Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΟΥΤΑΚΗΣ*
Γεννήθηκε στην Σκιάθο το προχωρημένο αυτό κλιμάκιο του Ορθόδοξου μοναχισμού στις 4 Μαρτίου 1851. Ηταν γιός του παπα-Αδαμαντίου και της Γκιούλως. Εξι παιδιά αριθμούσε η οικογένεια. Τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Από τα κορίτσια τη μεγαλύτερη μόνο την Ουρανία κατόρθωσε να παντρέψει ο παπάς Αδαμάντιος. Οι άλλες τρεις παρέμειναν άγαμες, αλλά επέζησαν του Παπαδιαμάντη. Από τα αγόρια, ο Γεώργιος θα αποθάνει αργότερα με ´σαλευμένας τας φρένας´.
Αν ανατρέξουμε στο γενεαλογικό του δέντρο, από την πλευρά του πατέρα του θα συναντήσουμε ιερείς, καλόγερους, λογίους και της μητέρας του Άρχοντες και επιστήμονες. Ο πατέρας του για να βγάλει πέρα με την πολυμελή του οικογένεια εκτός από τον ιερέα έκανε και τον δάσκαλο και τον γραφέα. Ο Αλέξανδρος όταν ήταν παιδί συνεχώς μελετούσε, ο πατέρας του ο παπάς του φώναζε να μην μελετά πολύ αλλά αυτός δεν άκουγε κανένα.
´Εγώ γεννήθηκα για να γράφω και να διαβάζω´ έλεγε και συνέχιζε με περισσότερο ζήλο να γράφει, να διαβάζει και να ζωγραφίζει αγίους.
Με μεγάλη δυσκολία, με συχνές διακοπές λόγω αφαντάστων οικονομικών δυσχεριών τελειώνει το Σχολαρχείο πρώτα, μετά το Γυμνάσιο. Στη συνέχεια εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως οι συνθήκες της ζωής δεν του επέτρεψαν να τελειώσει τις σπουδές του.
Μαθαίνει ξένες γλώσσες μόνος του, συχνάζει στα βιβλιοπωλεία και τα γραφεία των εφημερίδων και ψάχνει απεγνωσμένα για κανένα ιδιαίτερο μάθημα γαλλικών για να τακτοποιήσει τα χρέη που έχει δημιουργήσει.
Η οικονομική του κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει, δεν έχει χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο του δωματίου του και στα μαγειρεία δεν του δίνουν πια φαγητό ´βερεσέ´.
Στο μεταξύ γνωρίζεται με τον δημοσιογραφικό κόσμο και αρχίζει την δημοσίευση διηγημάτων στις εφημερίδες.
Δημοσιεύει τα χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά του διηγήματα στην Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη και σιγά-σιγά γίνεται γνωστός στο Αθηναϊκό κοινό.
Οσοι τον γνωρίζουν τον χαρακτηρίζουν απόκοσμο και μοναχικό. Πράγματι του αρέσει να βαδίζει μόνος με τα χέρια σταυρωμένα πίσω και να κάθεται σε απόμερα καφενεία παρέα με απλούς ειρηνικούς ανθρώπους βυθισμένος στις ατέλειωτες σκέψεις του.
Βασανισμένη μορφή ο Παπαδιαμάντης, αγνή, αγνότατη ψυχή, ζει πολύ πτωχικά. Η περιβολή του είναι πολύ απλή, σχεδόν λερωμένη. Δεν τα πηγαίνει καλά με την δημοσιότητα. Πολλές φορές αρνείται και αυτά τα δημοσιεύματά του να υπογράψει, γιατί και τη διαφήμιση την θεωρεί αμαρτία!
Ανάπαυση πνευματική βρίσκει στις ακολουθίες και αγρυπνίες που γίνονται στο Γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι που δεν υπάρχει πια.
Παρηγοριά του η Εκκλησία. Καταφυγή του το γράψιμο.
