Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

80 χρόνια από την καταστροφή του Καλλικράτη Σφακίων

» Από τους Γερμανούς και τους ένοπλους συνεργάτες τους

Το φοβερό έτος 1943 έμπαινε με την κήρυξη του «ολοκληρωτικού πολέμου» από τη ναζιστική Γερμανία εναντίον των εχθρών της και ειδικά εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όπου η επίθεση στο ανατολικό μέτωπο εξελίχθηκε σε πανευρωπαϊκή σταυροφορία εναντίον του μπολσεβικισμού.

Mετά τις ήττες στο Έλ Αλαμέιν και στο Στάλινγκραντ, οι ναζιστές ουσιαστικά επιστράτευσαν όλη την Ευρώπη για τους γενοκτονικούς σκοπούς τους. Ένοπλοι συνεργάτες τους από όλη σχεδόν την Ευρώπη επιστρατεύτηκαν στο ανατολικό μέτωπο και για την καταστολή της Αντίστασης μέσα στις κατεχόμενες χώρες. Μέσα σε αυτό το κλίμα είχαμε και τη συγκρότησης ενόπλων αντικομμουνιστικών σωμάτων στην Ελλάδα με γνωστότερα τα Τάγματα Ασφαλείας. Δυστυχώς ούτε η Κρήτη γλύτωσε από τον ένοπλο δοσιλογισμό.
Ο νέος στρατιωτικός διοικητής Κρήτης Μπρούνο Μπρόιερ προχώρησε στη συγκρότηση του «Σώματος Κυνηγών» του περιβόητου Φριτς Σούμπερτ, τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1943. Η διαταγή του Μπρόιερ τόνιζε την ελευθερία κινήσεως του Σώματος και απαιτούσε από όλα τα άλλα σώματα και μονάδες να παρέχουν κάθε ́θε βοήθεια στον Σούμπερτ, κατά παράβαση της ιεραρχίας όχι μόνο των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας αλλά και των γερμανικών μονάδων: Ιδρύεται εν Κρήτη σώμα υπό την επωνυμίαν «Κυνηγοί Σούμπερτ». Την διοίκησιν θα έχη ο Επιλοχίας Φρίτς Σούμπερτ. Τα του οπλισμού, ενδυμασίας και τροφοδοσία του ανωτέρω σώματος κανονίσω δι’ ετέρας διαταγής μου.
Σκοπός του σώματος τούτου είναι η εμπέδωσις της τάξεως και η πάταξις των κακοποιών, κομμουνιστών κ.λπ. της υπαίθρου, δι’ ων μέσων ήθελε κρίνει κατάλληλα ο διοικητής του σώματος Επιλοχίας Σούμπερτ, έχων από τούδε όλην την δικαιοδοσίαν και ελευθερίαν ενεργείας.
Πάντα τα σώματα και αι μονάδες δεν έχουν το δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα εις την εκτέλεσιν της ως άνω υπηρεσίας του σώματός του. Τουναντίον δια την παρούσης υποχρεούνται να παρέχουν πάντα τα μέσα άτινα ήθελον ζητηθή παρά του Επιλοχίου Σούμπερτ δια την επίτευξιν του σκοπού του.
