Της ΑΓΓΕΛΑΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΕ – ΜΠΕ
Ο Αχμέτ ο Πειρατής γεννήθηκε ελεύθερος στην Κένυα, αναγκάστηκε, όμως, να ζήσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Κρήτη ως σκλάβος μιας οθωμανικής οικογένειας, φέροντας στο στίγμα του αφέντη του στον ώμο και να δει τη γυναίκα του και τις κόρες του να πουλιούνται ως σκλάβες. Πέθανε ελεύθερος, στα παράλια της Τουρκίας, στο Αϊβαλί.
Ο εγγονός του Αχμέτ του Πειρατή, ο 57χρονος συνταξιούχος μαρμαράς Μουσταφά Ολπακ, αναζητώντας τις ρίζες του, ταξίδεψε πριν από μερικά χρόνια στο Μαρουλά Ρεθύμνου για να δει από κοντά τα μέρη, όπου έζησε ο παππούς του, ενώ το Νοέμβριο του 2006 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Συλλόγου Αλληλεγγύης και Πολιτισμού Αφρικανών, οργανώνοντας έτσι τους αφρικανικής καταγωγής απογόνους σκλάβων, που ζουν σήμερα στην Τουρκία.
Ανάμεσα στα μέλη του συλλόγου αυτού είναι η Μπεϊχάν Τουρκκολλού, απόγονος Σομαλών, οι οποίοι έζησαν στη Βέροια ως σκλάβοι σε οθωμανικές οικογένειες.
ΤΟ ´ΣΤΙΓΜΑ´ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ
Τη συγκλονιστική ιστορία του Αχμέτ του Πειρατή αφηγήθηκε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Μουσταφά Ολπακ, θίγοντας παράλληλα το θέμα μιας ´σύγχρονης μορφής δουλείας´, που βίωσαν τα παιδιά των σκλάβων, τα οποία δόθηκαν ως ψυχοπαίδια.
´Ο παππούς μου ήταν σκλάβος, το ίδιο και η γιαγιά μου. Μάλιστα, ο παππούς μου ήταν σκλάβος με στίγμα: είχε ένα σημάδι σε σχήμα Χ στο κάτω μέρος του αριστερού του ώμου. Από όσα μου αφηγήθηκε ο παππούς μου, θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1890 με 1895, όταν η οικογένειά του έπεσε στα χέρια δουλεμπόρων. Ο παππούς μου, που τότε ήταν παιδί, ζούσε με την πολυμελή οικογένειά του στις ακτές της Κένυας. Την ημέρα που έκαναν έφοδο οι δουλέμποροι ήταν η μέρα της μπουγάδας: οι γυναίκες έπλεναν ρούχα και τα παιδιά τις βοηθούσαν. Ο παππούς και οι οικογένειά του μεταφέρθηκαν με δουλεμπορικό καράβι στην Κρήτη και πουλήθηκαν σε μια οθωμανική οικογένεια, η οποία είχε ένα μεγάλο αγρόκτημα. Για ένα διάστημα, ο παππούς μου δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Ηταν ατίθασος και συνέχεια σκεφτόταν να δραπετεύσει, αλλά κάθε φορά που επιχειρούσε να δραπετεύσει, τον έπιαναν και τιμωρούνταν από την οθωμανική οικογένεια. Επειδή ήταν ατίθασος, του έδωσαν το παρατσούκλι Πειρατής´, μας αφηγείται ο Μουσταφά Ολπακ.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο Αχμέτ ο Πειρατής αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και οι αφέντες του τον πάντρεψαν με μια σκλάβα, που ζούσε στο ίδιο αγρόκτημα και η οποία ήταν η χήρα του πατέρα του!
Από αυτόν το γάμο γεννήθηκαν δυο κορίτσια: η Ζεϊνέπ και η Νουριέ. Υστερα από κάποια χρόνια, οι αφέντες του πούλησαν τη γυναίκα του Αχμέτ του Πειρατή σε μια οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη, έδωσαν ως ψυχοκόρη σε μια ξένη οικογένεια τη μικρότερη κόρη του, τη Νουριέ, και τον ίδιο τον πάντρεψαν με τη σκλάβα Σαντιέ, η οποία δούλευε στο ίδιο αγρόκτημα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ
´Μετά από ένα διάστημα, οι αφέντες του πιθανόν απελευθέρωσαν τον παππού μου. Όμως, αυτός, επειδή δεν ήξερε άλλο τρόπο ζωής, εξακολούθησε να ζει μαζί τους στο αγρόκτημα. Ύστερα, ήρθε η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και ο παππούς μου, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και με όλους τους άλλους μουσουλμάνους, αναγκάστηκε να ξεριζωθεί ακόμη μια φορά από τη γη, όπου έζησε και μεγάλωσε, για να εγκατασταθεί στο Αϊβαλί. Στο καράβι που τους πήγαινε στο Αϊβαλί γεννήθηκε η μάνα μου, που της έδωσαν το όνομα Κεμαλέ. Στο Αϊβαλί δυσκολευόταν να συντηρήσει την οικογένειά του. Η γυναίκα του η Σαντιέ έκανε οικιακές εργασίες και φρόντιζε παιδιά για να συμβάλει στη διαβίωση της οικογένειας. Όμως, οι προσπάθειες και των δυο δεν έφταναν για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους κι έτσι ο παππούς μου αναγκάστηκε να δώσει τη μεγάλη κόρη του, τη Ζεϊνέπ, ως ψυχοκόρη, δηλαδή την έδωσε για να υπηρετεί μια οικογένεια, απλώς για να μπορέσει να ζήσει´, σημειώνει ο Μουσταφά Όλπακ.
Οι κόρες του Αχμέτ του Πειρατή, η Νουριέ και η Ζεϊνέπ, που είχαν δοθεί ως ψυχοκόρες, ζούσαν χρόνια ολόκληρα στην Κωνσταντινούπολη, ως ελεύθερες – σκλάβες, αγνοώντας η μία την ύπαρξη της άλλης.
Κατά τη δεκαετία του ’40, στην Τουρκία ήταν πολύ ´της μόδας´ να έχουν οι μεγαλοαστικές οικογένειες από μια μαύρη ψυχοκόρη. Μια απ’ αυτές τις οικογένειες, που παραθέριζε στην Πρίγκιπο, κάλεσε για γεύμα μια άλλη οικογένεια από την Κωνσταντινούπολη, η οποία έφτασε στο νησί, φέρνοντας μαζί της και τη μαύρη ψυχοκόρη για να βοηθήσει στις δουλειές.
Αφού έστρωσαν το τραπέζι, οι μαύρες ψυχοκόρες των δύο οικογενειών κάθισαν στην κουζίνα να ξεκουραστούν και κουβέντα στην κουβέντα κατάλαβαν ότι είναι αδελφές. Οι δύο ψυχοκόρες ήταν η Νουριέ και η Ζεϊνέπ, οι κόρες του Αχμέτ του Πειρατή, οι θείες του Μουσταφά Ολπακ. Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας και φυσικά ύστερα από αυτό οι οικογένειες στις οποίες είχαν δοθεί ως ψυχοκόρες τους «χάρισαν» την ελευθερία τους.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΞΑΝΑΣΜΙΞΕ
«Ετσι, άνοιξε μια νέα πόρτα στη ζωή της οικογένειάς μου, που άρχισε να ξαναενώνεται. Οι πρόγονοί μου και οι οικογένειές τους σύρθηκαν σε έναν τρόπο ζωής, που δεν τον είχαν επιλέξει. Η πρώτη γενιά των προγόνων μου αποδέχτηκε να ζήσει τη σκλαβιά με όλες τις ταλαιπωρίες. Η δεύτερη γενιά, που ήταν οι γονείς μου (η μητέρα μου), ντρεπόταν για αυτά που έζησε η οικογένεια και τα κρατούσε ως μυστικό. Η τρίτη γενιά, στην οποία ανήκω εγώ, έψαξε τις ρίζες της. Ως ελεύθερος πολίτης θεώρησα χρέος απέναντι στη φυλή μου και την οικογένειά μου να τα γράψω όλα αυτά σε ένα βιβλίο, με τίτλο: Ο σκλάβος – Βιογραφίες από τις ακτές της Κένυας της Κρήτης, της Κωνσταντινούπολης», προσθέτει ο Μουσταφά Ολπακ.
Ανάλογη ήταν και η ιστορία της οικογένειας της Μπεϊχάν Τούρκκολλου. Η προγιαγιά της, η Αλτσίμα, είχε γεννηθεί στη Σομαλία, έπεσε στα χέρια δουλεμπόρων και βρέθηκε στη Βέροια, όπου παντρεύτηκε με τον αλβανικής καταγωγής Μεχμέτ. «Αναζητώ τις ρίζες μου και αναρωτιέμαι μήπως έχουν απομείνει συγγενείς μου στην Ελλάδα. Η γιαγιά μου, Φετιγιέ Κεσιμτζί, γεννήθηκε το 1904 στη Βέροια, και ο παππούς μου, Αρίφ Κεσιμτζί, γεννήθηκε το 1889, επίσης στη Βέροια. Με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών ήρθαν στην Τουρκία. Εμείς έχουμε ιδρύσει το Σύλλογο Πολιτισμού και Αλληλεγγύης Αφρικανών, που έχει περίπου 200 ενεργά μέλη, αλλά τα άτομα αφρικανικής καταγωγής στην Τουρκία είναι πολύ περισσότερα και στην πλειονότητά τους δεν γνωρίζουν από πού ήρθαν», αναφέρει η Μπεϊχάν.
Ο ΣΑΛΗΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Ο Σαλής, χαλικούτης κι αυτός, από τις γραφικές φυσιογνωμίες των Χανίων. Ο αείμνηστος Μιχάλης Γρηγοράκης, έγραφε για αυτόν στο βιβλίο του ´Χανιώτικες φυσιογνωμίες´ (εκδ. ´Χανιώτικα νέα´ 2008): ´Ο Σαλής ποτέ δεν είχε προκαλέσει, και δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα. Μοναδική του αγάπη η θάλασσα. Δεν μπορούσε να φύγει από το λιμάνι. Κι όταν κάποτε μια παρέα από τελωνοφύλακες τον πήρε και τον πήγε σ´ ένα μαδαρίτικο χωριό, για να ξεσκάσει, ο Σαλής όλη νύχτα κρυφόκλαιγε…´.
Το καθεστώς της δουλείας στο Οθωμανικό κράτος
Στο Οθωμανικό κράτος, το νομικό καθεστώς των δούλων διεπόταν εξ ολοκλήρου από τις διατάξεις του Ισλαμικού Δικαίου. Οι δούλοι υπόκειντο σε σημαντικούς περιορισμούς σε πάρα πολλούς κλάδους του Δικαίου. Κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (μεταρρυθμίσεων), με την πίεση των ξένων κρατών πραγματοποιήθηκαν νομικές ρυθμίσεις που απαγόρευαν το εμπόριο δούλων. Ωστόσο, αυτός ο θεσμός που ρίζωσε στην οθωμανική κοινωνία, συνέχισε να υπάρχει μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας´, αναφέρει σε άρθρο της η καθηγήτρια του τομέα Ιστορίας του Τουρκικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γκαζί, Γκιούλ Ακγιλμαζ.
Σύμφωνα με την ίδια, ο αφέντης δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο παιδί του και τον δούλο, όμως, στις περιπτώσεις που κρίνεται ότι μπορεί να δείρει και να μαλώσει τα παιδιά του, μπορεί να δείρει και να μαλώσει τους δούλους.
Οι δούλοι δεν έχουν δικαίωμα στην περιουσία και την κληρονομιά. Αγοράζονται και πωλούνται, παραχωρούνται ως ενέχυρο έναντι χρέους ή παραχωρούνται με προικοσύμφωνο, πριν από τη συμφωνία γάμου ή κληρονομούνται και μοιράζονται μεταξύ των κληρονόμων. Δεν μπορούν να παντρευτούν χωρίς την άδεια του αφέντη ούτε να έχουν το δικαίωμα να είναι διάδικοι.
Ωστόσο, στον τομέα του ποινικού δικαίου υπάρχει μια θετική διάκριση υπέρ των δούλων, καθώς τιμωρούνται με τη μισή ποινή από την επιβαλλόμενη στους ελεύθερους. Επίσης, δεν επιβάλλεται ποινή σε έναν ελεύθερο που σκοτώνει έναν δούλο, ο οποίος δεν είναι από το δόγμα των Χανεφί (ορθόδοξων).
Πώς αντιμετωπίζονται οι απόγονοι των σκλάβων;
Παλιά, στην Τουρκία τους αποκαλούσαν Αράπηδες. Επώνυμο απέκτησαν με τη θέσπιση του νόμου περί επιθέτων. Έτσι, ο Αχμέτ ο Πειρατής , έπαψε πλέον να είναι ο «αράπης» και πήρε το επώνυμο Ολπακ.
«Η προηγούμενη γενιά αντιμετώπισε πολύ σοβαρά προβλήματα, αλλά δεν θέλησε να μιλήσει για την καταγωγή. Η πρώτη γενιά, όμως, μιλούσε, ο παππούς μου μιλούσε. Το θέμα της δουλείας μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να συζητείται στην κοινωνία. Σήμερα, απέναντι στο νόμο δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, είμαστε όλοι ισότιμοι πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας, όμως στην κοινωνική ζωή εξακολουθεί να υπάρχει το πρόβλημα. Είμαστε οι άλλοι και αυτό φαίνεται από τις ερωτήσεις, από τη γλώσσα του σώματος, από τα βλέμματα. Ο λευκός, που είναι ο άλλος, μπορεί να κρύψει την ταυτότητά του, εμείς όχι. Και βλέπουμε πως μας κοιτάνε με ένα διαφορετικό βλέμμα. Το κράτος προσπαθεί να το αποτρέψει αυτό: στα σχολεία διδάσκονται μαθήματα κατά των διακρίσεων, το υπουργείο Πολιτισμού στηρίζει ενεργά τις δραστηριότητές μας, αποδέχεται τα σχέδιά μας και αυτό μας δίνει ελπίδες και μας χαροποιεί» λέει ο Μουσταφά Όλπακ, του οποίου η σύζυγος είναι λευκή.
«Έχω δυο κόρες, τη Ζεϊνέπ που είναι αεροσυνοδός και την Οζγκούρ (Ελευθερία), που έχει σπουδάσει τουριστικά επαγγέλματα. Οι κόρες μου είναι λευκές. Θα πρέπει να κοιτάξει κανείς πολύ προσεκτικά για να διακρίνει αφρικάνικα χαρακτηριστικά. Εγώ είμαι απόφοιτος δημοτικού, όμως διάβασα πολλά βιβλία και απέκτησα κοινωνική μόρφωση, ήμουν για πολλά χρόνια μαρμαράς, τώρα είμαι συνταξιούχος και μένω στη Σμύρνη. Τις κόρες μου, όμως, τις σπούδασα» προσθέτει ο Μουσταφά Όλπακ.
Τι απέγιναν οι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων;
Η δουλεία, που εξακολούθησε να υπάρχει μέχρι την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1920, με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, εξακολούθησε να υπάρχει με μια νέα «άτυπη» μορφή. Οι σύγχρονοι δούλοι ήταν πια τα ψυχοπαίδια.
«Οι παππούδες μου ζούσαν στην Κρήτη και κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να αγοράσουν Αφρικανούς σκλάβους. Και λέω αναγκάστηκαν, γιατί οι ίδιοι ήταν κατά της δουλείας. Εκείνη την εποχή, δηλαδή γύρω στο 1850, έρχεται ένα πλοίο, που μέσα είχε σκλάβους, ανάμεσα στους οποίους και μια οικογένεια μουσουλμάνων, ο Μεχμέτ και η Αϊσέ από το Βόρνεο. Οι χριστιανοί γείτονες του προπάππου μου τον πίεσαν να τους αγοράσει, λέγοντας ότι επειδή είναι μουσουλμάνοι θα ήταν καλύτερο να ζήσουν κοντά σε μια μουσουλμανική οικογένεια. Τελικά, πείστηκε και τους αγόρασε. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε μία κόρη, τη Χατιτζέ. Όταν έγινε η Ανταλλαγή των Πληθυσμών, το 1924, η οικογένειά μου της έδωσε το επίθετό μας και την πήρε μαζί της στην Τουρκία ως ψυχοκόρη . Η Χατιτζέ τότε ήταν 65 ετών, δεν παντρεύτηκε ποτέ και συνέχισε να ζει με τους γονείς μου μέχρι το 1936 που πέθανε», αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Χουσνού Καραμάν, ο οποίος ζει σήμερα στο Τσεσμέ της Τουρκίας.
«Ο θεσμός της δουλείας, που ίσχυε για 700 χρόνια, αν και καταργήθηκε από τους νόμους, εξακολούθησε να υπάρχει στα μυαλά των ανθρώπων. Δηλαδή, οι αντιλήψεις δεν αλλάζουν εύκολα. Η δουλεία συνέχισε να υπάρχει σε μια σύγχρονη μορφή, τα ψυχοπαίδια ήταν οι σύγχρονοι δούλοι. Δηλαδή, πολλοί έπαιρναν ψυχοπαίδια τάχα για να τα σπουδάσουν, αλλά τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν δουλειές χωρίς να τα πληρώνουν. Ο νόμος που καταργούσε αυτό το θεσμό ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε το 1964. Όμως, όπως σας είπα, οι αντιλήψεις δύσκολα αλλάζουν. Ψυχοπαίδια εξακολούθησαν και εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν», αναφέρει από την πλευρά του ο Μουσταφά Όλπακ.
Τι απέγιναν οι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων που απέμειναν στην Ελλάδα;
Επειδή οι απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων ήταν μουσουλμάνοι, αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Στην Κρήτη, όπως αναφέρει ο δικηγόρος – ερευνητής Χαρίδημος Παπαδάκης υπήρχαν δύο κατηγορίες ατόμων αφρικανικής καταγωγής, οι έποικοι και οι σκλάβοι, τους οποίους οι ντόπιοι ονόμαζαν υποτιμητικά χαλικούτηδες. Όσοι από αυτούς γλύτωσαν από τις απελάσεις και τους διωγμούς τους οποίους υπέστησαν, έφυγαν με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, επειδή ήταν μουσουλμάνοι. Κάποιοι κατάφεραν να μείνουν στη Κρήτη, είτε γιατί εκχριστιανίστηκαν είτε γιατί είχαν αγγλική ή ιταλική υπηκοότητα.
Όπως, υπάρχουν και μουσουλμάνοι αφρικανικής καταγωγής, που εξαιρέθηκαν από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών και οι οποίοι διαβιούν σήμερα σε χωριά του νομού Ξάνθης. Όμως ούτε οι ίδιοι, ούτε και κανείς άλλος γνωρίζει αν είναι απόγονοι σκλάβων ή απόγονοι στρατιωτών που εγκλωβίστηκαν σε ορεινές περιοχές της Θράκης, κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο καθηγητής εθνολογίας στο Τμήμα Ιστορίας- Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νικόλαος Ξηροτύρης εκτιμά ότι ο αριθμός τους πριν από 10 χρόνια ανερχόταν στους 300, ενώ ο Σουδανός οδοντίατρος και πρώην πρόεδρος της Κοινότητας Σουδανών Βόρειας Ελλάδας, Ιμάντ Αμπντέλ Ρασούλ, αναφέρει ότι ανέρχονται σε 700 οικογένειες.
Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι καμιά επιστημονική έρευνα δεν έχει γίνει σχετικά με τη παρουσία και την καταγωγή των αφρικανικής καταγωγής Ελλήνων πολιτών που ζουν στα χωριά της Ξάνθης.
Ο μόνος που έχει ασχοληθεί μέχρι σήμερα με την παρουσία των αφρικάνικής καταγωγής στη Κρήτη είναι ο Χαρίδημος Παπαδάκης, ο οποίος, ύστερα από εμπεριστατωμένη έρευνα, δημοσίευσε το 2008 το βιβλίο: ´Οι Αφρικανοί στην Κρήτη – Χαλικούτηδες´.
Σύμφωνα με εκτίμηση του καθηγητή εθνολογίας Νικόλαου Ξηροτύρη, οι αφρικανικής καταγωγής Ελληνες πολίτες, που ζουν σήμερα στη Θράκη, πρέπει να είναι απόγονοι εποχιακών εργατών, που ξέμειναν εκεί επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
«Επί ελληνικής διοίκησης απέκτησαν μικρούς κλήρους από το κράτος. Εννοείται ότι ήταν αυστηρά ενδογαμικοί, γιατί στην οθωμανική ταξική ιεραρχία ήταν στο τελευταίο σκαλοπάτι. Επειδή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τους Πομάκους που ζούσαν στα ορεινά, κατέβαιναν σε χωριά , όπως το Εύλαλο, το Αβατο κ.λπ., όπου ζούσαν οι περισσότεροι αφρικανικής καταγωγής, και παντρεύονταν νεαρές μαύρες, όχι γιατί τις αγαπούσαν, αλλά για να πάρουν τον κλήρο. Ετσι, βλέπουμε μεικτούς γάμους με Πομάκους. Αυτό, τα τελευταία χρόνια έχει μάλλον επιταχυνθεί και υπάρχουν αρκετοί μεικτοί γάμοι. Οι ίδιοι δεν έχουν ιδέα για την καταγωγή τους. Που και που, κάποιος λέει ‘ήρθαμε από το Σουδάν, ‘μας έφεραν από το Σουδάν’, αλλά αυτό δεν έχει κάποια βάση. Απλώς, επαναλαμβάνουν κάτι που άκουσαν. Είναι δύσκολο να τους πλησιάσει κανείς. Είναι φτωχοί αλλά πολύ νοικοκυραίοι», λέει ο κ. Ξηροτύρης.
Ο Σουδανός Ιμάντ Αμπτνέλ Ρασούλ επισκέφτηκε το Σεπτέμβριο του 2005 τα χωριά της Ξάνθης, όπου ζουν άτομα αφρικανικής καταγωγής, στο πλαίσιο προσωπικής του έρευνας.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι πρόκειται για απογόνους χαμάληδων και στρατιωτών, που είχαν στρατολογηθεί επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον κυβερνήτη της Αιγύπτου Μοχάμετ Αλι.
Σύμφωνα με τον Ιμάντ Αμπντέλ Ρασούλ, οι στρατιώτες αυτοί, υποχωρώντας κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ελληνες, χάθηκαν σε δύσβατες περιοχές της Ξάνθης και έμειναν εκεί.
«Ενας από αυτούς ήταν 80 χρονών και θυμόταν ότι ο παππούς του έλεγε πως ήρθε από ένα μέρος όπου υπήρχε ένα μεγάλο ποτάμι, όπου κολυμπούσαν και ψάρευαν. Είχαν χωράφια δίπλα στο ποτάμι. Ένα μεγάλο ποτάμι είναι ο Νείλος. Δεν μπορώ να πω αν η καταγωγή του είναι από τη Νότια Αίγυπτο. Υπάρχουν φυλές που τις καταλαβαίνεις από το χρώμα. Κάποιος που είναι μαύρος με σγουρά μαλλιά είναι από τα βάθη της Αφρικής, ο λιγότερος μαύρος είναι από την Κεντρική Αφρική και κάποιος που είναι μελαψός είναι κάτω από τη Σαχάρα. Στα άτομα αφρικανικής καταγωγής, που ζουν στα χωριά της Ξάνθης, βλέπεις χαρακτηριστικά από διάφορες φυλές. Είναι από όλες τις φυλές, έχουν διαφορετικά χρώματα. Στο Νότιο Σουδάν είναι πολύ μαύροι, οι λιγότερο μαύροι είναι ανάμεικτοι με τους Άραβες. Επομένως, δεν μπορώ να πω ότι η καταγωγή αυτών που ζουν στην Ξάνθη είναι από μια συγκεκριμένη περιοχή. Η καταγωγή τους είναι από κάποια περιοχή της Αφρικής, που εκτείνεται από Αίγυπτο μέχρι την Ουγκάντα», εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Ιμάντ Αμπντέλ Ρασούλ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ιδίου, ο αριθμός των αφρικανικής καταγωγής πολιτών που ζουν στα χωριά της Ξάνθης ανέρχεται στις 700 οικογένειες, ενώ πολλοί έχουν πάει μετανάστες στη Γερμανία.
«Τους ρώτησα αν θέλουν να μάθουν και να ξαναγυρίσουν στις ρίζες τους. Είπαν ότι, αν πάνε πίσω, δεν θα μπορούν να προσαρμοστούν με τίποτα. Είναι φυσιολογικό. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η βοήθεια. Εχουν περιορισμένη γη. Δεν μένουν μόνιμα στα χωριά, δουλεύουν σε άλλα χωριά, στις οικοδομές, εργάτες σε συνεργεία και κάνουν δουλειές του ποδαριού. Ο γέροντας με τον οποίο μίλησα μου είπε: Εγώ θα πεθάνω σε 1 – 2 χρόνια το πολύ. Αλλά αυτοί είναι ξεχασμένοι από όλους κι από τον Θεό και μου ζήτησε, αν μπορώ να τους βρω βοήθεια από τις αραβικές χώρες», καταλήγει ο Ιμάντ Αμπντέλ Ρασούλ.
…………και το νερό το σεβόταν τόσο που ἄδειαζε το ποτήρι στο πιάτο και το ἔπινε με το κουτάλι………..
Για το ΣΑΛΗ ο λόγος μιάς και τόφερε η ἀνάρτηση