Ο μπάρμπα Αλέξανδρος όπως τον αποκαλούν οι απλοί φίλοι του συνεχώς γράφει. Κι ας κρυώνει τα χειμωνιάτικα βράδια, κι ας μην έχει να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού του. Αυτός γράφει…
Ομως τα βάσανα, τα χρέη, η στερημένη ζωή, καταβάλουν τον αγαπημένο κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, και το 1908 σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, δεν έχει πια τη δύναμη να γράψει το παραμικρό. Εχει εξαντληθεί πλήρως και χρειάζεται η μεγαλοψυχία των φίλων για να μην πεθάνει από την πείνα. Την ίδια χρονιά συγκεκριμένα στις 13 Μαρτίου, φίλοι του οργάνωσαν μια συγκέντρωση στον Παρνασσό (εκδήλωση προς τιμήν του.) Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν θα εδίδοντο στον Παπαδιαμάντη. Στη συγκέντρωση αυτή εκείνο το βράδυ μαζεύτηκε όλη η αριστοκρατία των Αθηνών. Εκείνος όμως με τη σεμνότητα που τον διακρίνει δεν παρευρίσκεται. Η Αθήνα τίμησε τον Παπαδιαμάντη. Παίρνει τις εισπάξεις, πληρώνει τα χρέη του, αποχαιρετά τους φίλους του, κατεβαίνει στον Πειραιά. Επιστρέφει στην Σκιάθο χωρίς γυρισμό.
Απο κει θα προσπαθήσει με κείμενα με άρθρα που έστελνε στις αθηναϊκές εφημερίδες να εξασφαλίσει ή μάλλον να εξοικονομήσει τα φτωχά του γηρατειά. Αλλά είπαμε έχει εξαντληθεί και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν.
Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1911 στην Σκιάθο σε ηλικία εξήντα ετών και παραδίδει την αγνή ψυχή του στα χέρια του πλάστη και δημιουργού του που τόσο πολύ αγάπησε και υπηρέτησε.
Έτσι έζησε και έτσι έφυγε από τη ζωή η μεγάλη αυτή μορφή της ελληνικής Γραμματείας με την ανεπανάληπτη γλώσσα, ο κοσμοκαλόγερος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ο κορυφαίος, όπως τον χαρακτήρισε και όπως πράγματι ήταν, ένας από τους δασκάλους του στο Γυμνάσιο.
Κατωτέρω θα αναφέρω δύο επεισόδια που δείχνουν το ήθος του μοναδικού, του ανυπέρβλητου Παπαδιαμάντη.
Επεισόδιο πρώτο: Ενας ονομαστός Ευρωπαίος λόγιος έρχεται στην Αθήνα και οι Ελληνες συνάδελφοί του του κάνουν το τραπέζι σ’ ένα αριστοκρατικό εστιατόριο στο Σύνταγμα.
Προσκαλείται και ο Παπαδιαμάντης ο οποίος στην αρχή αρνείται αλλά στη συνέχεια για να μη τους δυσαρεστήσει δέχεται. Την ορισμένη λοιπόν ημέρα και ώρα ο Παπαδιαμάντης εισέρχεται στο εστιατόριο και προσπαθεί κοιτάζοντας πέρα-δώθε να βρει τους φίλους του.
Εκείνοι όμως έχουν καθυστερήσει και ένα γκαρσόνι βλέποντας τον φτωχικά ντυμένο κοσμοκαλόγερο και νομίζοντάς τον για αλήτη τον σπρώχνει και χτυπώντας τον με την πετσέτα που κρατά στο πρόσωπο τον πετά έξω από το μαγαζί λέγοντας “Ψιτ, ψιτ, εσύ, έξω αλήτη”.
Ο Παπαδιαμάντης δεν λέγει τίποτα, σκύβει το κεφάλι και φεύγει.
Φαντάζεται κανείς τι έγινε όταν αργότερα ήλθαν οι φίλοι του και έμαθαν… το γεγονός.
Επεισόδιο δεύτερο: Ο Διευθυντής και εκδότης της ´Ακροπόλεως´ ο πολύς Βλάσης Γαβριηλήδης καλεί τον Παπαδιαμάντη σε συνεργασία και στο τέλος του λέγει: ´και ο μισθός σας 20 δρχ. κ. Παπαδιαμάντη´. Μιλιά ο μπάρμπα-Αλέξανδρος. Ο Γαβριηλήδης θεωρεί τη σιωπή ως άρνηση και συνεχίζει, ´30 δραχμές, 40 δραχμές´. Μιλιά ο άλλος. ´50 δραχμές, 60 δραχμές. Μα επιτέλους πόσα χρήματα θέλετε´ ξεσπά και με το δίκιο του ο Γαβριηλήδης.
Και ο Παπαδιαμάντης: ´τόση ώρα που δεν μιλούσα υπελόγιζα τα έξοδά μου κ. Γαβριηλήδη. Μου φτάνουν οι 20 δραχμές. ´Τι; Πώς;´ ψιθυρίζει ο εκδότης και Διευθυντής της Ακροπόλεως και δεν πιστεύει στα αυτιά του.
Αυτός ήταν ο μοναδικός ο ανυπέρβηλητος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και αυτή η μοναδική απάντησή του.
*Λογοτέχνης