Από τις αρχές του 1943 οι Γερμανοί είχαν επιδοθεί σε επιχειρήσεις εναντίον ορεινών χωριών· οι αφορμές ήταν πολλές, από την αποφυγή της αγγαρείας ως την οπλοκατοχή και τη ζωοκλοπή (πρακτική στην οποία επιδίδονταν σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες οι ίδιοι οι κατακτητές είτε νομότυπα είτε και απροκάλυπτα). Το νέο στοιχείο ήταν το μπλοκάρισμα των χωριών και η αποστολή των συλληφθέντων κατοίκων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, ώστε να συνεισφέρουν με την εργασία τους, συχνά μέχρι θανάτου, στην πολεμική προσπάθεια του Ράιχ. Από την αρχή της κατοχής άλλωστε, τα ορεινά χωριά είχαν μπει στο στόχαστρο και είχαν πραγματοποιηθεί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον τους. Στις αρχές του 1943, τα Λευκά Όρη έγιναν εκ νέου στόχος. Στις 23 Ιανουαρίου, ένα γερμανικό απόσπασμα εξέδραμε εναντίον των χωριών του Αποκόρωνα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 ιανουαρίου, περικυκλώθηκε το χωριό Κάμποι Κυδωνίας, και κάτοικοι συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στις φυλακές Αγιάς, αφού ανακαλύφθηκαν λίγα όπλα. Στις 10 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε μια άλλη επιχείρηση στα σεσημασμένα χωριά Λάκκοι και Μεσκλά. Μάζεψαν τους άνδρες που βρήκαν, τους επιβίβασαν σε φορτηγά του στρατού και τους μετέφεραν στην Αγιά. Από τους συλληφθέντες, οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης 55 άνδρες, εκ των οποίων 22 πέθαναν εκεί. Στον Ψηλορείτη, οι τιμωρητικές επιχειρήσεις εναντίον των κτηνοτρόφων στα Ανώγεια πήραν τη μορφή της λεηλασίας. Τον Μάιο του 1943 αναφέρεται ότι εκτελέστηκαν τρεις βοσκοί και κατασχέθηκαν 2.000 αιγοπρόβατα και τον Σεπτέμβριο ακόμη περισσότερα.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν και το αντίθετο αποτέλεσμα· η αποφυγή της αγγαρείας από τα ορεινά χωριά και το συλλογικό πέρασμα των κοινοτήτων αυτών σε μια κατάσταση παρανομίας υπήρξε στην περιοχή των Λευκών Ορέων αιτία συγκρότησης μόνιμων ένοπλων αντάρτικων ομάδων. Οι αντιστασιακές ενέργειες και τα συμμαχικά σαμποτάζ προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των κατακτητών, που εφάρμοσαν ξανά τις τρομοκρατικές μεθόδους τους για να αποτρέψουν τον πληθυσμό από την υποστήριξη των συμμαχικών επιχειρήσεων που και εκείνοι φοβούνταν.
Ξεκίνησε η αθρόα σύλληψη ανδρών και γυναικών και η μεταφορά τους ως ομήρων στα στρατόπεδα της Γερμανίας, όπου οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους. Οι εκτελέσεις γίνονταν σταδιακά ολοένα και πιο «τυφλές», με θύματα κρατούμενους, κυρίως ως κομμουνιστών, και εντέλει στοχοποίηση ολόκληρου του πληθυσμού. Ο σκοπός αυτών των συλλήψεων και αποστολών ομήρων στη Γερμανία ήταν και ο αποκεφαλισμός των αντιστασιακών οργανώσεων.
Στα τέλη Ιουλίου, οι Γερμανοί εκτιμούσαν πως «οι βρετανο-αμερικανικές επιτυχίες στη Σικελία και η αυξημένη δραστηριότητα εχθρικών ομάδων σαμποτάζ στην Κρήτη έχουν ενθαρρύνει πολλούς κρητικούς που θεωρούν ότι ο καιρός έχει έρθει και για την Κρήτη, να στρώσουν το δρόμο γ­­ια μια εχθρική εισβολή μέσω επιθέσεων σε Γερμανούς στρατιώτες και πράξεις σαμποτάζ εναντίον της Βέρμαχτ. Φαίνεται ότι αυτοί οι ληστές πέτυχαν να δημιουργήσουν μια συμπεριφορά εχθρική απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, εδώ και εκεί σε χωριστά απομακρυσμένα χωριά […]». Στα τέλη Αυγούστου, ο τόνος ήταν δυσοίωνος: «η γερμανική δύναμη κατοχής δεν πρέπει να κάνει το λάθος να παλινδρομήσει μεταξύ πολιτικών ειρήνευσης και αντιποίνων. Εφόσον μέρη του κρητικού πληθυσμού απειλήσουν την ειρήνη στο νησί, όλοι οι Κρητικοί πρέπει να υποστούν τις συνέπειες».
Τον Αύγουστο του 1943 βομβαρδίστηκαν και κάηκαν τα Βορίζα. Ήταν το πρώτο χωριό που καταστράφηκε ολοσχερώς μετά τις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1941· κάτι που δεν προμήνυε τίποτε καλό. Στις 20 Αυγούστου ήταν η σειρά του χωριού Ροδάκινο στο νότιο Ρέθυμνο.
Από τον Αύγουστο του 1943, ο Σούμπερτ έχοντας ευρεία δικαιοδοσία από τον ίδιο τον διοικητή Κρήτης θα ακολουθήσει μια τακτική τρομοκράτησης απομακρυσμένων χωριών με ιδιαίτερα εγκληματικές μεθόδους· χώρισε μάλιστα το σώμα σε μικρότερες ομάδες για να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή δράση, με επικεφαλής των αποσπασμάτων ντόπιους. Στο Ροδάκινο, αφού ο Σούμπερτ διακήρυξε πως «όπου πατήσει το πόδι μου χορτάρι δεν φυτρώνει», άρχισε η εκτέλεση ηλικιωμένων κατοίκων μπροστά στο πλήθος. Στη συνέχεια, έκαψαν σχεδόν το μισό χωριό και έριξαν στις φλόγες δύο γυναίκες που πέθαναν από τα εγκαύματά τους λίγο αργότερα. Το χωριό λεηλατήθηκε ως συνήθως και κηρύχτηκε απαγορευμένη ζώνη από τον διοικητή Φρουρίου Κρήτης Μπρόιερ. Το επιτελείο της 22ης Μεραρχίας πρότεινε η καταστροφή στα Βορίζα και το Ροδάκινο να χρησιμοποιηθούν προπαγανδιστικά με προκηρύξεις και άρθρα στις εφημερίδες, για να αντιληφθεί ο πληθυσμός ότι η συνεργασία με τις «συμμορίες» θα τιμωρούνταν αυστηρά.
Με αφορμή τα γεγονότα της Βιάννου τον Σεπτέμβριο του 1943 και τα εγκλήματα πολέμου στα χωριά της ευρύτερης περιοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής προχώρησαν σε αιματηρές επιχειρήσεις εναντίον του άμαχου πληθυσμού σε μια σειρά χωριών στα νότια παράλια του νησιού. Η καταδιωκόμενη ομάδα του Μανόλη Μπαντουβά, πολλοί Βρετανοί αξιωματικοί με τους συνοδούς τους και ένοπλες ομάδες από τα χωριά της περιοχής, όπως ο Καλλικράτης, το Ροδάκινο, τη Σκαλωτή και άλλα συγκεντρώθηκαν στη θέση Τσιλίβδικα στις 4 Οκτωβρίου για να εκκενωθούν ορισμένοι την επομένη δια θαλάσσης. Όμως μετά από συμπλοκή με Γερμανο-ιταλικό απόσπασμα, η εκκένωση ακυρώθηκε και οι συγκεντρωμένοι διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες.
Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου 1943, οι Γερμανοί μαζί με τον Σούμπερτ και 30 άνδρες του Σώματος Κυνηγών του, έφτασαν στο γειτονικό χωριό Καλή Συκιά. Ενώ οι Γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους προς το οροπέδιο, οι Σουμπερίτες παρέμειναν στο χωριό. Αυτό που θα επακολουθούσε, θα ήταν ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματά τους. Αφού συγκέντρωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά στην άκρη του χωριού, άρχισαν να πυρπολούν τα σπίτια και να πετάνε μέσα τις γυναίκες να καούν ζωντανές. Όταν τελείωσαν το έργο τους, είχαν κάψει ζωντανές δώδεκα γυναίκες, ανάμεσά τους την έγκυο Ευαγγελία Γρυντάκη με το δύο ετών βρέφος της, και έναν άνδρα. Όπως συνήθιζαν, άφησαν ορισμένα σπίτια ανέπαφα, προκειμένου να τα λεηλατήσουν με την ησυχία τους.
Την επόμενη μέρα, στις 7 Οκτωβρίου, οι Σουμπερίτες ακολουθώντας το γερμανικό στρατό βρέθηκαν στην επαρχία Σφακίων, στο χωριό Καλλικράτης. Το χωριό είχε στοχοποιηθεί, καθώς κατηγορήθηκε ότι είχε περάσει η ομάδα Μπαντουβά χωρίς να ειδοποιηθούν οι αρχές. Οι άντρες του χωριού είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά παρά την κύκλωση και τους συνεχείς πυροβολισμούς. Μετά από διαβεβαιώσεις των Γερμανών ότι αναζητούσαν τους αντάρτες και ότι όσοι κάτοικοι έλειπαν θα θεωρούνταν αντάρτες επίσης, ελάχιστοι άντρες του χωριού επέστρεψαν. Την επόμενη μέρα, το πρωί της 8ης Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε και πάλι και οι κάτοικοι διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στον περίβολο της εκκλησίας, χωριστά οι άνδρες από τα γυναικόπαιδα. Από εκείνη τη στιγμή ο Καλλικράτης αφέθηκε από τους Γερμανούς στο έλεος των ντόπιων συνεργατών τους. Με τις βρώμικες ιταλικές στολές τους, αναγνωρίστηκαν από τους ντόπιους ως Κρητικοί. Παρά τις απειλές κανείς δεν κατέδωσε ούτε κρυσφήγετα ούτε όπλα. Σε ένα ερειπωμένο σπίτι έστελναν τους άνδρες, κυρίως ηλικιωμένους, για εκτέλεση ενώ κάποιοι εκτελέστηκαν στους δρόμους του χωριού. Είκοσι περίπου γυναίκες πιάστηκαν όμηροι και οδηγήθηκαν στις φυλακές Αγιάς, όπου θα έμεναν πάνω από ένα μήνα. Την ίδια ημέρα οι Σουμπερίτες επέστρεψαν για τη λεηλασία. Έκαψαν 80 περίπου σπίτια, αφού τα λεηλάτησαν. Το όργιο των Σουμπεριτών στον Καλλικράτη άφησε πίσω του νεκρούς 20 άνδρες και 8 γυναίκες, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένους· πολλοί εκτελέστηκαν μέσα στα σπίτια τους, πριν τα κάψουν. Η περιοχή του Καλλικράτη κηρύχθηκε απαγορευμένη ζώνη και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν και να πάνε σε κοντινά χωριά. Συγκλονιστική είναι η αφήγηση του 91χρονου σήμερα Νικήτα Μανουσέλη στο βιβλίο του Γεώργιου Καλογεράκη «Χρέος ανεξόφλητο… Καλλικράτης Σφακίων, 8-11 Οκτωβρίου 1943»:
Σε ένα στενό σοκάκι ανάμεσα στις γειτονιές “Πάνω Ρούγα” και “Πιπιλίδα” στάθηκαν στο πλάι και άρχισαν να ρίχνουν. Μια σφαίρα χτύπησε στο λαιμό τον Παύλο Πολάκη, βλέποντας τη σκηνή ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου Ιωσήφ Μανουσέλης, κατάφερε να φύγει και παραδόξως δεν του έριξαν και ξέφυγε την εκτέλεση. Τους υπόλοιπους άνδρες τους οδήγησαν στην “Πιπιλίδα” σε ένα ερειπωμένο σπίτι και τους εκτέλεσαν εξ επαφής. Μετά από δυο μέρες πήρα το ξαδερφάκι μου τον Κωστή και πήγαμε να δούμε αν ήταν σκοτωμένος ο πατέρας μου σε εκείνο το ερειπωμένο κατάλυμα.
