και έσπευσε στο Βενεράτο, προκειμένου να συναντήσει τον μέραρχο Μίλερ και να του ζητήσει να σταματήσει. Ο Μίλερ δήλωσε ότι δεν θα σταματούσε αν οι αντάρτες δεν απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους, και ο αρχιμανδρίτης προσφέρθηκε να πάει να βρει τον Μπαντουβά και να τον πείσει να τους απελευθερώσει. Ο Μίλερ δίστασε, αλλά δέχτηκε, και ο αρχιμανδρίτης πήγε στην Άνω Σύμη, απ’ όπου του έστειλε γράμμα με μια μικρή ομάδα αντιπροσώπων από τα κατεστραμμένα χωριά. Ο Μπαντουβάς αρνήθηκε να παραδώσει τους αιχμαλώτους, αλλά ο Μίλερ πείστηκε ότι ζούσαν και διέταξε να σταματήσουν οι εκτελέσεις, με αποτέλεσμα να σωθούν οι περίπου 300 όμηροι που κρατούνταν στο Γυμνάσιο της Άνω Βιάννου. Εκτός από τον Ψαλιδάκη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποτροπή των περαιτέρω εκτελέσεων στη Βιάννο έδειξε και ο Επίσκοπος Πέτρας και Χερρονήσου Διονύσιος (κατά κόσμον Εμμανουήλ) Μαραγκουδάκης. Οι Γερμανοί πίεσαν τους δύο ιερωμένους να υπογράψουν δήλωση ότι δεν είχαν σημειωθεί παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου στη Βιάννο, αλλά ο Ψαλιδάκης αρνήθηκε επίμονα, φωνάζοντας στον Γερμανό αξιωματικό: «Τουφεκίστε με, αλλά ψεύτικη δήλωση εγώ δεν υπογράφω. Γιατί είδα με τα μάτια μου γυναίκες ξεκοιλιασμένες!».

Στον απόηχο της σφαγής στη Βιάννο, οι αντάρτες που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή διαλύθηκαν. Φοβούμενοι ότι οι ντόπιοι θα θεωρούσαν υπεύθυνο τον Μπαντουβά και μπορεί να τον κατέδιδαν στους Γερμανούς, οι Βρετανοί του πρότειναν να μετακινηθεί δυτικότερα, προς τον Ψηλορείτη, ή ακόμα και προς τα Λευκά Όρη. Μια πρώτη απόπειρα φυγάδευσής του από τον όρμο Τρεις Εκκλησιές απέτυχε λόγω κακοκαιρίας, και έτσι αναγκάστηκε να κινηθεί δυτικότερα, προκειμένου να φυγαδευτεί από τα Σφακιά. Στο μεταξύ, οι γερμανικές αρχές κήρυξαν την επαρχία Βιάννου και τα γειτονικά χωριά της Ιεράπετρας ως «νεκρή ζώνη». Στους εναπομείναντες κατοίκους δόθηκε μια ολιγοήμερη προθεσμία να αποχωρήσουν, αλλά η έλλειψη μεταφορικών μέσων δεν τους επέτρεψε να πάρουν μαζί τους πολλά από τα υπάρχοντά τους. Οι κάτοικοι της ανατολικής Βιάννου διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην Ιεράπετρα, ενώ της δυτικής να φύγουν εκτός της επαρχίας. Μερικές μέρες αργότερα, τα χωριά λεηλατήθηκαν εκ νέου και τα ερείπιά τους ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα.

Το αποτέλεσμα των γερμανικών επιχειρήσεων στην περιοχή ήταν η πλήρης καταστροφή των χωριών Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Πεύκος, Σύμη και Συκολόγος Βιάννου, καθώς και των χωριών Γδόχια, Μουρνιές, Μύρτος και Ρίζα της επαρχίας Ιεράπετρας. Εκτεταμένες καταστροφές έγιναν και στους οικισμούς Κερατόκαμπος και Άρβη, όπου οι Γερμανοί λεηλάτησαν αποθήκες και αγροικίες και κατάστρεψαν πολλά σπίτια. Οι ανθρώπινες απώλειες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν. Ορισμένες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε πάνω από 500 ή και 600 άτομα, αλλά οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν τουλάχιστον 461 άτομα. Παρότι δεν είναι ευρέως γνωστό, το Ολοκαύτωμα της Βιάννου -όπως επίσης αναφέρεται- είναι το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας μετά από αυτό των Καλαβρύτων. Στα μέσα Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο γίνονται εκδηλώσεις μνήμης στη Βιάννο, αλλά η Γερμανία εξακολουθεί να μην έχει απολογηθεί επίσημα για αυτά τα εγκλήματα.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

• Beevor Antony, Crete: The Battle and the Resistance, Λονδίνο 1992.
• Κάββος Γεώργιος, Γερμανο-Ιταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, 1941-1945, Ηράκλειο 1991.
• Καλιτσουνάκης Ι., Κακριδής Ι., Καζαντζάκης Ν., Κουτουλάκης Κ., Έκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη, Δήμος Ηρακλείου, Ηράκλειο 1983.
• Κανελλοπούλου Ευγενία, Ελληνικά ολοκαυτώματα, 1940-1945, Λιβάνης, Αθήνα 2010.
• Καρέλλης Μανόλης, Τόποι Μαρτυρίου και Θυσίας στο Νομό Ηρακλείου, 1941-1944, ΤΕΔΚ Ηρακλείου, 2001.
• Κοκολάκης Μιχάλης, Ανατολική Κρήτη. Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Γνώσεις, Αθήνα 1988.
• Κούκουνας Δημοσθένης, Η Κρήτη υπό Κατοχή, Η Μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση, Κατοχή και δοσιλογισμός, β΄ έκδοση, Ariston Books, 2017.
• Σανουδάκης Αντώνης (επιμ.), Καπετάν Μπαντουβά Απομνημονεύματα, Ο αρχηγός της εθνικής αντίστασης Κρήτης: Τα πολεμικά του απομνημονεύματα, Κνωσός, Ηράκλειο 1979.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα