Βαθιά μέσα στον εγκέφαλό μας, στην περιοχή που ονομάζεται υποθάλαμος, βρίσκονται, μεταξύ άλλων, τα εγκεφαλικά κέντρα του κορεσμού και της πείνας. Αυξημένη δραστηριότητα σε αυτά τα δύο κέντρα μάς κάνει να αισθανόμαστε κορεσμό και πείνα αντίστοιχα.
Από τη στιγμή που η τροφή φτάνει στο στομαχικό σάκο και προκαλεί σε αυτόν διαστολή, αναστέλλεται η παραγωγή της γκρελίνης –της ορμόνης της όρεξης–, κι έτσι νιώθουμε το αίσθημα του κορεσμού. Όταν οι θρεπτικές ουσίες της τροφής φτάνουν στο συκώτι μέσω του αίματος, καταγράφεται η συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα. Το μήνυμα αυτό μεταφέρεται στον εγκέφαλο από νευρικές οδούς του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ενεργοποιώντας επίσης το αίσθημα του κορεσμού. Ακόμη και η συγκέντρωση αμινοξέων και λιπιδίων συμβάλλει στο αίσθημα κορεσμού, επηρεάζοντας τον υποθάλαμο.
Η ορμόνη λεπτίνη παράγεται στο λιπώδη ιστό και εκκρίνεται όταν αυξάνεται η συγκέντρωση λίπους στο σώμα. Η αυξημένη συγκέντρωση λεπτίνης στο αίμα προκαλεί αίσθημα κορεσμού, ενώ συμβάλλει επίσης στη ρύθμιση του μεταβολισμού. Άτομα με μια μετάλλαξη στο γονίδιο που κωδικοποιεί τη λεπτίνη δυσκολεύονται να ρυθμίσουν την πρόσληψη τροφής, καθώς δεν αισθάνονται ποτέ εντελώς χορτασμένα. Γι’ αυτό και αυτά τα άτομα συνήθως υποφέρουν από παχυσαρκία.