Η εικόνα που είδαμε δεν θα φύγει ποτέ από την μνήμη μου. Άλλος ήτανε μπρούμυτα άλλος γονυπετής. Αυτό το θέαμα μου στοίχισε τόσο πολύ που τα επόμενα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πιο πέρα από το ερειπωμένο σπίτι είχανε στήσει ένα τραπέζι και καθόντουσαν δυο Γερμανοί γύρω από αυτό, είχαν υποσχεθεί ότι όποιος παραδώσει το όπλο του θα τον άφηναν ελεύθερο. Ένας Σπύρος Χαιρετάκης 16-17 ετών πήγε ένα όπλο και το άφησαν οι Γερμανοί πάνω στο τραπέζι και του λένε Ελληνικά -φύγε τώρα, μόλις το παιδί γύρισε την πλάτη του τον πυροβολήσανε και έπεσε κάτω, σχεδόν του έκοψαν το λαιμό…
Ακολουθώντας τα χνάρια της ομάδας Μπαντουβά, το Σώμα Κυνηγών του Σούμπερτ λεηλάτησε επίσης τον οικισμό Καλοί Λάκκοι, ενώ στο χωριό Μουρί εκτέλεσε πέντε άνδρες μετά από φρικτά βασανιστήρια. Στον Πατσιανό επίσης εκτελέστηκαν άνδρες και γυναίκες και λεηλάτησαν τα σπίτια. Τα εγκλήματα αυτά των Σουμπεριτών ήταν τόσο φριχτά που οι ίδιοι οι Γερμανοί περιόρισαν τη δράση του σώματος και μετά τη διάλυσή του από τον ΕΛΑΣ στα Μεσκλά, όσοι απέμειναν συνέχισαν την εγκληματική και προδοτική τους δράση στη Μακεδονία, στα Γιαννιτσά, τον Χορτιάτη και αλλού.
Στις 20 Μαΐου 1947, στην επέτειο της γερμανικής επίθεσης κατά της Κρήτης, εκτελέστηκαν στην Αθήνα οι πρώην στρατιωτικοί διοικητές του Φρουρίου Κρήτη, Μπρούνο Μπρόιερ και Φρίντριχ Μίλερ και την ίδια χρονιά θα δικαστεί και θα εκτελεστεί στη Θεσσαλονίκη ο επικεφαλής του Σώματος κυνηγών, Φριτς Σούμπερτ. Η Έκθεση της «Επιτροπής διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη», αποτελούμενη από τους καθηγητές Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, παραμένει αδιάψευστος μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας στο νησί. «δεν υπάρχει πόλις ή χωρίον» καταλήγει η έκθεση «που να μη εληστεύθη, να μη ηγγαρεύθη, να μη πενθή ολίγους ή πολλούς τυφεκισμένους και ομήρους αποσταλέντας εις την Γερμανίαν. […] η επιδειχθείσα απάνθρωπος σκληρότης προς τους κατοίκους της Κρήτης είναι αληθώς ασυγχώρητος εις ένα λαόν που ήθελε να θεωρείται πολιτισμένος». Δυστυχώς, τα γερμανικά εγκλήματα παραμένουν ασυγχώρητα, καθώς τα θύματά τους ακόμη περιμένουν, 80 χρόνια μετά, την έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους.
Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία στην εκδήλωση μνήμης καταστροφής του μαρτυρικού χωριού Καλλικράτης, 15 Οκτωβρίου 2023

*Ο Γιάννης Σκαλιδάκης,είναι Ε.ΔΙ.Π. Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Στοιχεία από τα βιβλία:

Γεώργιος Κάββος, Γερμανο-ιταλική κατοχή και αντίσταση Κρήτης 1941-1945, Ηράκλειο 1991.
Γεώργιος Καλογεράκης, Χρέος ανεξόφλητο… Καλλικράτης Σφακίων, 8-11 Οκτωβρίου 1943, Χανιά 2017.
Γιάννης Σκαλιδάκης, Η Κρήτη στα χρόνια της Κατοχής (1941-1945), Αθήνα, Ασίνη, 2023.
Θανάσης Φωτίου, Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα. Η αιματηρή πορεία του Φριτς Σούμπερτ και του ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011.­­­­­­­


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα