Οι νεότεροι δεν θα γνωρίζουν ασφαλώς πως η περιοχή των Χανίων ήταν το τελευταίο σηµείο της Ευρώπης που απελευθερώθηκε από τα ναζιστικά στρατεύµατα κατοχής και πως στην πραγµατικότητα στα Χανιά τελείωσε ο δεύτερος παγκόσµιος πόλεµος στην Ευρώπη.
Και αυτό όταν τα τελευταία ενεργά στρατεύµατα του τρίτου Ράιχ δέχθηκαν να παραδοθούν στους συµµάχους την 9η Μαΐου 1945, ενώ µια εβδοµάδα πριν διαβάζαµε στις τοπικές εφηµερίδες πως «πέθανε ο µέγας εγκληµατίας» αναφερόµενοι στον Χίτλερ.
Η υπόλοιπη Κρήτη καθώς και η άλλη Ελλάδα, είχαν απελευθερωθεί µήνες πριν και οι Γερµανοί αποχωρούντες από τους τρεις άλλους Νοµούς του νησιού µας είχαν µεταφέρει ολόκληρη την κινητή – φοβερή πολεµική µηχανή τους στα Χανιά.
Είχαν τόσο βαρύ πολεµικό υλικό συγκεντρώσει που θυµάµαι να λένε οι µεγάλοι τότε ότι θα µπορούσαν να αντιστέκονται για έναν και πλέον χρόνο στους συµµάχους που θα επιχειρούσαν εκδίωξή τους και ακόµη πως είχαν παγιδέψει την αγορά των Χανίων και πολλά άλλα καίρια σηµεία στην πόλη για να τα ανατινάξουν σε περίπτωση ανάγκης.
Οπως ανέφερα, µικρό παιδί τότε και κατοικώντας στο Ρέθυµνο, ξενύχτησα πολλά βράδια στο παράθυρο του σπιτιού µας, που βρισκόταν στη λεωφόρο Κουντουριώτου, για να χαζεύω τα φοβερά πυροβόλα, τα τεθωρακισµένα και τις φάλαγγες που περνούσαν όλη νύχτα µε κατεύθυνση τα Χανιά και που όταν έφθανε η ηµέρα σταµατούσαν καλυπτόµενα από κλαδιά και δίχτυα παραλλαγής.
Για να αποφύγουν µάλιστα οι Γερµανοί ενέδρες και επιθέσεις ανταρτών στην πορεία τους, ιδίως στις τελευταίες φάλαγγες, έπαιρναν κορίτσια του Ρεθέµνους, τα οποία τοποθετούσαν σε εµφανή σηµεία των οχηµάτων της φάλαγγας και το βράδυ επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Ο πατέρας µου ήταν γενικός διευθυντής της τότε Τράπεζας Κρήτης µε έδρα το Ρέθεµνος και εκεί έχασε όλα του τα χρήµατα.
Μερικές ηµέρες πριν φύγουν καλούσαν συνεχώς, κυρίως διά στόµατος του ντελάλη του Νικολέλη που γύριζε όλη την πόλη, να πάνε οι άντρες να βοηθήσουν να φορτωθούν τα πυροµαχικά από τα πυροβολεία του Ευλιγιά και όπου αλλού, για να τα ρίξουν στη θάλασσα, αλλιώς θα τα ανατίναζαν εκεί και θα γινόταν µεγάλη ζηµιά στην πόλη. ∆εν νοµίζω να πήγε κανείς, αλλά όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του Ρεθέµνους, µε ό,τι µπορούσαν να κρατούν µαζί, οδοιπορούσαν σε µια ατελείωτη φάλαγγα προς τον Κουµπέ, Ατσιπόπουλο ή και ανατολικά, για να γλυτώσουν.
Ακριβώς όπως βλέπουµε σήµερα στις τηλεοράσεις τους δύστυχους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις πόλεις στη Συρία και αλλού.
Ρίφθηκαν µερικά στη θάλασσα αλλά υπήρξε και ανατίναξη. Θυµάµαι που η πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη είχε γεµίσει πέτρες και κοµµάτια µετάλλου.
Πριν αναχωρήσουν οι κατακτητές τοποθέτησαν δύο ψαροκάικα (τράτες) το ένα πίσω από το άλλο στην είσοδο του λιµανιού, δίπλα στον φάρο και τα ανατίναξαν. Παράλογη βέβαια ενέργεια γιατί τι είδους πολεµικό πλοίο των συµµάχων να χωρούσε σε αυτό.
Αξέχαστο θα µου µείνει το θέαµα µε το τελευταίο όχηµα που άφησε το Ρέθεµνος µε τον γνωστό αιµοβόρο Γερµανό Γκεσταπίτη «Γιαννάκη» σκυθρωπό και πεσµένο επάνω στο οπλοπολυβόλο του.
Ήταν η 13η Οκτωβρίου του 1944. Οι Γερµανοί κατευθυνόµενοι προς τα Χανιά ανατίναζαν, µετά το πέρασµά τους, όλες τις γέφυρες του κεντρικού δρόµου. Έτσι µόλις ακούστηκε η έκρηξη από την ανατίναξη της Ατσιποπουλιανής γέφυρας, ένα µόνο χιλιόµετρο από το κέντρο του Ρεθέµνους, άρχισαν να χτυπάνε όλες µαζί οι καµπάνες των Ρεθεµνιώτικων εκκλησιών, ενώ ο λαός του Ρεθέµνους ξεχύθηκε στους δρόµους σαν τρελός πανηγυρίζοντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας. Μέσα δε σε λίγη ώρα το Ρέθεµνος είχε πληµµυρίσει από χιλιάδες γενειοφόρους, συνήθως αντάρτες όλων των παρατάξεων που πυροβολούσαν πανηγυρικά στον αέρα µε κάθε είδους φορητό όπλο. Αυτό συνεχιζόταν για µέρες, έτσι που όταν βάδιζες στους δρόµους του Ρεθέµνους πατούσες σ’ ένα παχύ στρώµα από κάθε είδους κάλυκες φυσιγγίων.
Λίγες µέρες µετά, στον θαλασσινό ορίζοντα προς το Ηράκλειο, φάνηκε ένα πολεµικό πλοίο που τελικά ήταν Βρετανικό. Χιλιάδες Ρεθεµνιώτες κατάκλυσαν την παραλία και τον Φάρο του Ρεθέµνους για να το δουν και να το υποδεχτούν. Όταν όµως πλησίασε στην πόλη άρχισαν να υψώνονται τριγύρω του τεράστιοι πίδακες νερού που τους προκαλούσαν οι οβίδες που έριχναν τα βαρέα Γερµανικά επάκτια πυροβόλα του ∆ραπάνου. Το πολεµικό αφήνοντας πυκνό προπέτασµα καπνού τράπηκε σε φυγή προς το Ηράκλειο, ενώ το συνόδευαν µέχρι τέλους οι τεράστιες οβίδες, που κατά κοινή οµολογία δεν είχαν σκοπό τη βύθισή του.
Τα φοβερά αυτά πυροβόλα των Ναζί λεγόταν ότι αν αυτοί ήθελαν, µπορούσαν να ισοπεδώσουν την περιοχή µέχρι πολύ πέρα από το Ρέθεµνος.
Μετά από λίγες ηµέρες, την 28η Οκτωβρίου, στον πρώτο εορτασµό της µετά την κατοχή, είχαµε πάλι παρελάσεις ανταρτών, στρατιωτών κ.λπ. και ρίφθηκαν προκηρύξεις, που φυλάσσω στο αρχείο µου, από τον ΕΛΑΣ που παροτρύνει σε γενικό ξεσηκωµό για να ελευθερωθούν τα σκλαβωµένα Χανιά!
Τώρα αν αυτό µπορούσε να πραγµατοποιηθεί µε πέντε-έξι πολυβόλα και κάµποσους αντάρτες απέναντι στα 600 πυροβόλα και την ασύγκριτη δύναµη προς των 15.000 Γερµανών αυτό είναι άλλο θέµα. Όλων των αποχρώσεων οι αντάρτες µπήκαν στα Χανιά µετά την παράδοση των Γερµανών.
Ακόµα στη θύµησή µου έρχεται το τραγικό θέαµα που αντικρίζαµε συχνά τα πρωινά από το άλλο παραλιακό σπίτι µας, όταν λίγα ή πάµπολλα τουµπανιασµένα κορµιά πνιγµένων Ιταλών, Βρετανών ή Γερµανών, που είχαν πληγεί τα πλοία τους, επέπλεαν στη θάλασσα για να εκβρασθούν λίγο αργότερα από το κύµα στη Ρεθεµνιώτικη αµµουδιά ή την παραλιακή λεωφόρο. Όµως και στην αστεία περίπτωση ενός πρωινού που ξύπνησαν από τα κροταλίσµατα των πολυβόλων και αντικρίσαµε την παραλία γεµάτη καπνούς και λάµψεις, ενώ µεγάλες σχεδίες αποβίβαζαν άνδρες µε κόκκινα καπέλα.
Κρυφτήκαµε όλοι καλά µην τυχόν µας βρει καµιά αδέσποτη σφαίρα και όταν ησύχασε ο θόρυβος των µαχών χτύπησε η πόρτα µας και ο πατέρας µου συµπέρανε ότι είχε γίνει επιτυχής… συµµαχική απόβαση και κάποιος… σύµµαχος κτυπούσε.
Αυτός όµως ήταν κάποιος γνωστός που διαµένοντας µακριά από την παραλία δεν είχε ιδέα για την… απόβαση.
Τελικά επρόκειτο για γερµανική άσκηση απόκρουσης απόβασης και… σύµµαχοι ήταν πάλι Γερµανοί που είχαν βάλει ανάποδα τα καπέλα τους παριστάνοντας την εικονική αποβατική δύναµη.